Μια απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές φαντασίας είναι οι δυστοπίες. Όπως μια ουτοπία δίνει την ευκαιρία στο δημιουργό της να ξεδιπλώσει το όραμα του και τις ιδέες του για το πώς θα πρέπει να λειτουργεί η κοινωνία, φτιάχνοντας την εκ θεμελίων πάνω σε ένα νοητό λευκό πίνακα, έτσι αντίστοιχα και οι δυστοπίες επιτρέπουν στο δημιουργό τους να ασκήσει κριτική στις κοινωνίες και τα πολιτικά συστήματα της εποχής του. Δεν είναι λίγες μάλιστα οι φορές που συγγραφείς δυστοπιών έχουν δει να επιβεβαιώνονται οι πιο σκοτεινές σκέψεις τους λίγα χρόνια αργότερα. Γι’ αυτό συχνά οι δυστοπίες αντιμετωπίζονται και ως προειδοποιήσεις προς την κοινωνία για τα ακραία όρια ιδεολογιών που γεννιούνται ή τείνουν να επικρατήσουν σε μια εποχή.
Η πιο πολυδιαβασμένη και πολυσυζητημένη λογοτεχνική δυστοπία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι το 1984 του George Orwell. Πραγματικά πρόκειται για ένα έργο που απ’ την πρώτη στιγμή βυθίζει τον αναγνώστη στην ασφυκτική πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει, ο οποίος απ’ την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα διαβάζει με ένα κόμπο στο λαιμό, αφού αναγκαστικά κάνει συνειρμούς με το παρόν αλλά και το δυσοίωνο μέλλον. Βέβαια από την άλλη το 1984 είναι και ένα λογοτεχνικό έργο το οποίο χωρεί πολλαπλές αναγνώσεις. Για παράδειγμα η προσωπική μου οπτική σε αυτή την κραυγή αγωνίας του Orwell είναι ότι ήθελε να μας προειδοποιήσει για τα ακραία όρια που παίρνουν τα εκμεταλλευτικά συστήματα της ανθρωπότητας (και ιδιαίτερα ο καπιταλισμός), όταν γίνονται παντοδύναμα. Η κυριαρχία του καπιταλισμού και η τάση ολοκληρωτισμού του πιστεύω ότι είναι καμπανάκι για το κοντινό μας 1984. Βέβαια υπάρχει και μια άλλη οπτική του έργου, η οποία ξεκινά απ’ την αποδεδειγμένη θέληση του Orwell να ασκήσει κριτική στο σταλινικό καθεστώς της εποχής του, αλλά γενικεύει αυτή την κριτική ισχυριζόμενη ότι το 1984 είναι η δυστοπία που θα δημιουργούνταν αν επικρατούσε ο σοσιαλισμός. Υπό αυτό το φως το 1984 έγινε ένα πολύ δημοφιλές έργο την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Το ποια ερμηνεία έχει δίκιο μάλλον δεν έχει τόση σημασία, αφού μάλλον σημαντικότερο είναι ότι μέχρι και σήμερα το 1984 αποτελεί μια δυνατή προειδοποίηση του Orwell για το παρόν και το μέλλον μας, που οξύνει την κριτική σκέψη του αναγνώστη και του θέτει ερωτήματα για την κοινωνία που ζει, αλλά και για την κοινωνία που θα ήθελε ιδανικά να ζήσει.
Για μια συνολικότερη ματιά στη δυστοπική λογοτεχνία έχει ενδιαφέρον το παρακάτω άρθρο:
Μετά από αυτή την μεγάλη παρένθεση για το 1984 (η οποία δεν είναι και τόσο άσχετη) ας προσπαθήσουμε να δέσουμε αυτές τις σκέψεις με τη Νέα Ουτοπία του Jerome K. Jerome, η οποία μεταφράστηκε πρόσφατα απ’ τον Γιώργο Λαμπράκο και τις εκδόσεις Nightread. Μάλιστα δεν πρόκειται για την πρώτη φορά που μεταφράζεται αυτό το έργο στα ελληνικά, αφού είχε μεταφραστεί ξανά το μακρινό 1893 (δύο χρόνια μετά την έκδοση του πρωτότυπου) από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Όπως καταλαβαίνουμε απ’ αυτά τα πρώτα στοιχεία του έργου η Νέα Ουτοπία γράφτηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, δηλαδή αρκετά χρόνια πριν την διάδοση της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής ιδεολογίας σε ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη που συγκρότησε τη Σοβιετική Ένωση και τις Λαϊκές Δημοκρατίες. Αυτό έχει σημασία γιατί το έργο του Jerome έχει σαν στόχο την κριτική στη σοσιαλιστική ιδεολογία της εποχής του, η οποία όμως θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την χρονική περίοδο που γράφεται το έργο βρίσκεται ακόμα στα πολύ πρώτα της βήματα, τουλάχιστον στο επίπεδο της κοινωνικής της ενσάρκωσης.
Ο Jerome μέσα από μια σατιρική νουβέλα θέτει στο στόχαστρό του την ιδέα της Ισότητας, φτάνοντας στα ακραία όριά της τη σοσιαλιστική ιδεολογία, τουλάχιστον έτσι όπως την γνώριζε και την κατανοούσε. Μάλιστα στην αρχή του βιβλίου συναντάμε τον πρωταγωνιστή της ιστορίας να δειπνεί με φίλους του σε μια Λέσχη Σοσιαλιστών της εποχής του, οι οποίοι του ανέπτυσσαν τις θεωρίες τους παράλληλα με ένα εκλεκτό δείπνο. Ο μεταφραστής στο επίμετρό του θα χαρακτηρίσει αυτό το σκηνικό ως «σοσιαλιστές της σαμπάνιας» και «Αριστερά του χαβιαριού». Με μαρξιστικούς όρους θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε τις ιδέες τις οποίες σατιρίζει ο Jerome, ως ιδέες του «ουτοπικού σοσιαλισμού». Σίγουρα πάντως πρόκειται για ιδέες που υπάρχουν ακόμα μόνο στο επίπεδο της θεωρίας και δεν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη (με εξαίρεση τη μικρή -αλλά τεράστιας σημασίας- παρένθεση των 100 ημερών της Παρισινής Κομμούνας), αφού συζητιούνται δεκαετίες πριν απ’ το 1917.
Όμως, το κείμενο του Jerome δεν μοιάζει σήμερα άκαιρο τόσο λόγω της κριτικής του σε πολύ πρώιμες σοσιαλιστικές ιδέες. Είναι αμέτρητα εξάλλου τα έργα της λογοτεχνίας τα οποία διατηρούν τα διαχρονικά τους μηνύματα αιώνες ολόκληρους μετά τη συγγραφή τους. Μοιάζει όμως άκαιρο λόγω του κεντρικού του θέματος του, που είναι η κριτική στην ιδέα της Ισότητας, τουλάχιστον έτσι όπως ο Jerome κατανοούσε ότι την εννοούσαν οι σοσιαλιστές συνδαιτημόνες του. Σε αυτή την κριτική οδηγούμαστε μέσα απ’ τη δυστοπία που κατασκευάζει ή αλλιώς τη «Νέα Ουτοπία» του, η οποία είναι μια μελλοντική κοινωνία στην οποία ξυπνά ο πρωταγωνιστής του έργου, αφού έχει βυθιστεί στις ιδέες των σοσιαλιστών φίλων του και μετά από το φαγοπότι τους τον έχει πάρει ο ύπνος. Σε αυτή την κοινωνία θα έρθει αντιμέτωπος με μια ακραία εξισωτική κοινωνία, στην οποία προκειμένου να αρθεί κάθε ανισότητα οι άνθρωποι έχουν αποβάλλει κάθε έννοια ατομικότητας και ιδιωτική ζωής και ως εκ τούτου κάθε έννοια προσωπικής ευχαρίστησης.
Γιατί όμως να μοιάζει σήμερα απαρχαιωμένη μια προειδοποίηση για τα ακραία όρια της εφαρμογής της ιδέας της Ισότητας; Μα είναι προφανές. Γιατί ζούμε στην εποχή της πιο σκληρής επέλασης του καπιταλισμού, η κρίση του οποίου έχει δημιουργήσει διεθνώς τεράστιες ανισότητες. Και όσο περνούν τα χρόνια οι ανισότητες οξύνονται, κάνοντας τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους και τους φτωχούς ακόμα φτωχότερους. Οπότε μια προειδοποίηση για τα ακραία όρια της Ισότητας ίσως μοιάζει πολυτέλεια σήμερα.
Βέβαια, από την άλλη δεν σημαίνει ότι το έργο του Jerome στερείται σημασίας. Κι εδώ κολλάει η εισαγωγή για το 1984. Όπως και το έργο του Orwell μπορεί να είναι αντικείμενο διαφορετικών οπτικών και ερμηνειών, το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τη μικρή αυτή νουβέλα του Jerome. Είναι προφανές βέβαια σε αυτή την περίπτωση ότι ο Jerome έβαλε στο στόχαστρο του τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Και μάλιστα -χαριν της σατιρικής του διάθεσης- την παρερμήνευσε έντονα, προκειμένου να ταιριάζει με την εξισωτική δυστοπία του. Όμως ακόμα και έτσι μπορούν να μας χρησιμεύσουν οι φόβοι του Jerome ως προειδοποιήσεις για τα σύγχρονα οράματά μας για μια νέα κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και ανισότητες.
Σίγουρα κανείς δεν ονειρεύεται μια κοινωνία «Ισότητας» υπό την έννοια της Νέας Ουτοπίας του Jerome. Γι’ αυτό και είναι στην πραγματικότητα μια δυστοπία. Όμως ακόμα πιο σίγουρο ότι η ζωή στη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία των ακραίων ανισοτήτων είναι ακόμα πιο ανυπόφορη. Η πραγματική Ισότητα και χειραφέτηση της ανθρωπότητας δεν θα έρθει όταν γίνουμε όλοι νούμερα, φοράμε ίδια ρούχα και δεν μπορεί να ξεχωρίζει ο ένας απ’ τον άλλο (αυτό μάλλον θυμίζει τα φασιστικά καθεστώτα του 20ου αιώνα). Αντιθέτως σε μια πραγματικά απελευθερωμένη κοινωνία, όπως λέει ο Μαρξ, οι άνθρωποι θα πάψουν να ζουν με βάση τις δυνατότητες τους, αλλά θα ζουν με βάση τις ανάγκες τους. Και δεν θα αποβάλλουν την προσωπική τους ευχαρίστηση και τα ενδιαφέροντά τους για να υπηρετούν κάποιο παντοδύναμο Κράτος (όπως το παρουσιάζει ο Jerome), αφού σε μια τέτοια κοινωνία, πάλι κατά τους Μαρξ και Ένγκελς, κανένας πια δεν θα έχει «αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, αλλά καθένας θα μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιονδήποτε κλάδο θέλει [και] η κοινωνία θα ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και έτσι θα κάνει δυνατό για μένα να κάνω ένα πράγμα σήμερα κι άλλο αύριο, να κυνηγώ το πρωί, να ψαρεύω το απόγευμα, να φροντίζω τα ζώα το βράδυ, να κάνω κριτική μετά το δείπνο, όπως ακριβώς μου αρέσει, χωρίς ποτέ να γίνομαι κυνηγός, ψαράς, βοσκός ή κριτικός».