Τα Final Fantasy δεν ήταν τα μόνα αλλά ήταν από τα πρώτα παιχνίδια που ένιωσα ότι εκμεταλλευόντουσαν πλήρως την «θεατρικότητα» που μπορεί να προσφέρει το μέσο. Όταν τα περισσότερα παιχνίδια που είχα παίξει μέχρι μία ηλικία είχαν ως κύριο σκοπό την μηχανική και την πράξη, ειδικά παιχνίδια από την Δύση (κάτι καθόλου παράλογο), η συγκεκριμένη σειρά επένδυε πάρα πολύ στο καλλιτεχνικό κομμάτι. Στην αφήγηση μίας ιστορίας, στους διαλόγους, στην αισθητική της εικόνας και την μουσική. Κάποιοι έχουν αναφερθεί στην σειρά χαρακτηρίζοντάς τη ως διαδραστικές ταινίες ή διαδραστικά βιβλία και όχι με κολακευτικό τρόπο.
Λίγα λόγια για την σειρά.
Δημιουργήθηκε το 1987 στην Ιαπωνία ανάμεσα σε πολλά άλλα βιντεοπαιχνίδια ρόλων και έχει μέχρι το 2018 15 βασικούς τίτλους. Με την επιτυχία του πρώτου παιχνιδιού η σειρά συνεχίστηκε δημιουργώντας ουσιαστικά ένα διαφορετικό έργο σε κάθε παιχνίδι, δεν επρόκειτο, δηλαδή, για κεφάλαια τις ίδιας ιστορίας όπως θα ήταν λογικό να υποθέσει κανείς.
Το 1997 από το 7o παιχνίδι εισάγονται ταινίες ψηφιακών κινουμένων σχεδίων τελευταίας τεχνολογίας στα κομβικά σημεία (σύνολο κατά μέσο όρο 45 λεπτών ανά παιχνίδι), κάτι που, άσχετα με την δημιουργία του παιχνιδιού, αποτελούσε τεράστιο εγχείρημα από μόνο του, άμα πάρουμε υπόψη μας ότι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία ψηφιακών κινουμένων σχεδίων είχε βγει μόλις 2 χρόνια νωρίτερα, το Toy Story της Pixar.
Επίσης βασικό συστατικό της σειράς είναι ότι πίσω από πολλά concept art από την αρχή του παιχνιδιού βρισκόταν ο πολυπράγμων καλλιτέχνης Yoshitaka Amano. Μπορεί κανείς να καταλάβει ότι επρόκειτο για εικόνες υψηλής αισθητικής με πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα που επηρέαζαν την αίσθηση των παιχνιδιών με ένα τρόπο που δεν είναι καθόλου συνηθισμένος στη Δύση.
Μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι η κεντρική ιδέα πίσω από κάθε Final Fantasy είναι η απλοϊκή μάχη του καλού και του κακού μέσα από μία ποικιλόμορφη ομάδα ηρώων σε έναν φανταστικό κόσμο . Στο πυρήνα δεν διαφέρει ιδιαίτερα από άλλα πολύ γνωστά geek concept, όπως το Star Wars, το όποιο όμως από την μεριά του βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην ταινία , The Hidden Fortress του Akira Kurosawa.
Παρόλα αυτά αυτό που πραγματικά κερδίζει τους θεατές στην σειρά δεν είναι ούτε οι επικές μάχες, ούτε το ίδιο το παιχνίδι αλλά η αυθεντικότητα των χαρακτήρων. Είναι οξύμωρο να σκεφτεί κάνεις πως ένα παιχνίδι με τον τίτλο Final Fantasy, εμπεριέχει τόσο ρεαλιστικούς χαρακτήρες, με τα λάθη τους, τα ελαττώματά τους ,τις σχέσεις τους με άλλους χαρακτήρες , το ήθος τους και την εξέλιξή τους, χαρακτήρες που ο θεατής πραγματικά μπορούσε να ταυτιστεί μαζί τους αλλά όχι ως προς την ηρωικότατα ή φυσικά στην ικανότητά τους να πολεμάνε τέρατα ή κακούς. Αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι ένα ανθυγιεινό alter ego σε μία άλλη πραγματικότητα αλλά βοηθάνε τον θεατή να έρθει σε άμεση επαφή και με κάτι πολύ σύνθετο μέσα τους.
Δεν λέω ότι η σειρά δεν εμπεριέχει και τα μπανάλ πρότυπα του φανταστικού (η ακόμα και την προσωπική μου νοσταλγία άλλων εποχών) και παρόλο που από το 1987 μέχρι το 2018 η σειρά έχει χάσει σίγουρα αρκετά την λάμψη της στα καινούργια παιχνίδια , η αρχική της πρόθεση να δημιουργηθεί κάτι που πραγματικά έχει καλλιτεχνική αξία στα βιντεοπαιχνίδια, της δίνει μία πολύ ιδιαίτερη θέση στο χώρο του μέσου.
Γιώργος Τσαρδανίδης