Ζώντας εντός μίας καπιταλιστικής κοινωνίας, που το οικονομικό όφελος το βάζουμε πάνω από όλα, είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός πως το Netflix αντί να παίξει πολλές φορές με ασφάλεια, παίρνει ρίσκα, και δίνει ευκαιρίες σε σκηνοθέτες, σεναριογράφους, ηθοποιούς και καλλιτέχνες να πειραματιστούν. Και φυσικά αυτός ο πειραματισμός δεν χρειάζεται να μένει εντός των ορίων της βιομηχανίας του θεάματος των ΗΠΑ, αλλά μπορεί να συμπεριλάβει παραγωγές και από άλλες χώρες. Μία από τις χώρες – παραγωγούς που τα τελευταία χρόνια έχουν αποδείξει ότι μπορούν να δημιουργήσουν σειρές υψηλής ποιότητας είναι η Γερμανία. Ο γερμανικός κινηματογράφος (μαζί με το γαλλικό) ήταν ανέκαθεν απ’ τα ισχυρότερα χαρτιά του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, αν και οι αμιγώς πολιτικές του ταινίες θυμίζουν ακόμα και σήμερα το ψυχροπολεμικό κλίμα του παρελθόντος. Πλέον πέρα απ’ τον γερμανικό κινηματογράφο μπορούμε να εντοπίσουμε ένα ραγδαία αναπτυσσόμενο τηλεοπτικό τοπίο στη Γερμανία, το οποίο έκανε το μεγάλο μπαμ με το Dark και αποδεικνύει πλέον και με το How to Sell Drugs Online (Fast) ότι έχει να μας προσφέρει κάτι διαφορετικό και εντυπωσιακό.
Το How To Sell Drugs Online (Fast) πρόκειται για μια σειρά που δεν έκανε ντόρο πριν την έλευσή της αλλά γρήγορα ξεχώρισε, χάρις και στον πιασάρικο τίτλο και τη θεματολογία που κινούν το ενδιαφέρον των θεατών. Βασισμένο σε αληθινά γεγονότα (όσο μπορούμε να πιστέψουμε μια τέτοια παραδοχή τέλος πάντων) που διαδραματίστηκαν το 2015 και με την πρώτη σεζόν να αποτελείται από μόνο 6 επεισόδια, περίπου 30 λεπτών το καθένα, καταφέρνει να μας προσφέρει την εισαγωγή μιας teen σειράς που θέλουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε.
Η πλοκή μιλάει για τον Moritz, έναν έφηβο κάτοικο μιας μικρής πόλης της Γερμανίας, που ζει με τον πατέρα του και την αδελφή του – η μητέρα του τους εγκατέλειψε – και αναμένει πως και πώς να γυρίσει η κοπέλα του, η Lisa, μετά από ένα χρόνο διαμονής στην Αμερική. Όταν όμως εκείνη επιστρέφει κάτι έχει αλλάξει μέσα της. Πριν καλά καλά καταλάβει ο Moritz τι συνέβει η Lisa του ζητάει να χωρίσουν, και εκείνος συντετριμμένος και χωρίς να θέλει να το πιστέψει προσπαθεί να την ξανακερδίσει. Και για να την εντυπωσιάσει καταλήγει να γίνει online βαρώνος ναρκωτικών φτιάχνοντας κάτι σαν startup με τον φίλο του Lenny.
Από τα πρώτα λεπτά, η σειρά εγκαθιδρύει τα στοιχεία αυτά που την ξεχωρίζουν, αρχής γινομένης σπάζοντας τον τέταρτο τοίχο, με τον Moritz να κάθεται μπροστά από μία κάμερα – απευθυνόμενος σε εμάς – και να αφηγείται την ιστορία… Όπως κάθε teen drama θα έχει το κλασσικό πρωταγωνιστικό δίδυμο, με τον βασικό πρωταγωνιστή να γουστάρει μία κοπέλα και εκεί να υπάρχει ένας τρίτος, πιο «παίδαρος», στη μίξη. Οικογενειακά προβλήματα, άντληση εφηβικών θεμάτων όπως η νυχτερινή ζωή, το σχολείο, οι πρώτες σοβαρές ερωτικές και σεξουαλικές στιγμές. Όλα είναι εκεί. Αλλά όλα αυτά μετατρέπονται σε κάτι πολύ πρωτότυπο με την μοντέρνα σκηνοθεσία που χρησιμοποιεί την τεχνολογία για να μας κερδίσει οπτικά, αλλά και με το θέμα των ναρκωτικών στο επίκεντρο.
Το How to Sell Drugs Online (Fast) καταφέρνει να κάνει μία πολύ επιτυχημένη μίξη πολλών στοιχείων που έχουν αγαπημένες μας σειρές -παλιές και νέες- και να προσφέρει ένα νέο πρωτότυπο αποτέλεσμα, με φρέσκιες ιδέες, δυνατό σενάριο και μοντέρνα σκηνοθεσία, που της δίνουν αυτοτελή αξία και έχουν όλα τα προσόντα να μας κάνουν να κολλήσουμε για πολλές σεζόν ακόμα. Πράγματι, απ’ την πρώτη στιγμή μας θυμίζει κάτι σαν ένα Breaking Bad της νέας γενιάς, το οποίο αντλεί στοιχεία νεανικού ερωτισμού από σειρές όπως το Sex Education, που τον συνδυάζει με τη νεανική αλητεία του The End of the F***ing World και όλα αυτά βάζοντας στο πρωταγωνιστικό δίδυμο δύο έφηβους nerds.
Όπως αναφέρθηκε η σειρά θέτει πολλά ερωτήματα που ταλανίζουν τη ζωή των σημερινών εφήβων. Βλέποντας τα μόλις 6 επεισόδια της σειράς, μέσα από το γρήγορο ρυθμό ανάπτυξής της θα βομβαρδιστούμε με πολλά και ετερόκλητα θέματα, από το ερώτημα της δημιουργίας του κόσμου και της αντίληψης των νέων περί επιβίωσης και “νεανικής επιχειρηματικότητας” μέχρι και τον κοινωνικό αποκλεισμό που οδηγεί ακόμα και στην αμφισβήτηση του νοήματος της ζωής. Τα όρια μεταξύ πραγματικής και διαδικτυακής ζωής είναι πολλές φορές δύσκολο να οριστούν κι αυτό σίγουρα κάτι θυμίζει σε κάθε νέο σήμερα.
Με λίγα λόγια το σενάριο της σειράς είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον και άρτια αποδοσμένο. Έχει έντονο ευρωπαϊκό στοιχείο, αλλά προσπαθεί να μιλήσει μια διεθνή γλώσσα, επικοινωνόντας άμεσα με πρότυπα νέων που μπορεί να βρει κανείς σε όλο το δυτικό μέρος αυτού του πλανήτη.
Το χτίσιμο των χαρακτήρων είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της σειράς, καθώς διακρίνεται η εστίαση των σεναριογράφων σε ένα ψυχογράφημα του καθενός, αντλώντας θέματα από την ποπ κουλτούρα αλλά και από την ψυχολογία της σημερινής νέας γενιάς. Τα πιο δυνατά τους κομμάτια είναι στον Lenny και στον Moritz, με τον πρώτο να του δίνουν το subplot πως δεν έχει πολύ μεγάλο προσδόκιμο ζωής και μία οικογενειακή κατάσταση που όσο και υγιείς αν είναι άλλο τόσο προβληματική αποδεικνύεται, ενώ στον δεύτερο έχουμε την συνεχή αναζήτηση για κάτι καλύτερο από αυτή τη πραγματικότητα, και η Λίζα να ήταν το μόνο πράγμα που τον έκανε πιο «ανθρώπινο». Κάπως έτσι δικαιολογείται και η δίψα τους – του δεύτερου ενθουσιώδης, του πρώτου πιο πολύ ως διευκόλυνση – για να συνεχίσουν την διακίνηση ναρκωτικών.
Παράλληλα όμως η σειρά εκδηλώνει και πλευρές που μπορούν να μας προβληματίσουν, όσο έξυπνα κι αν είναι αποδοσμένες. Ίσως το πιο ενοχλητικό στοιχείο της σειράς είναι η αποτύπωση αυτού του αρπακτικού, βαθιά αντικοινωνικού χαρακτήρα που μπορεί να λάβει η nerd κουλτούρα, όταν ιδεολογικά κυριαρχείται από τον παρασιτικό νεοφιλελευθερισμό.
Εδώ η nerd κουλτούρα, με κύριο ένοχο τον Moritz παρουσιάζεται ως ένας ρεβανσισμός εναντίον των “κανονικών” συμμαθητών τους, οι οποίοι βέβαια στο μέλλον θα δουλεύουν για αυτούς που τώρα τραμπουκίζουν, επαφίοντας όμως την κυριαρχία τους κάπου εκεί: στο μέλλον. Για το παρόν όχι μόνο δεν κάνουν καμία προσπάθεια κοινωνικής διασύνδεσης, παρόλο που τους δίνονται ευκαιρίες, αλλά προβαίνουν, κατ’εξακολούθηση σε προβληματικές συμπεριφορές, όπως η εισβολή στην ιδιωτικότητα, ο σεξισμός, και, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο τίτλος, στο εμπόριο ναρκωτικών.
Παίρνοντας σαν πρότυπο και παρηγοριά φιγούρες πετυχημένων nerd επιχειρηματιών όπως του Steve Jobs (που δεν δίσταζε να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες και να κλέβει τις δουλειές συνεργατών του ή ακόμα και το κράτος) η σειρά βάζει στην καρδιά της τα χειρότερα παραδείγματα, θέλοντας να δώσει ως δικαιολογία για ενέργειες όπως το εμπόριο ναρκωτικών την κοινωνική άνοδο μέσα από τη “νεανική επιχειρηματικότητα“, τις start-ups και τις νέες τεχνολογίες. Βέβαια όπως σε κάθε τέτοια περίπτωση η άνοδος καταλήγει σε ανθρωποφαγία, κάτι με το οποίο οι πρωταγωνιστές είναι κυνικά εξοικειωμένοι, ακολουθώντας το μοτίβο της ελεύθερης αγοράς και της απόλυτης προσωπικής ευθύνης.
Το πρωτοεμφανιζόμενο πρωταγωνιστικό δίδυμο, ο Maximilian Mundt και ο Danilo Kamperidis, δίνουν την απαραίτητη δόση nerd-ίλας στους χαρακτήρες τους και πετυχαίνουν να μας βυθίσουν στον συναισθηματικό κόσμο των χαρακτήρων τους και στις ψυχολογικές διακυμάνσεις μεταξύ κοινωνικού αποκλεισμού, ερωτικών απορρίψεων και οικονομικών επιτυχιών. Η Anna Lena Klenke (The Silence, Babylon Berlin) ως Lisa σε αυτή τη σεζόν δεν έχει και πολλά να κάνει, δίνοντας για μία αρκετά «ξύλινη» ερμηνεία παρά τη γοητευτική της παρουσία, αλλά γι’ αυτό μάλλον δεν ευθύνεται τόσο η ίδια, όσο το υλικό που της έδωσαν οι σεναριογράφοι. Ο Damian Hardung ως το πλουσιόπαιδο και ο νταής του σχολείου, Dan, κάνοντας επίσης το καλλιτεχνικό του ντεμπούτο στη μικρή οθόνη, ανταποκρίνεται μιά χαρά στο ρόλο του. Φυσικά, από πλευράς ερμηνειών την παράσταση κλέβει εύκολα ο πολύ πιο έμπειρος Bjarne Mädel (Stromberg, Bella Block) ο οποίος ως ντίλερ ναρκωτικών κατάφερε να αποδώσει την απαραίτητη τρέλα στον ρόλο του, κάνοντάς τον χαρακτήρα του να αστράφτει σε κάθε σκηνή που εμφανιζόταν.
Η μοντέρνα σκηνοθεσία είναι το μεγαλύτερο ατού της σειράς, όπου με έντονο φωτισμό και χρωματικές παλέτες – προς το γκρι και το μωβ κυρίως – ευχαριστούν γρήγορα το βλέμμα του θεατή, ο οποίος πείθεται γρήγορα σε ένα -δυστυχώς- ολιγόωρο binge-watching. Επιπλέον το μοντάζ σε πολλές φάσεις είναι διαμορφωμένο έτσι ώστε να εντάσσει τον θεατή στην ταχύτητα του μυαλού ενός εφήβου. Οι όμορφα στημένες σκηνές επεξήγησης του διαδικτύου είναι άρτια τοποθετημένες ώστε να λειτουργούν ως ένα χαλαρωτικό και διασκεδαστικό διάλειμμα του θεατή απ’ την γρήγορη εξέλιξη της πλοκής.
Συνολικά, ο πρώτος κύκλος της σειράς How To Sell Drugs Online (Fast) είναι ένα διαμάντι στην βιβλιοθήκη του Netflix, το οποίο δεν ήρθε με τυμπανοκρουσίες αλλά είναι εύκολη η πρόβλεψη ότι θα ανεβάσει θεαματικά γρήγορα το κοινό του. Έτσι λοιπόν βλέποντάς το λίγες ημέρες μετά την πρώτη του προβολή στην πλατφόρμα, είμαστε σε αυτή την περίεργη θέση όπου έχουμε ενθουσιαστεί με το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αλλά έχουμε μείνει να περιμένουμε το κυρίως πιάτο, αφού η σύντομη πρώτη σεζόν μπορεί να κατανοηθεί μόνο σαν μια εισαγωγή για τα επόμενα επεισόδια μιας σειράς που ερωτευτήκαμε με την πρώτη ματιά.