Ο Όμηρος Μακόλι είναι ένα 14χρονο αγόρι που μεγαλώνει τη δεκαετία του ’40 στην κωμόπολη Ίθακα της Καλιφόρνια, μαζί με τη μητέρα του, τη μεγαλύτερη αδερφή του, Μπες, και τον 4χρονο αδερφό του, Οδυσσέα. Το βάρος της φροντίδας και οικονομικής υποστήριξης της οικογένειάς του έχει πέσει στον ίδιο, καθώς ο πατέρας του έχει πεθάνει και ο μεγαλύτερος αδερφός του, Μάρκους, υπηρετεί στον στρατό, στο μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Όμηρος πιάνει δουλειά τα απογεύματα ως διανομέας τηλεγραφημάτων, επιφορτισμένος με το καθήκον να μεταφέρει τα νέα των στρατιωτών στις οικογένειές τους, καθήκον ενίοτε αβάσταχτο, ιδίως όταν πρόκειται για ειδήσεις χαμού.
Ο πολυγραφότατος, βραβευμένος με Πούλιτζερ, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας, William Saroyan, παιδί Αρμένιων μεταναστών στην Αμερική, έγραψε το 1943 το, κατά πολλούς, αριστούργημά του, «Η ανθρώπινη κωμωδία», βασισμένο στις δικές του παιδικές και νεανικές εμπειρίες, καθώς και ο ίδιος μεγάλωσε χωρίς πατέρα στο Φρέσνο της Καλιφόρνια. Η ομώνυμη ταινία μάλιστα, το σενάριο της οποίας κατόπιν μυθιστοριογράφησε, βραβεύθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ιστορίας το 1944. Το αμετάφραστο στα ελληνικά έως τώρα έργο του κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg στη σειρά Aldina τους και σε μετάφραση Νίκου Μάντη.
Σε αυτό το σύντομο σε έκταση μυθιστόρημα, δομημένο σε ολιγοσέλιδα κεφάλαια, οSaroyan παίρνει ένα λογοτεχνικό δάνειο από τον Όμηρο και την «Οδύσσειά» του, για να αφηγηθεί τις ιστορίες όσων έμειναν πίσω στην Αμερική της δεκαετίας του ’40 και της ανείπωτης φρίκης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Με αφηγηματική σκοπιά αυτήν του 14χρονου Όμηρου, με λόγο απλό, άμεσο και κυρίως διαλογικό, χωρίς χρήση πολλών αφηγηματικών μέσων, ο Saroyan γράφει μια άλλη «Οδύσσεια», αυτήν τη φορά όχι από την πλευρά του πολεμιστή που απέλπιδα μάχεται να επιστρέψει στην Ιθάκη του, αλλά από την πλευρά των κατοίκων της ίδιας της Ιθάκης, των μανάδων, των αδερφών και των συζύγων, που αναμένουν εναγωνίως μια επιστροφή.
Ο Όμηρος ζει και μεγαλώνει στην Ίθακα της Καλιφόρνια, με τον πόλεμο να καθορίζει το περιβάλλον και τις προσλαμβάνουσές του, και σαν άλλος Ερμής, δυσοίωνος αγγελιοφόρος του θανάτου, μοιράζει τα κακά μαντάτα σε οικογένειες και μητέρες, προσπαθώντας να διατηρήσει την παιδικότητα και την αθωότητά του σε έναν κόσμο βάναυσο, σκληρό, φτιαγμένο αποκλειστικά για ενήλικες. «Η ανθρώπινη κωμωδία» είναι ένα bildungsroman, μια ιστορία ενηλικίωσης, που εξερευνά θεματικές όπως η έμφυτη εφηβική αντιδραστικότητα προς το εκπαιδευτικό σύστημα και η ροπή προς την αμφισβήτηση, η ανταγωνιστικότητα με τα συνομήλικα αγόρια αλλά και οι ταξικές προεκτάσεις του ανταγωνισμού αυτού, η πρώτη εκδήλωση ερωτικού ενδιαφέροντος του έφηβου αγοριού για την «Ωραία Ελένη» του και οι μυθικές διαστάσεις που αυτή προσλαμβάνει στο μυαλό του. Όλα αυτά, όμως, με τον ζόφο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο φόντο, μια νέα κανονικότητα που εξωθεί τα παιδιά και τους εφήβους σε μια απότομη ενηλικίωση.
Το σύμπαν του Saroyan και της Ίθακα του είναι διττό: από τη μία, μια χώρα βουτηγμένη στη θλίψη, τον πόνο και τον παραλογισμό, όπου οι άντρες που έχουν μείνει πίσω μεθοκοπούν καθημερινά για να λησμονήσουν τη φρικωδία, οι μητέρες σπαράζουν και αρνούνται να πιστέψουν ότι έχουν χάσει τους γιούς τους, ενώ τα παιδιά στέκουν αμίλητα, φοβισμένα, ανίκανα να κατανοήσουν το μέγεθος της βίας και της αδικίας. Από την άλλη, όμως, η ματιά του συγγραφέα στην Αμερική της δεκαετίας του ’40 είναι γλυκόπικρη και βαθιά οπτιμιστική, μια εξύμνηση της οικογενειακής ζωής και της έννοιας της σφιχτοδεμένης κοινότητας, διαποτισμένη τόσο από χιούμορ και τρυφερότητα – χαρακτηριστικό παράδειγμα τα συνεχή ανδραγαθήματα του φιλοπερίεργου, μικρού Οδυσσέα – όσο και από την τραγωδία που περιβάλλει τους χαρακτήρες πανταχόθεν.
Η Ίθακα του Saroyan αποτελεί μια όαση ηθικής μέσα στον παραλογισμό του πολέμου, μια ηθική πυξίδα και έναν φάρο των αξιών της εντιμότητας, της ειλικρίνειας, του θάρρους και του αλτρουισμού, παρότι θα μπορούσε να επικριθεί για τη ροπή της προς τον ανεδαφικό ιδεαλισμό και τη μη ρεαλιστικότητα. Στην Ίθακα, οι ληστές μετανοούν, συναντώντας τη συγχώρεση και την κατανόηση του θύματός τους, οι παιδικές σκανταλιές αντιμετωπίζονται πάντα με ιλαρότητα και επιείκεια, η αδικία και οι ταξικές διακρίσεις δεν γίνονται ανεκτές. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί μια Αμερική πολυπολιτισμική, με ανθρώπους όλων των φυλών και εθνικοτήτων, που μοιράζονται όμως αμοιβαίο σεβασμό και πίστη στο – ψευδεπίγραφο – αμερικανικό ιδεώδες. Μέσα από την ιστορία του κυρίου Άρα, του στωικού και υπομονετικού Αρμένιου ιδιοκτήτη του τοπικού μπακάλικου που προσπαθεί συνεχώς να ικανοποιήσει το ακόρεστο παιδί του, ο Saroyan μιλά για τις οικογένειες μεταναστών στην Αμερική σαν και τη δική του, για το δέος και την απληστία απέναντι στην υλική υπερσυσσώρευση του καπιταλισμού και του αμερικανικού ονείρου.
Συχνά βέβαια η γραφή του καταλήγει να είναι υπερβολικά απλοϊκή, η εξέλιξη της πλοκής εσπευσμένη και τα μηνύματα του συγγραφέα σχηματικά δοσμένα. Το βιβλίο ενίοτε μοιάζει να μην έχει σαφή αφηγηματική κατεύθυνση και να επαναλαμβάνεται, παραμένοντας σίγουρα εκτός της σφαίρας του κλασικού αριστουργήματος.
Εντούτοις, αυτό που έχει δημιουργήσει ο Saroyan με την «Ανθρώπινη κωμωδία» του είναι μια ωδή στον νόστο, νόστο για την πατρίδα, το σπίτι, την οικογένεια, για μια ζωή πιο αγνή, αθώα και ανέμελη, όπου οι άνθρωποι χαμογελούν και φροντίζουν ο ένας τον άλλον, όπου η αίσθηση της κοινότητας είναι ισχυρή, για μια εποχή μακριά από το απειλητικό, διαβρωτικό σύννεφο του πολέμου. Η ιδεατή αυτή Αμερική, της ευθυμίας, των τραγουδιών και του χορού, της συμπόνιας και της αλληλεγγύης, της δίψας για ζωή, βρίσκεται σε αντίστιξη με τα «τηλεγραφήματα θανάτου» που αναγκάζεται να μοιράσει ο Όμηρος. Μέσα από τον μικρόκοσμο του τηλεγραφείου, καθρεφτίζεται ολόκληρη η εμπόλεμη Αμερική: μηνύματα χαράς, επανένωσης και ελπίδας, γιών που καθησυχάζουν τις μητέρες τους ή που υπενθυμίζουν τον έρωτά τους στις αρραβωνιαστικιές τους, ακολουθούνται από μαντάτα ολέθρου, πόνου και απώλειας, ικανά να κατακρημνίσουν ολάκερες οικογένειες και την επίπλαστη ευτυχία τους μέσα σε δευτερόλεπτα.
Και εν τέλει, παρά τις λογοτεχνικές ατέλειές της, αυτή ακριβώς η τρυφερότητα, η ζεστασιά και η αισιοδοξία είναι που καθιστούν την «Ανθρώπινη κωμωδία» ένα χαμηλόφωνο, διακριτικό, μικρό αντιπολεμικό διαμάντι.