Το Licorice Pizza ήτανε μία ταινία για την οποία οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι δεν ξέραμε σχεδόν τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι το trailer ήταν πολύ λιτό χωρίς να μας δίνει τρελές πληροφορίες από την πλοκή. Ξέραμε όμως όλα μας ότι ο Paul Thomas Anderson είναι ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες στο σύγχρονο Hollywood ο οποίο φροντίζει να ξεπερνάει τον εαυτό του συνέχεια. Έτσι ανυπομονούσαμε να δούμε τη νέα του ταινία περιμένοντας να δούμε κάτι που θα μας συνταράξει και θα μας κάνει να παραμιλάμε για πολύ καιρό. Και ναι ο Anderson τα κατάφερε. Απλά όχι με τον τρόπο που περιμέναμε.
Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζετε το 1973 και αφορά την ιστορία της Alana Kane (Alana Haime) μίας βοηθού φωτογράφου και του Gary Vaelentine (Cooper Hoffman). Η Alana είναι 25 χρονών και ο Gary 15. Η ταινία αφηγείται την ιστορία αυτού του ζευγαριού και τις περιπέτειες τους στο San Fernando Valley του Los Angeles. Η υπόθεση φαίνεται και είναι όσο απλή ακούγεται. Πρέπει να πούμε επίσης ότι ο χαρακτήρας του Gary είναι εμπνευσμένος από τον φίλο του Anderson, Gary Goetzman ενός ηθοποιού που έπαιξε ως παιδί στο πλευρό της θρυλικής Lucile Ball και μετέπειτα έγινε μεγάλος τηλεοπτικός και κινηματογραφικός παραγωγός. Ο Paul Thomas Anderson εδώ αφήνει τα μεγάλα κινηματογραφικά έπη του There Will Be Blood και τα μαστουρωμένα σενάρια του Inherent Vice και δημιουργεί μία ταινία που θυμίζει περισσότερο το (εξίσου υπέροχο) Punch Drunk Love. Δηλαδή μια λιτή αλλά όμορφη ιστορία με φόντο την Αμερικανική επαρχία.
Το πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι ένα από τα πράγματα που ξεχωρίζει κανείς στην ταινία. Τόσο η Alana Haime όσο και ο Cooper Hoffman είναι δύο άτομα που δεν έχουν ξαναπαίξει ποτέ σε κινηματογραφική ταινία. Και οι δύο όμως έχουν μία άρρηκτη σύνδεση με τον σκηνοθέτη. Η πρώτη είναι η front woman του συγκροτήματος Haime που έχει μαζί με τις αδερφές της (οι οποίες εμφανίζονται και αυτές στην ταινία) και που ο PTA έχει σκηνοθετήσει πολλά από τα βιντεοκλίπ τους. Ο δεύτερος δεν είναι άλλος από τον γιο του αείμνηστου Philip Seymour Hoffman, ο οποίος μας άφησε τραγικά το 2014. Και οι δύο κάτω από τις οδηγίες του Anderson καταφέρνουν να μας δώσουν ένα από τα πιο όμορφα κινηματογραφικά ζευγάρια των τελευταίων χρόνων. Η Haime σε κάνει να μην μπορέσεις να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της τόσο με την καταπληκτική ερμηνεία της όσο και με την αντισυμβατική ομορφιά της, ενώ ο Hoffman πέραν από την τρομακτική εξωτερική ομοιότητα με τον πατέρα του μας δείχνει ότι έχει και το ταλέντο του. Επίσης υπέροχος είναι και ο Bradley Cooper (A Star is Born) σε έναν μικρό ρόλο-έκπληξη που όμως ίσως και να είναι μία από τις καλύτερες του ερμηνείες.
Η σκηνοθεσία του Anderson εδώ είναι πολύ πιο προσγειωμένη. Τα εντυπωσιακά μονοπλάνα του εδώ είναι πολύ πιο ήπια και μικρά από αυτά που τον έχουμε συνηθίσει. Ο ρυθμός του εδώ φαίνεται λίγο πιο αργός από τον συνηθισμένο ενώ υπάρχουν και μερικές σκηνές που φαίνεται ότι η σκηνοθεσία του κάνει κοιλιές. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα κακό. Γιατί γενικά η ταινία έχει τόσα πράγματα να πει μέσα από τη φαινομενικά απλή υπόθεσή της που όταν οι “βαρετές” σκηνές τελειώσουν ο θεατής καταλαβαίνει γιατί έπρεπε να υπάρξουν στην ιστορία. Οι κωμικές σκηνές εναλλάσσονται υπέροχα με τις δραματικές για να καταλήξουν σε ένα λιτό αλλά γεμάτο κάθαρση τέλος. Στη μουσική συναντάμε πάλι το Jonny Greenwood πλέον μόνιμο συνεργάτη του Anderson αφού έχει γράψει το soundtrack για όλες τις ταινίες του από την εποχή του The Master. Για έναν σκηνοθέτη πάντως που τον έχουμε συνηθίσει να διατηρεί την ασφάλεια των σταθερών συνεργατών η ανανεωμένη προσθήκη των δύο νεοφερμένων πρωταγωνιστών ήταν μια ευχάριστη και υπέροχη έκπληξη.
Το Licorice Pizza θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μία πολύ διαφορετική ταινία σε σχέση με τις περισσότερες ταινίες του σκηνοθέτη της. Διατηρεί όμως ένα κοινό στοιχείο. Αυτό της καλής ιστορίας. Και ναι ο Paul Thomas Anderson αυτός ο μεγάλος σύγχρονος auter ξέρει να το κάνει αυτό πολύ καλά. Το Licorice Pizza είναι μία όμορφη ιστπρία για δύο ανθρώπους που μπορεί να ερωτευτούν μπορεί όμως και όχι. Μπορεί να είναι για πάντα μαζί, μπορεί και όχι. Αν δε φτάσουν όμως στο τέλος δε θα το μάθουνε ποτέ. Όπως και στη ζωή άλλωστε.