Στο Σπίτι Tων Ονείρων – Χαρτογράφηση του κουήρ τραύματος

Μαριάννα Τσότρα Από Μαριάννα Τσότρα 11 Λεπτά Ανάγνωσης

Μια παθιασμένη ερωτική σχέση: η πρώτη γνωριμία και φλερτ, ο πόθος και το σεξ, το πρώτο ταξίδι μαζί εκτός πόλης, το πρώτο σ’ αγαπώ, τα πρώτα όνειρα και σχέδια για το μέλλον, η ελπίδα, μέχρι τη σταδιακή, καθολική κατακρήμνισή της. Ζήλια, κτητικότητα, απειλές και χειριστικότητα, προσβολές και λεκτική βία, που δεν αργεί να μετατραπεί σε σωματική. Το Σπίτι των Ονείρων, τόπος αλλοτινής ασφάλειας και ευτυχίας, θυμίζει όλο και λιγότερο καταφύγιο και οχυρό, και περισσότερο στοιχειωμένο σπίτι, σκηνικό εφιάλτη και φυλακή, όπου σε κάθε γωνιά ελλοχεύουν τραυματικές αναμνήσεις, ανεξάντλητες πηγές άγχους και τρόμου.

Η πολύκροτη και πολυβραβευμένη Αμερικανίδα συγγραφέας Κουβανικής καταγωγής, Carmen Maria Machado, επιχειρεί με το δεύτερο βιβλίο της, Στο Σπίτι των Ονείρων, μια χαρτογράφηση του τραύματος που της προκάλεσε η κακοποιητική σχέση με μια άλλη γυναίκα. Τη Machado, μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες κουήρ γυναίκες συγγραφείς, αναλαμβάνουν να συστήσουν στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό οι εκδόσεις Αντίποδες, με το έργο της αυτό, σε αριστοτεχνική μετάφραση Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου.

Το μεγαλείο και η σημασία του Σπιτιού Tων Ονείρων είναι διττή, τόσο αμιγώς λογοτεχνικής όσο και πολιτικής φύσεως: αφενός, άσκηση ύφους, αφηγηματική ακροβασία μεταξύ των ειδών, της φόρμας και της οπτικής γωνίας, ένα σπάνιο κομψοτέχνημα πρόζας, αφετέρου αρχειακή καταγραφή ύψιστης πολιτικής σημασίας για την ομόφυλη κακοποίηση εντός της κουήρ κοινότητας, αποσιωπημένης στις γραφές και εν πολλοίς αγνοημένης στο συλλογικό συνειδητό.

Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου προσωποποιεί το Σπίτι Tων Ονείρων, του προσδίδει διαφορετική σημειολογία και εννοιοδότηση, το μετατρέπει σε στυλιστική άσκηση και πειραματισμό στη φόρμα. Σε μια ιδιοφυή, πρωτότυπη όσο και φορτισμένη νοήματος αφηγηματική επινόηση, η Machado διαχωρίζει τις οπτικές γωνίες, διαχωρίζει τους εαυτούς της, τον παροντικό, καταξιωμένο και ευτυχισμένο, το ολόκληρο Εγώ, από τον αλλοτινό, τον εαυτό του Σπιτιού Tων Ονείρων, τρωτό, πληγωμένο και κατακερματισμένο, ένα Εσύ λειψό και ατελές, στο οποίο απευθύνεται σε β’ πρόσωπο, πάντοτε όμως με τρυφερότητα, φροντίδα και συμπόνια.

Ξεκινά την εξιστόρησή της από τη γνωριμία της με Εκείνη, τη Γυναίκα από το Σπίτι των Ονείρων, που ποτέ δεν κατονομάζεται, παραμένει πάντοτε στη σφαίρα του μυθικού και του απροσπέλαστου. Εκείνη είναι η πρώτη γυναίκα που συντάραξε συθέμελα τον πόθο και την επιθυμία της, η πρώτη φορά που αισθάνθηκε πως, έστω με τα ακροδάχτυλά της, μπορεί να αγγίξει το απόλυτο και το ιδεατό. Ως «χοντρό κορίτσι», που διαχρονικά πάλευε με την αυτοεικόνα της, μη συνηθισμένη να αποκτά αυτό που θέλει στο ερωτικό τερέν, αυτή είναι η πρώτη φορά που η επιθυμία εναρμονίζεται με την ικανοποίησή της, που το αντικείμενο του πόθου είναι πλέον απτό, και για αυτό αισθάνεται ανέλπιστα τυχερή.

Καταγράφει τη σχέση από την αφετηρία της, τα πρώτα σκιρτήματα του πόθου και του έρωτα, το παθιασμένο σεξ, τα πρωινά στο κρεβάτι και τα σαββατοκύριακα εκτός πόλης, κάθε στιγμή που φαντάζει ειδυλλιακή, προϊόν ονείρου που αναπάντεχα λαμβάνει ύλη και πραγματοποιείται. Όμως, το όνειρο μετατρέπεται σε εφιάλτη, αρχικά αργά, ανεπαίσθητα, μη αντιληπτά: μια σκηνή ζηλοτυπίας, ένα χέρι που σφίγγει το μπράτσο της υπερβολικά δυνατά, καταπίεση και χειριστικότητα προς την επιθυμητή κατεύθυνση, είτε αυτή είναι η χρήση μαριχουάνας είτε μια πολυγαμική σχέση.

Όπως συμβαίνει σχεδόν σε κάθε κακοποιητική σχέση, ο θύτης απομακρύνει το θύμα από το οικείο, υποστηρικτικό του περιβάλλον, σε ένα σκηνικό απομακρυσμένο στο οποίο το παγιδεύει και το αιχμαλωτίζει, υλικά και συναισθηματικά. Τον ρόλο αυτόν θα υπηρετήσει το Σπίτι των Ονείρων, το σπίτι τους στο Μπλούμινγκτον της Ιντιάνα, τόπος αρχικά υποσχέσεων, ελευθερίας και ευτυχίας απατηλής, που σύντομα θα μετατραπεί σε μπουντρούμι, σπηλαιώδες και κλειστοφοβικό. Το Σπίτι των Ονείρων λαμβάνει σάρκα και οστά στο φαντασιακό της Machado, περιγράφεται ως τόπος παραμυθιού, όπου το τέρας φυλακίζει τη δεσποσύνη, σε έναν κύκλο ατέρμονο και λαβυρινθώδη.

Η Machado περιγράφει, ωμά, παραστατικά και μαρτυρικά, όλους τους μηχανισμούς ελέγχου και επιβολής εξουσίας που ο κακοποιητής χρησιμοποιεί, όλα τα συστατικά στοιχεία της ίδιας της κακοποίησης: η υπέρμετρη, παράλογη ζήλια, οι ανυπόστατες κατηγορίες, η κυκλοθυμία και οι ξαφνικές συναισθηματικές μεταπτώσεις, οι εκρήξεις θυμού, το gaslighting, η βία, ψυχολογική, συναισθηματική και σωματική. Το θύμα χάνει τη φωνή του, την εμπιστοσύνη στο ίδιο του το νοητικό, κάθε προσπάθεια να πείσει τον κακοποιητή για την αλήθεια των λεγομένων του καταλήγει μάταιη, ξεκινά να αφομοιώνει το ίδιο το αφήγημα του κακοποιητή. Προσπαθεί διαρκώς να στρογγυλέψει το βίωμά του, να λειάνει τις τραχιές του επιφάνειες, να δικαιολογήσει και να δώσει άφεση αμαρτιών, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να παραμείνει σε άρνηση – δεν είναι η ίδια θύμα, δεν είναι η σύντροφός της θύτης, οι δυο τους αγαπιούνται και η σχέση μπορεί να συνεχιστεί.

Τα απομνημονεύματα και το autofiction διαπλέκονται δεξιοτεχνικά με την κουήρ θεωρία, με τον μύθο και τα λαογραφικά στοιχεία: σαν τις πριγκίπισσες στους λαϊκούς θρύλους και τα παραμύθια, που είθισται να χάνουν τη φωνή, τη γλώσσα και το όνομά τους, έτσι και οι κακοποιημένες γυναίκες χάνουν την ταυτότητά τους, την αίσθηση του εαυτού και της ατομικότητας, εκουσίως καταδικάζονται σε μια σιωπή εκκωφαντική. Η Machado αναζητά τα παραμυθικά μοτίβα στην ίδια την ιστορία της, τα δομικά στοιχεία των θρύλων και της μυθολογίας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αισθανθεί μέρος ενός συνεκτικού συνόλου, κομμάτι ενός αφηγήματος διαχρονικού, λιγότερο μόνη εντός του πόνου του τραύματος.

Τα είδη υφαίνονται μαζί, διεισδύουν το ένα στο άλλο, σε ένα πολυσύνθετο αφηγηματικό συνεχές, η ιστορία ενηλικίωσης και το ρομάντζο δίνουν τη θέση τους στο λεσβιακό παλπ και εν τέλει στον γοτθικό τρόμο, όσο η Machado πειραματίζεται με τη φόρμα του κάθε είδους και προσδίδει στην ιστορία της ετερόκλητα, υφολογικά και ειδολογικά, χαρακτηριστικά ενόσω εκείνη, σαν ζων οργανισμός, εξελίσσεται. Με ασύλληπτη αφηγηματική επινοητικότητα, συνεχή στυλιστική ακροβασία, meta πειραματισμό και ποικίλες διακειμενικές αναφορές, η Machado συνθέτει το μωσαϊκό της ιστορίας της σταδιακά, αποσπασματικά, μέσα από κεφάλαια που η έκτασή τους είναι αντιστρόφως ανάλογη της ευρηματικότητάς τους – αποκορύφωμα «Το Σπίτι των Ονείρων ως gamebook», όπου ο τρόπος αντίδρασης στην κάθε πρόκληση και λεκτική υποτίμηση οδηγεί σε άλλη σελίδα, φαινομενικά σε διαφορετική εξέλιξη, όλες όμως, κυκλικά και σπειροειδώς, στην ίδια κατάληξη, στον ίδιο, κλειστοφοβικό λαβύρινθο, στην ίδια απόγνωση και απελπισία.

Ταυτόχρονα, η Machado γκρεμίζει συθέμελα την κουήρ ιδεαλιστική ουτοπία ως συνωνύμου του παραδείσου και της ευτυχίας, τόπου ξέχωρου και αποκομμένου από την υπόλοιπη κοινωνία και τις παθογένειές της, τις ενσωματώσεις των έμφυλων ρόλων, της βίας και της επιβολής εξουσίας. Υπερτονίζει την πολιτική σημασία της απονοηματοδότησης της κουήρ κοινόνητας ως ηθικά άμεμπτης και αγνής, την αποκαθήλωσή της από τον σταυρό των μαρτυρίων, του λιθοβολισμού και της περιθωριοποίησης, και την επανάκτηση της δυνατότητας των κουήρ ατόμων να αποτελούν όντα περίπλοκα, κινούμενα σε ηθικές γκρίζες ζώνες και επηρεασμένα από το ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό συγκείμενο, ακριβώς όπως και η κυρίαρχη, ετεροκανονική τάξη.

Ασχολείται με την ιστορία της κουήρ βίας και ενδοοικογενειακής κακοποίησης, για να καταδείξει την εγκληματική παράλειψή τους από την αρχειακή καταγραφή, τη συστηματική ατιμωρησία τους από την αστική νομική τάξη, την προσπάθεια ένταξης κάθε συμβάντος λεσβιακής κακοποίησης στο αφήγημα της στρέιτ κακοποίησης και των έμφυλων ρόλων της (η μπουτς λεσβία ως μάτσο, αρσενικός κακοποιητής, η φαμ λεσβία ως εύθραυστη, θηλυκή κακοποιημένη), αλλά και τις εν γένει ελλείψεις του νομικού πλαισίου προστασίας των θυμάτων κακοποίησης και τη συστημική εστίαση του ποινικά κολάσιμου αποκλειστικά στη σωματική βία και ουδόλως στην ψυχολογική/συναισθηματική. Πάνω απ’ όλα, μελετά την ιστορική καταγραφή της κουήρ κακοποίησης για να νιώσει λιγότερο μόνη, κοινωνός μιας εγκληματικά οικουμενικής εμπειρίας, να μοιραστεί το βίωμά της, μοναδικό μέσα στην επαναληπτικότητα και την κοινοτοπία του, με κάθε κουήρ γυναίκα, να τους φωνάξει, ηχηρά μα συνάμα τρυφερά, ότι ενδέχεται να τις πληγώσει κάποια ίδια με εκείνες, ένα μέλος της κοινότητάς τους, μια αδελφή και όμοιά τους – ακριβώς επειδή τα κουήρ άτομα δεν είναι είδος εξωγήινο και ιδεατό, αλλά άνθρωποι, με κομμάτια μελανά σαν πίσσα βαθιά εντός του πυρήνα τους, διαμορφωμένα και στιλβωμένα από την κυρίαρχη ιδεολογία όπως και αυτά των στρέιτ.

Η Machado ξεγυμνώνεται, αποκαλύπτει τις αμυχές και τις τομές της, με στόχο αφενός την προσωπική κάθαρση και εξαγνισμό, αφετέρου την προσθήκη της ιστορίας της, καίρια και επείγουσα, στο αρχείο της κουήρ κακοποίησης – ετυμολογικά στο σπίτι του άρχοντα, σπίτι των ονείρων μα και του δυνάστη της. Κουήρ θεωρία, πειραματισμός πάνω στο απομνημόνευμα, τα όρια και τις ατελεύτητες προεκτάσεις τους, ιστορία αγάπης και βάναυσο χρονικό κακοποίησης, σεμιναριακή επίδειξη λογοτεχνικής βιρτουοζιτέ, μα πάνω απ’ όλα, εκ βαθέων εξομολόγηση και προσπάθεια επούλωσης του τραύματος, προσωπικού και συλλογικού. Αν το χρειάζεσαι, τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα, διαμηνύει η Machado στις εναρκτήριες σελίδες, και έτσι ακριβώς συμβαίνει: για κάθε επιβιώσασα, καθεμιά από εμάς που έχει βρεθεί σε κακοποιητική σχέση, το Σπίτι των Ονείρων έρχεται να ξύσει ανεπούλωτες πληγές, να επαναφέρει συναισθήματα και βιώματα και να αναμοχλεύσει τη μνήμη, διαδικασία επίπονη και απαιτητική, όμως, εν τέλει, λυτρωτική και θεραπευτική. Αν το χρειάζεσαι, τότε αυτό το βιβλίο είναι για σένα.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Γεννήθηκε το 1994, μεγάλωσε ανάμεσα σε χαρτόδετα μυθιστορήματα και DVD από το συνοικιακό βιντεοκλάμπ – περί τα 10 κάθε Σαββατοκύριακο. Σπόυδασε Νομική, εξειδικεύθηκε στο Εργατικό Δίκαιο, αλλά η μεγάλη της αγάπη θα είναι πάντα ο Κιούμπρικ, ο Μπέργκμαν και ο Λυντς. Θα τη βρεις να αποπειράται ανέλπιδα να μειώσει τη λίστα με τα αδιάβαστά της.