Γράφει η Σάντρα Δημητρέλου
Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του γνωστού κινηματογραφικού συνθέτη Johann Johannsson, έμελλε δυστυχώς να είναι και το τελευταίο, αφού ο Ισλανδός μουσικός απεβίωσε το 2018 ξαφνικά, αφήνοντας μας παρακαταθήκη μερικά από τα ομορφότερα soundtracks που έχουμε ακούσει (Sicario, Mandy).
Το Last and First Men (2020), παρουσιάστηκε μία φορά ζωντανά το 2017, όσο βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη και μετά την ολοκλήρωσή του από τους συνεργάτες του Johannsson μετά τον θάνατό του, έκανε πρεμιέρα στην Berlinale του 2020.
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του αριστερού, προπολεμικού συγγραφέα, Olaf Stapledon -απ’ όπου αντλεί και το κείμενο-, το Last and First Men μέσα από την φωνή της Tilda Swinton (Memoria), η οποία αποτελεί και το μοναδικό καστ της ταινίας), ομοιάζει με ένα εκτεταμένο μουσικό βίντεο, σχεδόν ντοκιμαντέρ, που κάνει το μυαλό να περιπλανιέται ανάμεσα στις ιδέες του Stapledon, την αρχιτεκτονική αφαιρετικότητα και τα ηχητικά τοπία του δημιουργού.
Η Tilda Swinton ως μετά-ανθρώπινο ον από δύο δισεκατομμύρια χρόνια μετά μας αφηγείται την δική του εξαφάνιση. Μας λέει, πως ανήκει στο 18ο ανθρώπινο είδος· ανήκει στο τελευταίο είδος και ανήκουμε στο πρώτο. Η αφήγηση αυτή είναι μια αποστολή ώστε να μας μεταδώσει ένα μήνυμα, να μας ενημερώσει για τον αφανισμό του τελευταίου αυτού είδους, για το τι σημαίνει να είσαι μετά-άνθρωπος, για το πως η Γη θα μεταμορφωθεί ξανά σε έναν κρύο βράχο που θα επιπλέει στους γαλαξίες παρά τις συλλογικές προσπάθειες για αποφυγή, να μας προετοιμάσει για το τέλος της -έτσι κι αλλιώς- καταδικασμένης ανθρωπότητας.
Ακούγοντας αυτή την αναμετάδοση, ταυτόχρονα, ξεναγούμαστε στην κατοικία των τελευταίων ανθρώπων, που μαθαίνουμε πως είναι ο Ποσειδώνας. Μέσα από εξ ολοκλήρου ασπρόμαυρες εικόνες, μπαίνοντας σε έναν γαλήνιο αλλά και πολύ ζοφερό διαλογισμό για ένα μέλλον χωρίς ανθρώπους, βρισκόμαστε μπροστά στα στοιχεία ενός χαμένου πολιτισμού. Κάποια από τα ερείπια που αφήνουν πίσω τους, εξηγείται πως είναι μερικά από τα εναπομείναντα επιτεύγματα της ανθρωπότητας στο τέλος της Γης, κάποια άλλα έχουν πινελιές ανθρωπομορφισμού, ωστόσο, κανένα δεν μοιάζει αυτού του κόσμου.
Στην πραγματικότητα (αν και δεν αποσαφηνίζεται ποτέ στην ταινία), τα ερείπια αυτά, είναι τα παλιά Spomeniks. Δηλαδή, δεκάδες χιλιάδες αξιοσημείωτα μνημεία που χτίστηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα ανεμοδαρμένα τοπία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, την εποχή του Τίτο. Πολλά από αυτά τα εξαιρετικά επιβλητικά αντικείμενα σχεδιάστηκαν για να υποδηλώσουν την αντίσταση στον φασισμό, άλλα, ως μαρτυρίες για τα θύματα του πολέμου, που αν και γεωγραφικά απομονωμένα, ξεχωρίζουν από τα τοπία τους. Αυτά τα άλλοτε σύμβολα γενναιότητας και νίκης, τώρα ξεχασμένα και σε αποσύνθεση σε έναν κόσμο στοιχειωμένο από εκατομμύρια φαντάσματα, διατηρούν ακόμα την μεγαλειότητά τους.
Προέρχονται από μία τόσο μακρινή εποχή στο παρελθόν και όμως είναι τόσο παράξενο το πως θα μπορούσαν να ανήκουν και σε μία τόσο μακρινή εποχή στο μέλλον. Η φουτουριστική αρχιτεκτονική τους τα καθιστά πειστικά κατασκευάσματα του μέλλοντος, που, αποσπώμενα από το ιστορικό τους πλαίσιο, μπορούν να αποτελέσουν πυλώνες προόδου για μία ανθρωπότητα αιώνες φωτός μπροστά από εμάς.
Ο ίδιος ο Johannsson, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας και αργότερα υπεύθυνο για την ολοκλήρωση της ταινίας, Last and First Men, είχαν επισκεφτεί τα Βαλκανικά Όρη και είχαν απαθανατίσει τα Spomeniks σε φιλμ 16mm, για να τα συμπεριλάβουν τελικά στην ταινία ως φάρους που στέλνουν το μήνυμα στο παρελθόν. Σε ορισμένες λήψεις του Grovlen, η κάμερα γλιστρά στις καμπύλες τους σαν ένα μηχάνημα που διερευνά την επιφάνεια ενός εξωγήινου κόσμου· σε άλλες παραμένει τέλεια στατική και απορροφάται και η μοναδική κίνηση προέρχεται είτε από τα σύννεφα που μπλέκονται στον ουρανό, είτε από τους κόκκους που έχουν προστεθεί στο φιλμ.
Το φαντασμαγορικό αυτό όραμα ολοκληρώνει, φυσικά, η μουσική, που, σε συνδυασμό με την αφήγηση και την εικόνα, διαμορφώνουν ένα οπτικοακουστικό κομμάτι επιστημονικής φαντασίας. Σαν μέσα από ένα εικονογραφημένο audiobook, οδηγούμαστε σε ένα υπαρξιακό ταξίδι στο βάθος του χρόνου, στην απεραντοσύνη του σύμπαντος και στην δύναμη που έχει πάνω μας. Η μουσική λειτουργεί ως δυσοίωνος συναγερμός για μια αναπόδραστη συμφορά που όχι μόνο πλησιάζει, αλλά είναι πιο κοντά από ποτέ.
Σε αυτό το σημείωμα, ακούμε ακόμα, πως οι τελευταίοι άνθρωποι είχαν αναπτύξει εκ νέου γνώσεις και δεξιότητες, κατανοούσαν καλύτερα τον χρόνο, είχαν εφεύρει διάφορα τεχνάσματα, όπως το να συγχωνεύσουν με κάποιο τρόπο τους εγκεφάλους τους σε ένα “ομαδικό μυαλό”, προκειμένου να αποτρέψουν τον αφανισμό τους. Τώρα, το απαρχαιωμένο μέσο της ομιλίας, είναι ο μόνος δίαυλος που τους έχει απομείνει για να μας επικοινωνήσουν την επικείμενη καταστροφή τους και ενδεχομένως να μας ευχαριστήσουν για την σοφία που τους κληρονομήσαμε.
Παρότι οι υπαρξιακές κρίσεις παραμένουν, η ταινία μπορεί να μεταφραστεί και ως μια ελπιδοφόρα τραγωδία. Η ρευστότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και η ευαισθησία μας στον χρόνο, είναι κάτι με το οποίο λίγο πολύ είμαστε συμφιλιωμένοι. Αυτό που έχουμε ανάγκη να γνωρίζουμε είναι το νόημα της ζωής και της εξέλιξης, πόσοι ορίζοντες θα διασταλούν μπροστά στα μάτια μας μέχρι να υποκλιθούμε στο εκπληρωμένο όραμα του σύμπαντος.
Αυτό το 70 λεπτών κινηματογραφικό δοκίμιο, αποτελεί μια εκτίμηση της τεράστιας ιστορίας της ανθρωπότητας συνολικά, αλλά και του ατόμου ξεχωριστά. Γνωρίζοντας ότι ο δημιουργός του έφυγε πριν την ολοκλήρωση του, μας δημιουργείται ένα βάρος σχετικά με την θνητότητα του ατόμου, το εφήμερο και το τι αφήνουμε πίσω μας. Ο θρήνος, ωστόσο, δίνει την θέση του στον “σεβασμό για αυτό που μας καταστρέφει” , η απώλεια δίνει την θέση της σε μια ανάμνηση ζωής που συνεχώς θα επανεξετάζεται και θα ερμηνεύεται διαφορετικά από κάθε απόγονο.