Η Ισόρα είναι δυναμική και θαρραλέα, αψηφά τους κανόνες που θέτουν οι ενήλικες και οι κηδεμόνες της, ζει δίχως να φοβάται τίποτα. Η αφηγήτρια, η 10χρονη κολλητή της, την ακολουθεί πιστά παντού, τη φοβάται και τη θαυμάζει, την αγαπά και τη μισεί, όσο το πνιγηρό καλοκαίρι στις Κανάριες Νήσους περνά. Η Ισόρα είναι η θεά της, θα έκανε τα πάντα για εκείνη, τι θα γίνει, όμως, όταν η Ισόρα την απογοητεύσει και την προδώσει;
Η Ισπανίδα συγγραφέας Andrea Abreu, γεννηθείσα στην Τενερίφη, ήταν μόλις 25 χρονών όταν εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, Η Κοιλιά του Γαϊδάρου, που μεταφράζεται αυτήν τη στιγμή σε περισσότερες από 20 γλώσσες και ετοιμάζεται η μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη. Το λογοτεχνικό της ντεμπούτο, μια τρυφερή όσο και ωμά ρεαλιστική ιστορία ενηλικίωσης, κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις ειδικευμένες στην ισπανόφωνη λογοτεχνία εκδόσεις Carnivora, με τη χαλκέντερη μεταφράστρια Ασπασία Καμπύλη να επιτελεί με απόλυτη επιτυχία τον μεταφραστικό άθλο της απόδοσης του απαιτητικού πρωτότυπου κειμένου στην ελληνική.
Η Ισόρα είναι ατρόμητη, θέλει να δοκιμάσει «μια σταλίτσα» από το καθετί, από το καυτερό κόκκινο μόχο, από τον καφέ που μόνο οι ενήλικες επιτρέπεται να πίνουν, από κάθε εμπειρία που η περιορισμένη της ζωή έχει να της προσφέρει – ακόμα και αν μετά την ξεράσει, αν βάλει δυο δάχτυλα βαθιά μες στο λαρύγγι της και αποβάλει όλο το περιεχόμενο των σωθικών, και της ψυχής της, στη λεκάνη της τουαλέτας.
Εκείνη και η αφηγήτρια είναι οι καλύτερες φίλες, περνούν τις μέρες τους μαζί, από το μπακάλικο της Τσέλα, της γιαγιάς της Ισόρα που τη μεγαλώνει υποκαθιστώντας μια μητέρα μυστηριωδώς απούσα – ένας κηδεμόνας βίαιος και αυταρχικός που η Ισόρα, με τις λιγοστές γνώσεις αγγλικών της, φωνάζει φόκιν μπιτς, σε μια πράξη ανυπακοής κρυφή και εσωτερική – μέχρι τα κανάλια που τα κορίτσια λιάζονται, προσποιούμενες πως πρόκειται για την πλαζ του Σαν Μάρκος. Όνειρο και ασίγαστη επιθυμία τους, να βρεθούν στην παραλία, παρακαλούν κάθε ενήλικα που ξέρουν να τις κατεβάσει από τους πρόποδες του ηφαιστείου όπου βρίσκονται τα σπίτια τους, όμως τα αόρατα σύνορα μεταξύ βουνού και θάλασσας, μεταξύ των φτωχικών συνοικιών τους και των παραθαλάσσιων τουριστικών περιοχών, δεν μπορούν να καταλυθούν.
Τα κορίτσια παίζουν με τις μπάρμπι τους και φαντάζονται πως είναι οι πρωταγωνίστριες από τις σαπουνόπερες που βλέπουν στην τηλεόραση, μιλούν με αγγλικές λέξεις που τυχαία έχουν ακούσει και τις υιοθετούν σαν θέσφατο, και πάντοτε γυρνούν η μία την άλλη στο σπίτι της, ξανά και ξανά, συνοδοιπόροι σε μια ζωή δίχως προοπτικές υπέρβασής της. Και κρυφά, όταν δεν τις βλέπει κανείς, αγγίζονται, εξερευνούν τα σώματά τους και η καθεμιά το σώμα της άλλης, τη σεξουαλικότητά τους που μόλις έχει ξυπνήσει, όμως δεν ανήκουν στις φίλες εκείνες που αγγίζονται και λένε σ’αγαπώ, στους κοινωνικούς παρίες που έχουν στιγματιστεί από την υπόλοιπη κοινότητα όπως οι ένοικοι στο σπίτι των ομοφυλόφιλων, όχι, εκείνες είναι φυσιολογικές.
Η Abreu γράφει μια ιστορία ενηλικίωσης με άρωμα νοσταλγίας για καλοκαίρια αλλοτινά, για το μεταίχμιο ανάμεσα στην παιδικότητα και στην ενηλικίωση, εποχή τόσο χαοτική και τρομακτική όσο γλυκιά και τρυφερή, για τα χρόνια εκείνα που μοιράζονται εξίσου ανάμεσα στα παιχνίδια με τις μπάρμπι και τους πρώτους σεξουαλικούς πειραματισμούς, για τη σεξουαλική αφύπνιση, περιέργεια αναμεμειγμένη με αιδώ, σωματική ανάγκη με καταπίεσή της. Γράφει για το ζήτημα της αυτοεικόνας, ιδίως σε μια ηλικία τόσο ευεπηρέαστη όσο αυτή της προεφηβείας: η Ισόρα ξερνά το φαγητό της, μπαίνει συνεχώς σε νέες, εξαντλητικές δίαιτες για να θυμίζει τις πρωταγωνίστριες από τις αγαπημένες της σαπουνόπερες, τρώει μόνο βραστά κρεμμύδια, δίαιτα αυστηρά επιβαλλόμενη από τη γιαγιά της για να χάσει όλο το παραπανίσιο λίπος όσο ηδονικά παρακολουθεί τη φίλη της να τρώει, μαζεύει άχρηστα αντικείμενα με σκοπό να τα πουλήσει για να βάλει γαστρικό μπαλόνι, αυτό που φαντασιώνεται ως μόνιμη λύση σε όλα της τα προβλήματα. Η Abreu γράφει ωμά, στυγνά και αφτιασίδωτα για τον διαρκή αγώνα με το σώμα και την αντίληψη του εαυτού, για τις διατροφικές διαταραχές και την diet culture, και αναδεικνύει τη διαχρονικότητα και οικουμενικότητα του, απότοκου της πατριαρχίας, προβλήματος.
Στο φόντο, η επαρχία των Κανάριων Νήσων στις αρχές του 20ου αιώνα, εκεί που δίπλα δίπλα βρίσκονται τα χαμόσπιτα των ντόπιων και οι πολυτελείς εξοχικές κατοικίες των τουριστών, η εργατική τάξη και η αστική, η βιοπάλη και το προνόμιο, κόσμοι εγγύς γεωγραφικά όμως αλλότριοι και διαφορετικοί. Μια μεταφορική, διάφανη μεμβράνη τους χωρίζει, όσο τα πυκνά νέφη που σχηματίζουν την ομώνυμη Κοιλιά του Γαϊδάρου καλύπτουν την ατμόσφαιρα, όσο ο ακάθαρτος αέρας, πηχτός και κολλώδης, πνίγει τα πνευμόνια και μαζί τα όνειρα και τις ελπίδες των ντόπιων για απόδραση, όσο εκείνοι ασφυκτιούν. Η Abreu απεικονίζει, γλαφυρά και παραστατικά, την τοπική κοινωνία, μια κοινωνία κλειστοφοβική, μικροαστική, όπου η μόνη ασχολία των κατοίκων είναι τα κουτσομπολιά, τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες του διπλανού σπιτιού, όπου στο συλλογικό συνειδητό κυριαρχούν οι δεισιδαιμονίες, τα ξεματιάσματα και οι μαγγανείες.
Μεγαλύτερο λογοτεχνικό επίτευγμα της Abreu, όμως, είναι η γλώσσα της, μια γλώσσα ζων οργανισμός, σφύζουσα, που ξεχειλίζει από λαϊκούς ιδιωματισμούς, με ρυθμό μουσικό, λόγο μακροπερίοδο, χειμαρρώδη, μια γλώσσα που επιτυγχάνει διττό σκοπό: μεταφέρει πολιτισμικά πλήρως τον αναγνώστη στο κοινωνικό περιβάλλον όπου τοποθετείται η ιστορία και συνάμα αποτελεί και η ίδια οργανικό στοιχείο της αφήγησης, δίχως το οποίο δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει. Η Abreu γράφει βίαια και κτηνώδη, για σωματικές ανάγκες και λειτουργίες, οι ηρωίδες της αφοδεύουν μέσα σε βάζα, αυνανίζονται εμμονικά μέχρι να ματώσουν, σε μια αφήγηση σχεδιασμένη να προκαλέσει, να σοκάρει και να αηδιάσει. Η πρόζα της Abreu είναι σάρκινη, ζωώδης, επιτακτική, μυρίζει αίμα, ούρα και κόπρανα, σεξουαλική επιθυμία και απόγνωση.
Η Κοιλιά του Γαϊδάρου είναι μια από τις λογοτεχνικές εκπλήξεις της χρονιάς, μια ιστορία για τη γυναικεία φιλία και τη σεξουαλική αφύπνιση, για την απότομη, τρυφερή όσο και τρομακτική, μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, υφασμένη με μια πρόζα βίαιη, ερεβώδη, ένα γλωσσικό πειραματικό κόσμημα και στολίδι της αφήγησης. Ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουμε διαβάσει τελευταία.