Είναι περίπου τρεις το πρωί, ξημερώματα Κυριακής. Ένα σεβαστό πλήθος κόσμου βγαίνει από την αίθουσα του κινηματογράφου Ααβόρα στην Ιπποκράτους, με ένα χαμόγελο ειλικρινούς ενθουσιασμού αποτυπωμένο σε κάθε φάτσα, έχοντας μόλις παρακολουθήσει την πρώτη πανελλήνια προβολή του μοναδικού horror αριστουργήματος του Sam Raimi, Evil Dead. Την προβολή, όπως και πολλές άλλες αντίστοιχες από το 2015 ως σήμερα, οργάνωσε το Midnight Express μια ομάδα κινηματογραφόφιλων με βασικό συντελεστή τον Άκη Καπράνο και με τη βοήθεια της ιδιοκτήτριας του Ααβόρα, Πέγκυς Ρίγγα. Μεγάλες και μικρότερες παρέες, λίγο πολύ γνώριμα μεταξύ τους πρόσωπα ακόμα κι αν δεν έχουν ανταλλάξει ποτέ κουβέντα, συζητάνε αποχωρώντας όχι μόνο αυτό που είδαν αλλά και το πώς το είδαν. Στην αίθουσα κατά τη διάρκεια της προβολής δεν έλειψαν τα γέλια, οι δυνατές ατάκες, τα ψιθυριστά «θυμάσαι τι θα γίνει τώρα έτσι;». Κι όμως, σε αντίθεση με μια αντίστοιχη εμπειρία σε μια συνηθισμένη» προβολή, ο θόρυβος και η συμμετοχή του κοινού στην οπτική εμπειρία δεν έδινε την αίσθηση της ασέβειας ή του «απολίτιστου». Αντίθετα, φαίνονταν να είναι υποστηρικτικά προς το έργο, να πηγάζουν από ειλικρινή αγάπη του κοινού προς τον καλλιτέχνη και το πόνημά του και, κυρίως, να απευθύνονται και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο τριγύρω, με την πεποίθηση ότι «το πιάνει». Αυτό είναι μάλλον και η αιτία της αναβιούμενης αλλά και συνεχιζόμενης ελκυστικότητας των μεταμεσονύκτιων προβολών. Στην πραγματικότητα, αυτός ο τρόπος θέασης είναι που, στην ουσία, καθιστά μια ταινία midnight movie.
Τα midnight movies απέκτησαν χαρακτηριστικά φαινομένου στην Αμερική των αρχών της δεκαετίας του ‘70. Ασφαλώς, μεταμεσονύκτιες προβολές υπήρχαν και νωρίτερα. Αυτό που τις κατέστησε φαινόμενο ήταν το γεγονός πως ταινίες άρχισαν να προωθούνται ως προορισμένες να παίζουν αποκλειστικά μεταμεσονύκτια, καθώς ήταν δεδομένο πως δεν θα μπορούσαν να βρουν mainstream διανομείς και άρα δεν θα προβάλλονταν ποτέ. Παράλληλα, συγκροτήθηκε κι ένα κοινό που τις ακολουθούσε φανατικά: βλέποντας την ίδια ταινία ξανά και ξανά, εδραιώνοντας τελετουργίες για κάθε νέα θέαση, επαναλαμβάνοντας λόγια, αντιγράφοντας εμφάνιση και ένδυση χαρακτήρων. Αυτές οι δύο διαδικασίες, η συγκρότηση δηλαδή ενός πρακτικά διακριτού genre και του ίδιου του κοινού του, είναι αδιαχώριστες και είναι δύσκολο να ειπωθεί με βεβαιότητα ποιά απ’ τις δύο προηγείται. Η ταινία, πάντως, που ξεκίνησε το φαινόμενο είναι το, από κάθε άποψη απερίγραπτο, El Topo του Alejandro Jodorowski. Γεμάτη σουρεαλισμό, μυστικιστικούς συμβολισμούς, βία και μια εκστατική αίσθηση σαν ψυχεδελικό τριπ, διαδόθηκε από στόμα σε στόμα και οι προβολές της στο Elgin της Νέας Υόρκης έφτασαν να ξεπουλάνε κάθε νύχτα για μήνες. Τα χαρακτηριστικά του cult following που ενέπνευσε έγιναν γρήγορα αισθητά, παρά το ότι είχε ελάχιστη κάλυψη από τον mainstream τύπο και κριτικούς. Ήταν μια αξιοθαύμαστη συνένωση καλλιτέχνη, έργου, κοινού και συνθηκών προβολής, με καθένα από τα εμπλεκόμενα μέρη να είναι αναπόσπαστα. Αξίζει να σημειωθεί το ότι το έργο εντυπωσίασε τόσο τον John Lennon, που αγόρασε τα δικαιώματα, θεωρώντας ότι του αξίζει μια «ορθόδοξη» διανομή για να απευθυνθεί σε μεγαλύτερο κοινό. Το αποτέλεσμα; Με τα λόγια του ίδιου του Jodorowski, «τη σκότωσε».
Η επιτυχία του El Topo αφενός άνοιξε τον δρόμο για μια νέα αγορά, στο περιθώριο της κινηματογραφικής βιομηχανίας και, αφετέρου, ενέπνευσε μια νέα γενιά καλλιτεχνών να επιχειρήσουν να φτιάξουν ταινίες που θα τιμούσαν αυτή τη νέα μορφή «αντιαισθητικής». Ήδη υπάρχουσες ταινίες απέκτησαν νέα ζωή υπό νέα οπτική στη μεταμεσονύκτια ζώνη, όπως τα horror των προηγούμενων δεκαετιών. Άλλες επαναπροσδιορίστηκαν εντελώς, όπως το εκπληκτικά κακό Reefer Madness, μια ταινία του 1936 που έκανε προπαγάνδα κατά της μαριχουάνας, για να καταλήξει να προβάλλεται σε ένα κοινό που έκανε χρήση της κατά τη διάρκεια της προβολής, πεθαίνοντας στα γέλια. Το σημαντικότερο, στα πλαίσια της αντικουλτούρας της εποχής, το φαινόμενο των midnight movies ενέπνευσε μια γενιά κινηματογραφιστών με αναγκαστικά DIY πρακτικές, χωρίς μπάτζετ και ονόματα, να κάνουν ταινίες χαμηλού κόστους με υψηλές βλέψεις. Το βαθιά πολιτικά φορτισμένο Night of the Living Dead του George Romero, παρόλο που γυρίστηκε κάποια χρόνια νωρίτερα, έζησε τότε τη μεγάλη περίοδο ακμής του. Ο σκηνοθέτης John Waters, πιάνοντας επακριβώς το πώς και από ποιον κόσμο έγινε επιτυχία το El Topo, όντας και ο ίδιος μεγάλος φαν του, γύρισε το Pink Flamingos. Με πρωταγωνίστρια τη γνωστή drag queen της εποχής Divine και περιλαμβάνοντας κάθε είδους αηδιαστική και παρακμιακή πράξη, από βρισίδια και σεξουαλικές διαστροφές μέχρι κοπροφαγία, η ταινία αποτελεί ένα μνημείο σπάνια αυτοσυνείδητου έργου, μια ωδή σε όλα όσα θεωρούνται κοινωνικά κατακάθια, επηρεάζοντας σημαντικά και την άνοδο του ανεξάρτητου σινεμά.
Δεν μπορούμε να τονίσουμε αρκετά το πόσο σημαντική και μακροχρόνια επιρροή άσκησε το φαινόμενο αυτό στον κινηματογράφο συνολικά. Ο John Waters υποστηρίζει ότι ένας από τους λόγους θανάτου του φαινομένου είναι το ότι στοιχεία του σταδιακά μπόλιασαν τόσο το mainstream σινεμά, ώστε να το καθιστούν μη απαραίτητο και μάλλον έχει δίκιο. Αρκεί να δει κανείς το πόσες φορές λειτούργησαν ως όχημα καταξίωσης για τους καλλιτέχνες που στήριξαν, δίνοντάς τους και πάτημα προς το mainstream. Το κλασσικότερο παράδειγμα είναι ο David Lynch, μια από τις πιο ιδιαίτερες κινηματογραφικές οπτικές, η πρώτη ταινία (και για πολλούς, η καλύτερη) του οποίου, το Eraserhead, χωρίς να έχει την επιτυχία άλλων, αποτέλεσε cult διαμάντι στα midnight movies της εποχής. Το δε Rocky Horror Picture Show και το τεράστιο cult following που ακολούθησε θα μπορούσαν να πιάνουν ένα ολόκληρο άρθρο από μόνα τους. Αρκεί να ειπωθεί ότι η σχέση που αναπτύχθηκε με το κοινό του, με το τελευταίο να περιλαμβάνει κόσμο που το είδε ως και χιλιάδες (!) φορές και έφερε για πρώτη φορά το μαζικό φαινόμενο dress up ως χαρακτήρες του έργου και μια επέκταση σε πολλά πέραν του κινηματογράφου μέσα, έστρωσε τον δρόμο για μετέπειτα φαινόμενα όπως το Star Wars.
Οι ταινίες που θεωρούνται midnight movies χαρακτηρίζονται από μια ιδιότυπη αντίφαση. Από τη μία, περιλαμβάνουν ταινίες από μια τεράστια ευρύτητα genres και υφών, από arthouse πειραματικό κινηματογράφο όπως οι ταινίες του Jodorowsky και του Lynch μέχρι το καθαρό camp του Waters, από τα ψυχολογικά θρίλερ του Polanksi και το weird sci-fi του Liquid Sky μέχρι σπλατεριές horror, giallo, exploitation και όλα όσα χωράνε κάτω απ’ τον τίτλο «b-movie». Είναι, έτσι, δύσκολο να καθοριστεί το τι υφολογικά και αισθητικά καθιστά μια ταινία midnight movie. Από την άλλη, όμως, «to see them is to know them»: με ένα σχεδόν διαισθητικό τρόπο, η κοινότητα καλλιτεχνών, διανομέων και κοινού διαμόρφωνε την εκάστοτε δημιουργία σε έργο που αξίζει τη μεταμεσονύκτια προσοχή του. Σήμερα, κουβαλώντας και όλη την αισθητική εμπειρία του παρελθόντος μέσω της επαφής είτε απευθείας με τα midnight movies της περιόδου ακμής τους είτε με τα μετέπειτα έργα που επηρέασαν, ένα νέο κοινό, έστω και σημαντικά απομειωμένο σε σχέση με αυτό του παρελθόντος, εφαρμόζει τα ίδια, απροσδιόριστα κριτήρια, ανταμείβοντας παλιά και νέα έργα με τον ίδιο τρόπο.
Η συμμετοχή του κοινού στις μεταμεσονύκτιες προβολές στηλιτεύεται συχνά ως ένα από τα απωθητικά του στοιχεία. Στην ορίτζιναλ δεκαετία άνθισης του φαινομένου, αυτό ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα της ίδιας της προκλητικότητάς του: το κοινό των midnight movies ήταν συνειδητή υποκουλτούρα και το να προκαλέσει αντιδράσεις ήταν στις δεδηλωμένες προθέσεις του. Η κριτική συσχέτιζε άλλωστε αυτά που αντιλαμβανόταν ως παρακμιακές πρακτικές με την ίδια την ποιότητα των ταινιών. Στην ελληνική εκδοχή τους τη δεκαετία του ‘80, όπως περιγράφει ο Τάκης Κρεμμυδιώτης, τα midnight movies τα είχε κουβαλήσει κυρίαρχα στις πλάτες του ο Βαγγέλης Κοτρώνης στο σινεμά Ελυζέ. Εκεί, αυτό το φαινόμενο έπαιρνε μορφές που στο άκρο τους καθιστούσαν την ταινία αδύνατη να την παρακολουθήσεις, ενώ η φασαρία έφτανε σε βαθμό προβλημάτων με τον νόμο. Σήμερα, ωστόσο, η κριτική δεν αρθρώνεται τόσο από τους «απ’ εξω» όσο από τα μέσα, από ένα σινεφίλ κοινό που λειτουργεί με δεδομένο ότι ο πάλαι ποτέ διαχωρισμός υψηλής και χαμηλής κουλτούρας –αν υφίσταται καν– δεν έχει τα σαφή όρια του παρελθόντος και άρα απολαμβάνει με σεβασμό αυτές τις προβολές και θεωρεί ότι υποβαθμίζεται η διαδικασία θέασης και εκτίμησης του έργου.
Μια τέτοια κριτική στη συμμετοχικότητα έχει βάση, αλλά δε μπορούμε παρά να αντιτείνουμε ότι αυτή η παράδοση θέασης, ακόμα και αποσπασμένη από τα αρχικά της αίτια, είναι ταυτοτικό χαρακτηριστικό των midnight movies. Αυξάνει την αίσθηση συλλογικότητας και κοινότητας της κινηματογραφικής εμπειρίας, συγκροτεί δεσμούς τόσο με το έργο όσο και με τους άλλους θεατές, είναι μια άλλη κοινοτική λειτουργία θεάματος που λείπει από τον αποστειρωμένο χώρο των multiplex, όπου όλοι βλέπουμε μια ταινία μαζί αλλά μόνοι. Αν εμφανιστεί ξανά στην υπερβολή της, ίσως να είναι όντως προβληματική, αλλά γενικώς πηγάζει ακόμα από την ίδια αγάπη προς το έργο και την ίδια αίσθηση του ανήκειν σε αυτή την κοινότητα, σαν να μοιράζεσαι ένα κοινό μυστικό ή inside joke. Τα midnight movies επαναπροσδιορίστηκαν και αγκαλιάστηκαν από το κοινό τους, η κοινότητά τους τα κατέλαβε ολοκληρωτικά και ταυτόχρονα έγινε αδιαχώριστο κομμάτι τους. Ο ίδιος ο Jodorowsky για το El Topo έλεγε «It’s so extreme you need to laugh about it, no?», κάνοντας και έναν πλάγιο παραλληλισμό με την ίδια τη ζωή. Όσο τηρείται αυτή η αρχή σεβασμού στο έργο και στο υπόλοιπο κοινό, αυτές οι πρακτικές δε μπορεί παρά να είναι θεμιτές.
Πολλές φορές έχουμε αναφερθεί, θετικά ή αρνητικά ανάλογα την περίπτωση, στην τάση της ποπ κουλτούρας τα τελευταία χρόνια να αναβιώνει φαινόμενα και πρακτικές του παρελθόντος. Το περίεργο φαινόμενο της αίσθησης νοσταλγίας για μια εποχή που η δική μας ηλικιακή κατηγορία δεν έχει καν ζήσει έχει γίνει αντιληπτό από μια ολόκληρη βιομηχανία θεάματος. Κινήσεις όπως του αυτή Midnight Express, που εκκινεί από το περιθώριο αυτής της τάσης, που δεν το αντιμετωπίζουν ως ένα ακόμα πεδίο κερδοφορίας αλλά ως πεδίο με δυνατότητα μετάδοσης ενός πάθους, αν μη τι άλλο αξίζουν τον σεβασμό και τη στήριξή μας και ελπίζουμε να διευρυνθούν ακόμα περισσότερο. Άλλωστε, σε μια περίοδο που η κάθε μορφής ψυχαγωγία τείνει να γίνει όλο και πιο εξατομικευμένη εμπειρία, οι συλλογικοποιήσεις προσωπικών εμπειριών, ενδιαφερόντων και γνώσεων δεν μπορεί παρά να είναι θεμιτή. Σε τελευταία ανάλυση, μπορεί και ό,τι έχουμε πει παραπάνω να είναι και προσωπικές ερμηνείες με μικρή σχέση με την πραγματικότητα. Όλα μπορούν να ειπωθούν με τη χαρακτηριστική απλότητα του Lynch: «Well, it’ s night-time, and you’re with an audience, and the lights go down, and you go into a world».
Οι προβολές του Midnight Express γίνονται τα Σάββατα στις 00.30 το βράδυ στον κινηματογράφο Ααβόρα (Ιπποκράτους 180), και ανακοινώνονται στο γκρουπ της ομάδας στο Facebook. Η επόμενη προβολή είναι το Carnival of Souls, το Σάββατο 31 Μάρτη.