Η γυναικεία παρουσία (με διάφορες μορφές) ενυπάρχει στη λαϊκή μας παράδοση και φυσικά και στα δημοτικά τραγούδια. Άλλοτε ως μάνα, άλλοτε ως κόρη, ως σύζυγος ή ως ερωτικός στόχος, ακόμα κι όταν δεν έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, πάντοτε είναι καθοριστική η παρουσία της γυναικείας φιγούρας στην εξέλιξη της ιστορίας που αφηγείται ο λαός στα τραγούδια του. Από αυτό το πρωτογενές υλικό εμπνεύστηκαν οι Φώτης Βάρθης και Χρυσόστομος Τσαπραΐλης προκειμένου μέσα από την τέχνη του ο καθένας (τη χαρακτική και τη λογοτεχνία αντίστοιχα) να φέρουν στο προσκήνιο τις γυναίκες και τις ιστορίες τους. Συνομιλώντας με την παράδοση, αλλά και με σύγχρονη ματιά, οι δύο δημιουργοί αλληλοτροφοδοτούν ο ένας την τέχνη του άλλου χαρίζοντάς μας ένα σύνολο χαρακτικών και διηγημάτων που περιλαμβάνονται στη συλλογή « Γυναίκες που επιστρέφουν» η οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αντίποδες.
Στη συλλογή «Γυναίκες που επιστρέφουν» περιλαμβάνονται εννιά διηγήματα με ιστορίες γυναικών γραμμένες από τον Χρυσόστομο Τσαπραΐλη που συνοδεύονται από αντίστοιχο αριθμό χαρακτικών φιλοτεχνημένων από τον Φώτη Βάρθη. Μάλιστα τα χαρακτικά αποτελούν την πρώτη ύλη με βάση την οποία ο Τσαπραΐλης πλάθει μία ολοκληρωμένη ιστορία. Τα έργα του Βάρθη είναι χαραγμένα σε ξύλο πορτοκαλιάς, όπως αναφέρει ο ίδιος στην αρχή του βιβλίου, στο οποίο ευχαριστεί τον εκλιπόντα φίλο του, που του πρόσφερε το συγκεκριμένο υλικό. Οι φιγούρες του είναι φανερά επηρεασμένες από τη βυζαντινή τέχνη, χωρίς ωστόσο την αυστηρότητα που παραδοσιακά τη χαρακτηρίζει. Η τέχνη του Βάρθη είναι πιο ελεύθερη, λιτή, δίνει έμφαση στην απόδοση του συναισθήματος, στην αναπαράσταση του γυναικείου πάθους και όχι στον ρεαλισμό. Όπως έχει αναφέρει και ο ίδιος σε συνέντευξή του , «Στη βυζαντινή ζωγραφική, λόγω του ότι δεν υπάρχει αυτό το ρεαλιστικό στοιχείο, είναι όλα κατά σύμβαση, δηλαδή μια μύτη αν την απομονώσεις δεν είναι ρεαλιστική, αλλά όταν μπει σε αυτό το σχήμα καταλαβαίνεις ότι είναι ξεκάθαρα μία μύτη, το ίδιο και ένα αυτί, ένα μάτι.» και συνεχίζει «στη βυζαντινή ζωγραφική, βλέπεις ένα πρόσωπο το οποίο δεν είναι φυσικό, άρα προσπερνάς την θεατρικότητα και πηγαίνεις πιο άμεσα στο πνευματικό, γιατί αυτό που βλέπεις δεν είναι κάτι φυσικό. Η σύμβασή του είναι ότι αυτός είναι ο Χριστός, οπότε πας εκεί χωρίς να μεσολαβήσει τίποτα άλλο. Αυτό ουσιαστικά είναι εικαστικό τρικ, το οποίο σε πάει πιο άμεσα εκεί που στοχεύει. Σε πάει κατευθείαν στο πρόσωπο ή στην ουσία αυτού που θέλεις να απευθυνθείς. Η βυζαντινή ζωγραφική έχει τόσα πολλά to the point πράγματα με τα οποία έχει συντάξει την εικαστική της γλώσσα που είναι από τις πιο ολοκληρωμένες. Για αυτό που θέλουν να πετύχουν, έστω.»
Τα χαρακτικά του Βάρθη που περιλαμβάνονται στη συλλογή, πρωτοπαρουσιάστηκαν στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» στην ατομική έκθεση χαρακτικής με τίτλο «Εννέα σπουδές στον πόνο». Από αυτά εκκινεί ο Τσαπραΐλης και πλέκει τις γυναικείες ιστορίες του τόμου. Αν και η κάθε ιστορία έχει ως πρωταγωνίστρια μία γυναίκα, έχει ενδιαφέρον το γεγονός πως στον τίτλο κάθε διηγήματος επαναλαμβάνεται η χρήση του πληθυντικού αριθμού («γυναίκες»). Με αυτόν τον τρόπο υπονοείται ένα συλλογικό βίωμα. Ο πόνος, το πάθος, ο θρήνος, η νοσταλγία δεν αφορούν μία συγκεκριμένη γυναίκα αλλά όλες μας, τις μανάδες, τις αδερφές, τις φίλες μας. Γι’ αυτόν τον λόγο οι ιστορίες της συλλογής τοποθετούνται αόριστα στον τόπο και στον χρόνο προσδίδοντας τους έτσι διαχρονικό χαρακτήρα.
Κυρίαρχα θέματα στα διηγήματα του Τσαπραΐλη είναι ο πόνος, η εγκατάλειψη, ο θάνατος, η αγάπη, ο έρωτας, η προδοσία και η νοσταλγία. Κεντρική φιγούρα αποτελεί η Μήστρα, η ιστορία της οποίας εκτυλίσσεται στο πρώτο διήγημα και η οποία συνδέει υπόγεια όλους τους γυναικείους χαρακτήρες. Η κάθε γυναίκα βιώνει το προσωπικό της δράμα ακριβώς επειδή η μοίρα της συνδέεται με τη Μήστρα. Ο συνδετικός ρόλος του χαρακτήρα της Μήστρας δηλώνεται ήδη από τις πρώτες γραμμές του βιβλίου:
«Κάλλιο το νεκροφίλημα παρά το στήθος της Μήστρας»
Οι ιστορίες του Τσαπραΐλη με τη σειρά τους είναι και αυτές επηρεασμένες από τα δημοτικά τραγούδια, όπως ακριβώς και τα χαρακτικά. Όμως δεν κινείται αυστηρά στα πλαίσια της ελληνικής παράδοσης αλλά δανείζεται στοιχεία και από παραδόσεις άλλων χωρών και πολιτισμών. Αυτή η μείξη πιθανόν αποτυπώνεται και στα προσεκτικά διαλεγμένα ονόματα όπως είναι η «Τοάμνα» που στα ρουμάνικα σημαίνει «φθινόπωρο» ή ο «Αλμερίχ» που στη γοτθική γλώσσα σήμαινε «κυβερνήτης».
Ο Τσαπραΐλης χρησιμοποιεί μία ιδιαίτερη γλώσσα, λυρική, σχεδόν ποιητική. Όμως οι κόσμοι που χτίζει με αυτήν είναι σκοτεινοί, γεμάτοι πόνο, θλίψη και θάνατο. Έτσι αντίστοιχα κι ο γλωσσικός του ρυθμός είναι αργός, θλιμμένος, ενδοσκοπικός. Θυμίζει τα μοιρολόγια ή τα ηπειρώτικα τραγούδια απ’ τα οποία συχνά εκκινούν οι ιστορίες που διηγούνται ο ίδιος και ο Βάρθης στα χαρακτικά του. Παράλληλα ο Τσαπραΐλης διατηρεί ένα καλοδουλεμένο και βαθιά προσωπικό λογοτεχνικό ύφος, το οποίο γνωρίσαμε στο προηγούμενο συγγραφικό του πόνημα, τις «Παγανιστικές Δοξασίες της Θεσσαλικής Επαρχίας». Οι παραστατικές του περιγραφές πλάθουν εικόνες έντονες, σχεδόν ζωντανές. Με την επιμονή του στη λεπτομέρεια και την καθηλωτική ατμόσφαιρα που δημιουργεί διεγείρει όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη, τον μαγνητίζει σε σημείο να νιώσει ότι παρίσταται και ο ίδιος στη σκηνή, αγγίζοντας το βρεγμένο χώμα, μυρίζοντας το λιβάνι:
«Μα όταν έπιασαν του λόφους που ήταν από παλιά σπαρμένοι με πηγάδια και πέτρινες στήλες, ένα βραχνιασμένο αηδόνι έριξε ανάθεμα στον Αλμερίχ για το λιβάνι που ανάδινε το σάπιο δέρμα του»
Στις σελίδες της συλλογής «Γυναίκες που Επιστρέφουν» ο αναγνώστης θα έρθει αντιμέτωπος με ιστορίες που κάτι του θυμίζουν, με μύθους που κάπου τους έχει ξανακούσει. Όμως, τα έργα και των δύο καλλιτεχνών, παρ’ όλο που συνομιλούν με το παρελθόν και την παράδοση, δεν επιδιώκουν να ανασύρουν απλώς ιστορίες ξαναειπωμένες αλλά να πλάσουν με παλιά και με νέα υλικά διηγήσεις καινούριες, σύγχρονες και ταυτόχρονα διαχρονικές. Ο Βάρθης εξηγεί σχετικά ότι σκοπός του δεν είναι μία απλή εικονογράφηση των δημοτικών τραγουδιών στα χαρακτικά του, αλλά «να γίνει μια ψηλάφηση του πόνου μέσα από αυτές τις φιγούρες ως συμβολικές αναπαραστάσεις».