To πολυναμενόμενο Ιron Fist, η τελευταία solo superhero σειρά της σύμπραξης Marvel-Netflix πριν την συνάντηση όλων των χαρακτήρων στο Defenders, είναι γεγονός. Ωστόσο, το αρχικό μούδιασμα και περιέργεια που προκάλεσαν τα trailer, μετριάστηκε από την έντονη αντίδραση που συνάντησε η σειρά για το whitewashing των χαρακτήρων (παρά το γεγονός οτι ήταν πιστή στο original υλικό) και τελικά, για το μέτριο αποτέλεσμα. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως το Iron Fist δεν ήταν απλά μια τρομερά αδύναμη σειρά, αλλά πως ήταν ίσως ένα μεγάλο πισωγύρισμα για το επίπεδο της παραγωγής του Netflix, το οποίο μας έχει συνηθίσει σε μακράν πιο εντυπωσιακές και καλλιτεχνικές παραγωγές.
Ενα μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση θα πρέπει να αποδοθεί στους δημιουργούς του Iron Fist, Roy Thomas και Gil Kane, το μακρινό 1974. Ήταν η περίοδος όπου οι ταινίες με kung- fu ήταν σε έξαρση και η εικόνα του Bruce Lee κοσμούσε σχεδόν τα πάντα. Ετσι, παίρνοντας θάρρος από την πετυχημένη μεταφορά του Connan σε comic περιβάλλον λίγο νωρίτερα, αποφάσισαν να δημιουργούν έναν χαρακτήρα με ένα ασαφές, catch-all backround, ο οποίος όμως θα είχε απήχηση στο κοινό που διάβαζε comic εκείνη την περίοδο, που κατά μεγάλο ποσοστό ήταν λευκοί έφηβοι. Έτσι λοιπόν ξεκίνησε η πορεία του δισεκαττομυριούχου Danny Rand, η οποία δεν ήταν και η καλύτερη. Το solo run του δεν είχε τις αναμενόμενες πωλήσεις, οι ιστορίες του ήταν γεμάτες κλισέ, αοριστίες και, in retrospect,αρνητικά στερεότυπα για ολόκληρες κοινότητες ασιατών μεταναστών που ζούσαν στις ΗΠΑ. Αξίζει να σημειωθεί πως αντίστοιχη αρνητική πορεία είχε και ο μετέπειτα κολλητός του Danny Rand, o Luke- Power Man- Cage και αυτός ήταν και ο λόγος που σχηματίστηκαν οι Heroes for Hire, σε μια πρωτόλεια απόπειρα damage control από την Marvel, η οποία οδήγησε σε ενδιαφέροντα πράγματα, αλλά πολύ αργότερα.
Εν έτει λοιπόν 2017, τι έχει να πει ο Danny Rand σε ένα κοινό που δεν πετάει και την σκούφια του για το επίπλαστο, νερωμένο kung-fu του Hollywood; Η αλήθεια είναι, πολύ λίγα, ειδικά όταν η αδύνατη φιγούρα του έρχεται στο προσκήνιο και δεν μένει σε βοηθητικό ρόλο όπου θα μπορούσε να χαλαρώσει και να αποκτήσει έναν χαρακτήρα πιο κοντά σε αυτόν που έχει στα comic και ελπίζουμε να δούμε στο Defenders. O Danny Rand του Netflix είναι μια οριακά ανώριμη και παιδιάστικη μορφή, με ακραίες μεταβολές διάθεσης. Περνάει από την ατσάλινη αυτοπεποίθηση του Immortal Weapon στην χαλαρότητα ενός δισεκατομυριούχου και από εκεί στο ακραίο συναισθηματικό ξέσπασμα για τον χαμό των γονιών του. Όχι μόνο δεν περνάει από καμία διαδικασία ωρίμανσης , αλλά αντίθετα αποδομείται όλο και περισσότερο όσο προχωράει η σειρά. Πράγματι, ο μόνος χαρακτήρα που φάνηκε να εξελίσσεται, πριν απορροφηθεί και αυτή από την παιδιάστικη αφέλεια της σειράς, είναι η Collen Wing.
Οι δύο πυλώνες που στηρίζεται η σειρά είναι εξίσου ασταθείς. Από την μία υπάρχει η απόπειρα θεμελιώσης μιας εταιρική ηθική, ένας καπιταλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο το οποίο ο Danny Rand, ο οποίος διακρίνεται πως θέλει να κάνει την πολυεθνική εταιρεία του μια δύναμη για το καλό, προσπαθεί, χωρίς μεγάλη επιτυχία ή ενδιαφέρον, να εφαρμόσει.Ενα μεγάλο μέρος της σειράς καταπιάνεται με αυτό το θέμα, το οποίο όμως ποτέ δεν ολοκληρώνεται ή εξερευνάται. Σε αντίθεση με τις αμφιβολίες για το πνεύμα και το γράμμα του αστικού νόμου που εξέφρασε ο Daredevil, την απεικόνιση της κουλτούρας του βιασμού που μας έδειξει εξαιρετικά η Jessica Jones ή ακόμα και το πνεύμα της κοινότητας που έθεσε ο Luke Cage, Ο Iron Fist αρκέστηκε στο να παίζει για λίγο τον καλό επιχειρηματία χωρίς κανένα άλλο ενδιαφέρον για να βοηθήσει ή να καταλάβει τον άνθρωπο γύρω του.
Ο άλλος πυλώνας είναι ο ασαφής χαρακτήρας της άπω ανατολής, κάτι που βρίσκεται στο DNA του Iron Fist σαν χαρακτήρα. Aυτό θα μπορούσε να μεταφραστεί σε κάτι θετικό πολύ δύσκολα, καθώς κουβαλά μεγάλο μέρος της προκατάληψης και της εμπορευματοποίησης που υπήρχε και υπάρχει από την δεκαετία του 1970 και πιο πίσω. Ωστόσο, και σε αυτό το κομμάτι το Iron Fist δεν ήθελε (και από ότι φάνηκε, δεν μπορούσε) να κάνει την υπέρβαση και έτσι απλά αρκέστηκε σε κάποιες γενικές ατάκες περί βουδισμού και ζεν καθώς και κάποιες πρόχειρες χορογραφίες μάχης.
Γενικότερα η προχειρότητα ήταν κάτι που διέκρινες σε όλη την σειρά. Όταν οι ίδιοι οι συντελεστές παραδέχονται πως οι σκηνές μάχης δουλεύονταν περίπου 10 λεπτά πριν το γύρισμα, καταλαβαίνει κανείς πως οι προσδοκίες ήταν εξαρχής πολύ χαμηλές.Εκτός από αυτό, η σειρά σκηνοθετικά αποκήρυξε κάθε διάθεση για μια καλλιτεχνική προσέγγιση, καθιστώντας της σίγουρα την πιο βαρετή οπτικά σειρά της Marvel, ακόμα και σε σύγκριση με το Agents Of Shield, μια σειρά εντελώς διαφορετικού ύφους και δυνατοτήτων. Μουντά, στρωμένα πλάνα που μοιάζουν σαν να μην ήταν κανείς πίσω από την κάμερα όσο αυτή τράβαγε.
Παρόλα αυτά, το χειρότερο ίσως κομμάτι του Iron Fist είναι το σενάριο και πως αυτό καταφέρε και κατέστρεψε σχεδόν ακόμα και χαρακτήρες που γνωρίσαμε σε άλλες σειρές, όπως το Hand. O δημιουργός της σειράς Scott Buck ( Dexter, Tremors, Six Feet Under) φάνηκε αμήχανος στο να χειριστεί τα θέματα που προσέφερε ο Iron Fist, ακόμα και σε πρωτόλεια μορφή και έτσι απλά φρόντισε να θάψει την σειρά κάτω από έναν κυκεώνα subplots που δεν δημιουργούσαν καμία ένταση ή ενδιαφέρον, κακογραμμένων χαρακτήρων, όπως η οικογένεια Meachum , τα μέλης της οποίας ανταγωνίζονται για το βραβείο του κουραστικού χαρακτήρα. Είναι εκπληκτικό πως κάθε πλευρά της σειράς, ακόμα και κάποιες που φάνηκαν σαν καλές ιδέες στην αρχή απλά ξεστράτισαν σε τέτοιο βαθμό.
Μεγαλύτερες απώλειες υπάρχουν και στο πεδίο των ερμηνειών. Η επιλογή του Finn Jones (Game of Thrones) έδωσε στην σειρά ένα μεγάλο βάρος με την κατηγορία για whitewhasing, ενώ το τελικό αποτέλεσμα δεν δικαίωσε το casting για λόγους που δεν άπτονται μόνο στον ηθοποιό. Ωστόσο η αστάθεια του και η αδυναμία του να συνθεθεί με το υπόλοιπο cast σίγουρα έπαιξε ρόλο. Ο κατα τα άλλα αγαπητός David Wenham (Lorf of the Rings, 300) ήταν επίσης μια απογοήτευση με τις γραφικές και παρωχημένες υπερβολές του. Η Jessica Stroup (Ted) δεν κατάφερε τίποτα περισσότερο από το να εμφανιστεί σαν ένα όμορφο πρόσωπο, όμως μακράν ο χειρότερος ήταν ο Tom Pelphrey (Banshee) ο οποίος ήταν το λιγότερο ντροπιαστικός στον ρόλο του εχθρού/φίλου/ συναδέλφου Ward Meechum, σε σημείο μάλιστα να ελπίζουμε πως δεν θα ξαναφανεί στις οθόνες μας. Η camp φιγούρα του προκαλούσε μόνο αμηχανία και έριχνε το ήδη χαμηλό επίπεδο της παραγωγής.
Οι μόνοι χαρακτήρες που επί της ουσίας κατάφεραν να ξεφύγουν κάπως από το παιδιάστικο σενάριο ήταν η Μadam Gao, και αυτό σε μεγάλο βαθμό χάρη στην δυναμική παρουσία της Wai Ching Ho (Daredevil, Orange Is the New Black). Παρά την μικρή κορμοστασιά της, στην οθόνη φάνηκε σαν μια επιβλητική γίγαντισα, η οποία, αν της δινόταν ο χώρος, ίσως μας έδινε μια μια γνήσια villain του βεληνεκούς του Kingin. Ο άλλος χαρακτήρας που άφησε ένα θετικό αντίκτυπο ήταν η Colleen Wing της Jessica Henwic (Game of Thrones, The Force Awakens). Eιδικά στις αρχές της σειράς ήταν η μόνη που πραγματικά ταίριαζε με τον περίγυρο της και προσπαθούσε να εξελιχθεί ως χαρακτήρας και ηρωίδα. Επιπλέον η αντίθεση μεταξύ της εργαζόμενης και κοινωνικά ευαισθητοποιημένης Colleen και του ανεύθυνου Danny ήταν ενδιαφέρουσα, τουλάχιστον μέχρι να χαθεί στα subplots της σειράς.
Επιλογικά, ο Danny Rand και το Ιron Fist ήταν μια απογοήτευση η οποία ελπίζουμε να ξεπεραστεί στο Defenders. Πραγματικά δεν θα θέλαμε η τηλεοπτική ομάδα που περιμένουμε με τόση ανυπομονησία να έχει αυτόν τον goofy χαρακτήρα superhero σειρών του 90. Διαφορετικά, εάν το Iron Fist δεν αποτελεί ένα one time λάθος αλλά μια γενική κατεύθυνση που θέλει να πάρει το Netflix και η Μarvel, μπορούμε κάλλιστα να πούμε πως οι ωραίες εποχές είναι πίσω μας.