Κάθε ταινία του αγαπημένου στο nerd κοινό Edgar Wright (Scott Pilgrim vs. the World , Baby Driver ) είναι ένα γεγονός από μόνη της. Αυτό είναι κάτι λογικό, καθώς όταν μέσα σε 10 χρόνια έχει θελήσει να εκφραστεί πολύ λίγες φορές και πάντα με πολύ προσωπικό και ξεχωριστό τρόπο. Τώρα, επανέρχεται στις αίθουσες με μια ταινία ψυχολογικού τρόμου, βαθιά επηρεασμένη από το περιβάλλον του #metoo και το δικό του προσωπικό στυλ μείξης εικόνας και ήχου. Όμως το τελικό αποτέλεσμα, παρά το λαμπερό του cast, τελικά δεν καταφέρνει να πετύχει κανέναν από τους αρχικούς του σκοπούς.
Το Last Night In Soho είναι μια πολύ φιλόδοξη ταινία. Με όχημα τη μουσική, τη νοσταλγία αλλά και τη γυναικεία οπτική, ο Wright (ο οποίος εμπνεύστηκε και τη βασική ιστορία, ενώ ασχολήθηκε και με το σενάριο), προσπαθεί να συνδέσει δύο εποχές, με μια κοινή όμως συνισταμένη: τη γυναικεία καταπίεση στον χώρο της show biz, το σκοτάδι πίσω από φώτα και, τελικά, τη σταθερή αναπαραγωγή ενός δικτύου συστηματικών βιασμών, με όλες τις έννοιες της λέξης.
Το ίδιο το στοιχείο του ψυχολογικού τρόμου χρησιμοποιείται με πολύ ευρεία έννοια, χωρίς ουσιαστικό ενδιαφέρον να αυτοκαθοριστεί. Εστιάζοντας περισσότερο στην ψυχολογία, παρά στον τρόμο και το μεταφυσικό, βουτά μέσα στο παρελθόν και τα διαχρονικά τραύματα που αφήνει η εκμετάλλευση. Ο τρόμος είναι την ίδια στιγμή κοινωνικού και προσωπικού χαρακτήρα, με γυναίκες να γίνονται οι ίδιες ζωντανά φαντάσματα, κενές, όπως δηλαδή τις θέλουν οι προαγωγοί και οι εκμεταλλευτές τους για να μπορέσουν να αντέξουν, ξανά και ξανά, τη φρίκη. Το στοίχειωμα αυτής της βίας είναι που άλλες τις σπάει και άλλες τις ωθεί στα άκρα.
Αυτά τα άκρα όμως φαίνεται πως μπερδεύουν τον Wright, ο οποίος συγχρόνως θέλει να δείξει και το τι συμβαίνει όταν ένα τέτοιο άτομο, ρημασμένο από σεξουαλική βία, εξωθείται στο να απαντήσει με την ίδια γλώσσα. Και εκεί είναι που η ταινία εκτροχιάζεται πλήρως.
Παρά τις καλές του (αρχικές) προθέσεις, η ταινία βουλιάζει πολύ γρήγορα και ο κύριος υπεύθυνος για αυτό είναι ο ίδιος ο Wright. Θέλοντας να δείξει πολλά, τελικά δεν καταφέρνει να εστιάσει πουθενά, καταλήγοντας σε ένα ετεροβαρές, άρρυθμο και τραγικά άνισο έργο, όπου ούτε τα στοιχεία ψυχολογικού τρόμου τονίζονται αρκετά, ούτε οι ουσιαστικές πλευρές των χαρακτήρων. Ταυτόχρονα, οι «εκπλήξεις» και οι ανατροπές που αποπειράται είναι είτε τετριμμένες είτε φαντάζουν πρόχειρες, απροετοίμαστες και πολύ κακά τοποθετημένες μέσα στην ταινία.
Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο χρόνος της ταινίας του ξεφεύγει, οριακά ξεχειλώνει από αμηχανία, με αποτέλεσμα οι δύο ώρες της ταινίας να κυλούν πολύ πιο αργά από όσο θα έπρεπε (και από όσο μας έχει συνηθίσει ο Wright με τα γεμάτα ένταση, ζωντάνια και ενέργεια έργα του). Σε σύγκριση δηλαδή με παρόμοιου ύφους και λογικής ταινίες, όπως λόγου χάρη το Neon Demon, το Last Night In Soho μοιάζει μάλλον ένας φτωχός, λιγότερο γκλαμουράτος, συγγενής.
Οι ερμηνείες είναι επίσης πολύ άνισες. Η επιλογή της κεντρικής πρωταγωνίστριας, της Thomasin McKenzie (Jojo Rabbit, Old) είναι τουλάχιστον ατυχής, καθώς παρά το ευγενικό και αθώο παρουσιαστικό της, δεν έχει τη δυναμικότητα να στηρίξει στους ώμους της ταινία, σε αντίθεση με την Anya Taylor-Joy ( Τhe Queen’s Gambit, New Mutants) η οποία λάμπει, χορεύοντας και τραγουδώντας. Ακόμα όμως και σε αυτή την στιγμή αστέρι, η αισθητικοποίηση της εποχής την οποία αποπειράται ο Wright την αφήνει τελικά μετέωρη ως χαρακτήρα, χωρίς να φταίει η ίδια. Αντίθετα ο Matt Smith (Doctor Who, The Crown) λάμπει στον ρόλο του, ο οποίος μπορεί να είναι μονοδιάστατος, είναι όμως πολύ αντιπροσωπευτικός του κλίματος που θα ήθελε να αποδώσει η ταινία.
Επιλογικά, δυστυχώς, το Last Night In Soho, είναι από αυτές της ταινίας που αποτελούν παράδοξα σημεία στη φιλμογραφία ενός σκηνοθέτη, αυτή που συνήθως αγνοείται και μάλλον δε θα βρει τη θέση της στη λίστα με τις καλύτερες ταινίες ούτε της χρονιάς, ούτε του μήνα, ούτε καν του Wright. Και έτσι, χωρίς τύψεις, μπορεί να αγνοηθεί και από εμάς.