Μετά από την ανάγνωση πέντε πλέον βιβλίων του, μπορώ να πω ότι τα έργα του Αύγουστου Κορτώ κατά βάση μου αρέσουν. Η γραφή του είναι μεστή, με πλήθος προφορικών στοιχείων, μπόλικη δόση ρεαλισμού και συνάμα χιούμορ (ακόμη και στις ιστορίες που δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ότι υπάρχει χώρος για το χιουμοριστικό στοιχείο). Ο Κορτώ είναι πολυγραφότατος, καθώς μας έχει συνηθίσει στην κυκλοφορία ενός βιβλίου του ετησίως τα τελευταία χρόνια. Πολλοί είναι εκείνοι που, αφορμώμενοι από τη συχνότητα με την οποία ο συγγραφέας παράγει και προσφέρει στο κοινό έργο, αναρωτιούνται κατά πόσο η ποιότητα των πονημάτων του παραμένει σταθερή. Ορισμένοι θεωρούν ότι κάθε βιβλίο του δεν είναι εξίσου δυνατό με το άλλο, αν και κατ’ εμέ δύσκολα αυτά πλήττουν τον αναγνώστη, όποια και αν είναι η κατάληξή τους.
Πάντως, στη Μικρή Λέξη Αγάπη (εκδόσεις Πατάκη) πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η βία κατά των γυναικών, αυτή η μορφή βίας που κάνει τη εμφάνισή της ύπουλα, καλά κρυμμένη σε φράσεις όπως «σε νοιάζομαι», «σ΄αγαπάω βρε κουτό, γι΄αυτό αντιδρώ έτσι», «συγγνώμη, δεν θα ξαναγίνει» και φυσικά στο χιλιοειπωμένο «ήταν η κακιά στιγμή». Μόνο που γνωρίζουμε με απόλυτη βεβαιότητα ότι καμία δήθεν κακή στιγμή δεν δύναται να προκαλέσει τέτοιο κακό. Καμία υποτιθέμενη κακή στιγμή δεν είναι υπαίτια για πλήθος βιαιοπραγίες και γυναικοκτονίες που λαμβάνουν χώρα καθημερινά σε όλη την υφήλιο. Αυτό το μήνυμα καταφέρνει να περάσει στους αναγνώστες ο Κορτώ μέσω του σαρκαστικού, αιχμηρού τρόπου γραφής του, ξετυλίγοντας με μαεστρία την ιστορία της Μάντιας, μια κοπέλας που μεταπηδάει από το ένα κακοποιητικό περιβάλλον στο άλλο, μαθημένη όπως είναι στη βία. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δύσκολα μπορεί κάποιος να αφαιρέσει από τη μνήμη του μόλις το διαβάσει.
Η Μάντια είναι κάτοικος ενός μικρού χωριού στην Ημαθία, κόρη ενός αλκοολικού, αυταρχικού και βίαιου πατέρα και μιας μητέρας φοβισμένης, που προσπαθεί μάταια να μαζέψει τα σπασμένα της συμπεριφοράς του συζύγου της. Περνάει τον καιρό της προσπαθώντας κατά κύριο λόγο να αποφεύγει να ξυπνήσει ένα ακόμα ξέσπασμα του πατέρα της, υπηρετώντας τον με όλους τους ανθρωπίνως δυνατούς τρόπους προκειμένου να μένει ευχαριστημένος και ήρεμος (πράγμα δύσκολο, όπως ο αναγνώστης διαπιστώνει). Με τον καιρό η Μάντια, ακολουθώντας το παράδειγμα της μητέρας της, μαθαίνει να αποκρύπτει τον πόνο της (σωματικό και ψυχικό) και να καμουφλάρει με μέικ απ τα σημάδια που αφήνει ο πατέρας της στο σώμα της μετά από κάθε βίαιο ξέσπασμά του. Κυρίαρχη έγνοια της οικογένειας, που αποτελείται και από ένα ζευγάρι δίδυμων αγοριών, είναι να υποκρίνονται την ευτυχία τους, παρόλο που είναι αμφίβολο κατά πόσο πείθουν τους συγχωριανούς οι οποίοι βέβαια δεν επρόκειτο ούτως ή αλλως να λάβουν ενεργό ρόλο στη βοήθεια των γυναικών της οικογένειας, όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας. Έτσι, με μια μόνιμη απειλή πάνω από το κεφάλι της η νεαρή κοπέλα αναγκάζεται να συνεχίσει η ζωή της χωρίς υπόνοιες στον περίγυρο για όσα αντιμετωπίζει, με αποτέλεσμα να μένει πίσω σε σχέση με τους συνομήλικους της που, ως παιδιά ενός σύγχρονου κόσμου, έρχονται σε επαφή ανά πάσα στιγμή με την επικαιρότητα. Σε αντίθεση με τη Μάντια, αυτοί μπορούν να παρακολουθούν τηλεόραση και να διαβάζουν βιβλία όποτε θέλουν, χωρίς περιορισμούς και ξυλοδαρμούς.
Τα πράγματα στην καθημερινότητα της Μάντιας σταδιακά θα αρχίζουν να αλλάζουν από τη στιγμή που θα συναντήσει σε σχολική εκδρομή της Γ’ λυκείου τον Άκη, φιλόλογο από τη Θεσσαλονίκη. Ο καθηγητής με την εντυπωσιακή εμφάνιση δεν θα φέρει αντίσταση όταν εκείνη θα τον προσεγγίσει, μάλιστα ζητάει τον αριθμό του κινητού της: μια φαινομενικά… αθώα κίνηση που μέλλεται να καθορίσει τη ζωή της. Η Μάντια του τον υπαγορεύει δίχως δισταγμό, θεωρώντας πως η συνάντηση αυτή ήταν απλά μια μικρή δόση ευφορίας στην χιλιοβασανισμένη της ζωή και τίποτα παραπάνω.
Πεπεισμένη πως δεν κατέχει τα γράμματα και ούσα δυσλεξική χωρίς επικουρία στο πλευρό της, η Μάντια παίρνει την απόφαση να μη δώσει Πανελλήνιες, απεναντίας το σκάει με την ευλογία (δηλαδή την οικονομική συνδρομή χάρη σε κάτι καλά φυλαγμένα πενηντάευρα) της μητέρας της πριν τελειώσει το λύκειο. Ο προορισμός της είναι η Θεσσαλονίκη, η μεγαλοπούπολη που βρίσκεται στη μικρότερη απόσταση από το χωριό που έζησε τα δεκαοχτώ της χρόνια και ο τόπος όπου η νεαρή ευελπιστεί να ξανασμίξει ο δρόμος της με εκείνον του Άκη. Πράγματι, η συνάντηση δεν αργεί να λάβει χώρα, αφού βέβαια η κοπέλα ήδη έχει καταφέρει να συγκατοικήσει με μια καινούργια φίλη, τη Λενιώ και να βρει απασχόληση ως σερβιτόρα σε γνωστή καφετέρια.
Ο Άκης εισέρχεται ξανά στη ζωή της σαν σίφουνας που πρόθεση έχει να μην αφήσει τίποτα όρθιο στον διάβα του. Τα πρώτα σημάδια της κακοποίησης είναι αρκετά αχνά και χρειάζεται έμπειρο μάτι για να τα εντοπίσει, δηλαδή αυτό που δεν έχει η δεκαοχτάχρονη. Αρχικά οι έντονες επιπλήξεις του όταν τη βλέπει να καπνίζει ή την ακούει να χρησιμοποιεί λάθος λέξεις και εκφράσεις της ελληνικής, το σκωτσέζικο ντους που της κάνει μη σηκώνοντας το τηλέφωνο του επίτηδες για μέρες, οι φιτιλιές που ύπουλα της βάζει για το μοναδική φίλη της, τη Λενιώ: όλα συμβαίνουν μεθοδικά ώστε να της ροκανίσει και τα ελάχιστα ψήγματα της αυτοπεποίθησής της. Οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές, καθώς της προτείνει να μείνει μαζί του ώστε να την ελέγχει απόλυτα, την παντρεύεται, την αναγκάζει σε σεξουαλική συνεύρεση, την απομονώνει πια ολότελα από τη φίλη της, την αφήνει έγκυο και ως αποτέλεσμα την υποχρεώνει να εγκαταλείψει τη δουλειά της, τη βρίζει, τη χτυπάει. Η ίδια η Μάντια δεν προβάλλει ιδιαίτερη αντίσταση αφενός γιατί συνεχίζει να είναι ερωτευμένη μαζί του (μέχρι σε βάθος χρόνου να την κάνει να τον σιχαθεί) αφετέρου πιστεύει πως όλη αυτή η κακομεταχείριση τής αξίζει μιας και δεν είναι αντάξιά του, δεν καταφέρνει να μην τον εκνευρίζει και μόνο με την υπόστασή της. Βαθμιαία βυθίζεται όλο και περισσότερο στην άβυσσο, αποχαιρετώντας μια για πάντα τη σύντομη χαρά που πρόλαβε να της χαρίσει η ζωή της το πρώτο χρονικό διάστημα αφότου μετακόμισε στην πόλη του Βαρδάρη.
Όσα έπονται δοκιμάζουν τους αναγνώστες με τη σκληρότητα που τα χαρακτηρίζει. Οι περιγραφές της βίας είναι ωμές, δεν κρύβουν καμία λεπτομέρεια αλλά παρουσιάζουν τη στυγνή πραγματικότητα της κακοποίησης χωρίς ωραιοποιήσεις. Ο Κορτώ γνωρίζει καλά πώς να εξιστορεί ακόμα και την πιο βάναυση κατάσταση λες και κάθεται στο μπαλκόνι με τον αναγνώστη και του τα διηγείται πρόσωπο με πρόσωπο. Η αμεσότητα της έκφρασής του λυγίζει και σίδερα, τοποθετώντας παράλληλα όσους διαβάζουν το βιβλίο μέσα στα γεγονότα, σαν να βρίσκονται μέσα στο σπίτι του ζευγαριού και να βιώνουν οι ίδιοι την αγριότητα. Ο Άκης πρόκειται για έναν άντρα χωρίς κανέναν φραγμό, εξαγριωμένο με την ίδια του τη ζωή, γεμάτο με μίσος απέναντι σε οτιδήποτε δεν καταλαβαίνει: τους ψυχολόγους, τους γυναικολόγους (απαγορεύει στη Μάντια να επισκεφθεί γυναικολόγο για όλη τη διάρκεια της κύησης μέχρι που η ίδια καταφεύγει σε μία μετά από ένα αιμορραγικό επεισόδιο, έχοντας να αντιμετωπίσει βέβαια έπειτα τις συνέπειες), την ομοφυλοφιλία, τη γυναικεία σεξουαλικότητα, τη γυναικεία φιλία, την αγάπη. Πολύ συχνά ξεσπάει, κακοχαρακτηρίζοντας ό,τι εκείνος πιστεύει πως θα επηρεάσει τη σχέση του με τη Μάντια, αδυνατώντας να καταλάβει ότι ο ίδιος υποδαυλίζει τη σχέση μέρα με τη μέρα. Είναι ένας άντρας κακοποιητικός, αυταρχικός, που θεωρεί τη γυναίκα του κτήμα του, που δεν θα δίσταζε να τη σκοτώσει εάν ένιωθε ότι απειλούνταν από τη ζωή και τις συνήθειές της. Γι΄ αυτό και φροντίζει από πολύ νωρίς να εξαλείψει κάθε προτίμηση της Μάντιας, οτιδήποτε εκείνη αγαπάει, στηριζόμενος στην ανεπάρκεια που η ίδια αισθάνεται για τον εαυτό της έχοντας μεγαλώσει με έναν πατέρα που ο μόνος τρόπος επικοινωνίας του ήταν η βία κάθε μορφής. Δεν είναι περίεργο που η κοπέλα αφήνει τον έναν κακοποιητή για να στραφεί στον άλλον. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει γαλουχηθεί, αυτό έχει εσωτερικεύσει όταν βλέπει τη μητέρα της να υπομένει αδιαμαρτύρητα την κακοποίηση του συζύγου της. Το υποσυνείδητο της Μάντιας έχει καταγράψει πως αγάπη σημαίνει κακοπέραση, και ας μοιάζει αυτή η διαπίστωση κατάφωρη αδικία.
Ο μόνος τρόπος να τερματιστεί αυτή η σχέση είναι με τον θάνατο ενός από τα μέλη της. Σε αυτή τη συνειδητοποίηση καταλήγει η Μάντια όταν η ζωή της παίρνει ακόμα χειρότερη τροπή καθώς ο γιος της, μωρό ακόμα, αρρωσταίνει εξαιτίας της αμορφωσιάς του Άκη, που αρνείται κάθετα να τον εμβολιάσει. Η κοπέλα έχει απωλέσει την υποτυπώδη αγάπη για τον εαυτό της, αλλά δεν θα μείνει αμέτοχη όταν βλέπει τις ολέθριες συνέπειες του γάμου της στο παιδί της. Καθώς τα γεγονότα διαδέχονται το ένα το άλλο, η Μάντια αφήνει την τεραστίων διαστάσεων οργή που έχει συσσωρεύσει να εκραγεί, έχοντας προσπαθήσει πρώτα να την αποκρύψει ώστε να δράσει αθόρυβα και να βγάλει τον σύζυγό της από τη μέση, ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την πορεία μιας χαροκαμένης μάνας προς τη λύτρωση, μιας γυναίκας που παλεύει ακόμα για τη ζωή της παρά το τέρας που καραδοκεί και απειλεί να τη σκοτώσει, παρά την ψυχική εξαθλίωση στην οποία έχει περιέλθει. Η Μάντια, προετοιμασμένη χρόνια ολόκληρα γι’ αυτό, θα καταλήξει στην αυτοδικία και θα είναι ο δρόμος της προς την ελευθερία. Με τι κόστος όμως;
Ο συγγραφέας αριστοτεχνικά σκιαγραφεί την πορεία μιας σχέσης που δημιουργήθηκε με μοναδικό σκοπό την αυτοκαταστροφή της. Φανερά ευαισθητοποιημένος από τις συνεχόμενες ειδήσεις γυναικοκτονιών που συγκλονίζουν την ελληνική κοινωνία και απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης, ο Αύγουστος Κορτώ δημιουργεί ένα έργο που τοποθετεί κάτω από το μικροσκόπιο τις κακοποιητικές σχέσεις. Τα σημάδια βρίσκονται εκεί από την αρχή όπως ο συγγραφέας αφήνει ξεκάθαρα να φανεί στο βιβλίο του, ωστόσο κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να κατηγορήσει μια γυναίκα που πέφτει στα δίχτυα ενός κακοποιητικού άντρα, πιθανώς (όχι απαραίτητα φυσικά) νάρκισσου, σίγουρα μισογύνη γεμάτο απέχθεια για τις θηλυκότητες. Σε κανένα σημείο του βιβλίου δεν θα βρει κανείς κάτι στο παρελθόν ή στο παρόν του θύτη που να δικαιολογεί τις πράξεις του, επειδή κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Η έμφυλη βία είναι ένα συστημικό φαινόμενο που χρειάζεται να εκλείψει. Ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό είναι η εκπαίδευση, η ενημέρωση, η ευαισθητοποίηση. Το βιβλίο που κρατώ στα χέρια μου είναι το λιθαράκι που ευελπιστεί να βάλει ο συγγραφέας, μαζί με τις πολυάριθμες αναρτήσεις του περί του θέματος στον λογαριασμό που διατηρεί στο Facebook προκειμένου να μάθουν κάτι έστω και όσοι αντιστέκονται στη γνώση αυτή, στον σκληρό ρεαλισμό της βίας κατά των θηλυκοτήτων. Δεν είναι ένα βιβλίο που θα διάβαζα ξανά εύκολα, και ας έχει δόσεις χιούμορ εκεί όπου αυτές μπορούν να ενσωματωθούν, για να αντέχεται η τόση βαναυσότητα. Σίγουρα αποτελεί ένα έργο που θα συνιστούσα σε όσους ενδιαφέρονται να το διαβάσουν, γιατί ο δημιουργός του δεν χαρίζει κάστανα. Δικαίως.