Θα νόμιζε κανείς ότι με το Hollywood θα είχε μάθει από τα λάθη του και μετά από δεκαετίες αρνητική απεικόνισης όσων πήγαιναν έστω και τυπικά κόντρα στο αμερικάνικο όνειρο, θα είχε τουλάχιστον μετανοήσει κάπως, έστω και ψεύτικα, απλά για να αποφύγει το κράξιμο.
Προφανώς όμως δεν συνέβη τίποτα τέτοιο και τα τέρατα του marketing των ΗΠΑ έρχονται να λανσάρουν μια ταινία στην οποία μια αμερικάνικη οικογένεια πηγαίνει σε μια (ανώνυμη) ασιατική χώρα και καταλήγει να τρέχει για την ζωή της, με όλα τα κακά κλισέ που κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Και αυτό είναι το No Escape των αδερφών Dowdle (Quarantine, Devil ), μια κάκιστη και προσβλητική ταινία η οποία φαντάζει ακόμα πιο ανόητη σε καιρούς όξυνσης της κρίσης και της πολιτικής αστάθειας για την οποία ευθύνονται σε τεράστιο βαθμό οι ΗΠΑ, και φυσικά της διαρκώς αυξανόμενης προσφυγικής κρίσης.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ταινία ξεκινά με την δολοφονία του πρωθυπουργού της χώρας (όντως η χώρα μένει σε όλο το έργο ανώνυμη, αναφερόμενη απλά ως Ασία, γιατί προφανώς για τους Αμερικάνους η Ασία είναι ένα μέρος, συγχαρητήρια στο αμερικανικό εκπαιδευτικό σύστημα) από αντάρτες, που εκείνη την στιγμή είναι πραγματικά η προσωποποίηση της κακίας και του μίσους, αν μπορούσαν θα έγραφαν στο μέτωπο τους ΣΑΤΑΝΑΣ για να γίνει ακόμα πιο εμφανές ότι είναι κακοί. Για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, τόσο σε αυτή την σκηνή όσο και σε όλη την ταινία, οι ντόπιοι μιλάνε στην γλώσσα τους, την οποία φυσικά δεν μεταφράζουν. Οι μόνες λέξεις που επιτρέπεται να ακούσει από αυτούς ο θεατής είναι DIE, KILL, DEATH και τα παράγωγα τους.
Γυρίζουμε λίγη ώρα πίσω και πάμε στην οικογένεια ενός Αμερικάνου μηχανικού (Owen Wilson) που έρχεται να δουλέψει για την εταιρεία που όπως μαθαίνουμε λίγο αργότερα έχει αγοράσει το υδρευτικό δίκτυο ολόκληρης της χώρας, και έχει ανεβάσει τις τιμές στα ύψη, με αποτέλεσμα άνθρωποι να πεθαίνουν κυριολεκτικά της δίψας. Βέβαια για τον καλό Αμερικάνο αυτό είναι αδιάφορο και ο ίδιος θεωρεί πως βοηθά την ανάπτυξη της χώρας. Το αθώο και (υπερβολικά) λευκό cast της οικογένειας συμπληρώνουν η (φρικτή) Lake Bell (In a World) και δυο αδιάφορα και εκνευριστικά παιδάκια. Στο αεροπλάνο λοιπόν βρίσκουν και τον έτερο καλό ηθοποιό αυτής της ταινίας που κάπως έπρεπε να πληρώσει το νοίκι και αυτόν τον μήνα, τον Pierce Brosnan. Γενικότερα μονάχα αυτός και ο Wilson κάνουν κάποια προσπάθεια στο να γίνουν προσεγγίσιμοι, χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει πως δεν θα ήθελες να πεθάνουν. Επομένως σβήνουμε και τις ερμηνείες από τα όποια θετικά μπορεί να είχε αυτή η ταινία.
Φθάνοντας στην Ασία φρίττουν με το χαμηλό επίπεδο ζωής και γενικότερα υποβιβάζουν όσο γίνεται τους ντόπιους. Ευτυχώς η φάση χαρούμενη λευκή αστική οικογένεια δεν κρατά πολύ, ξεσπά η εξέγερση και τους παίρνουν στο κυνήγι. Το υπόλοιπο της ταινίας κυλά αδιάφορα για τον θεατή, ενώ η ταινία προσπαθεί όσο γίνεται να του τραβήξει το ενδιαφέρον με χιλιοπαιγμένα πλάνα, κλισέ για να χτίσει ένταση και πολύ, μα πολύ μελό «για την οικογένεια ρε γαμώτο». Μοναδική στιγμή που την παλεύει σε όλο αυτό είναι όταν ο Pierce Brosnan παραδέχεται ότι οι εταιρίες και οι χώρες που τις υπηρετούν είναι στυγνοί οικονομικοί δολοφόνοι. Και πάλι όμως ο μονόλογος αυτός δόθηκε τυπικά και μόνο για να δοθεί, υπό το πρίσμα ενός στείρου ανθρωπισμού, που θα ήταν ένα βήμα μπρος… αν λεγόταν πριν 10 χρόνια. Τώρα απλά εντείνει την ενόχληση που νιώθει ο θεατής όταν βλέπεις πως αντιμετωπίζονται άνθρωποι εξεγερμένοι.
Και αυτή η ενόχληση σου μένει μέχρι το (αναπόφευκτα) κλισέ τέλος. Δεν ξέρω το γιατί θεώρησαν πως είναι καλή ιδέα να κάνουν αυτήν την ταινία ή να την προωθήσουν την συγκεκριμένη περίοδο, αλλά σίγουρα το να την δείτε είναι μια κακή, πολύ κακή ιδέα.