Τον Neil Gaiman τον ξέρουμε καλά. Είναι ένας εξαιρετικά ταλαντούχος δημιουργός με έργο που απλώνεται από κόμικ και graphic novel μέχρι διηγήματα, μυθιστορήματα και σενάρια για τον κινηματογράφο. Μεταξύ αυτών έχουν ξεχωρίσει τα κόμικ Sandman, 1602, Swamp Thing για τα οποία έχει γράψει το σενάριο αλλά και δεκάδες μυθιστορήματα, μεταξύ αυτών τα American Gods και Coraline. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι το μυθιστόρημα, “Ο Ωκεανός στο τέλος του δρόμου”, που κυκλοφόρησε το 2013 (στα ελληνικά από τις εκδόσεις SΕΛΙΝΙ, μετάφραση και επιμέλεια της Μαρίας Έξαρχου) είναι ένα μαγευτικό ταξίδι στην παιδική ηλικία, τους φόβους και τις ελπίδες της. Ούτε βέβαια προκαλεί έκπληξη ότι βραβεύτηκε ως το καλύτερο βιβλίο του 2013 στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Gaiman πιάνει ξανά το βασικό μοτίβο του Coraline, το συνδυάζει με μυθολογικά στοιχεία, στα οποία έχει εντρυφήσει, και δίνει ένα ακόμα εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Η ιστορία ξεκινάει με τον αφηγητή/πρωταγωνιστή, το όνομα του οποίου δεν μαθαίνουμε ποτέ, να επιστρέφει στο Σάσεξ όπου μεγάλωσε για μία κηδεία. Καθώς επιστρέφει στο οικόπεδο όπου κάποτε βρισκόταν το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε, θυμάται το αγρόκτημα στο τέλος του δρόμου και τη Λέτι Χέμπστοκ, τη φίλη του που ισχυριζόταν ότι η λιμνούλα πίσω από το σπίτι της είναι ωκεανός. Φθάνοντας εκεί θα συναντήσει τη γιαγιά της φίλης του και θα καθίσει για λίγο δίπλα στη λιμνούλα, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Στο σημείο αυτό επανέρχονται ξεχασμένες αναμνήσεις και αρχίζει η αφήγηση της ιστορίας του πρωταγωνιστή όταν ήταν εφτά χρονών. Όπως μας λέει ο ίδιος : «Τα θυμήθηκα όλα και, ταυτόχρονα, ήξερα πως δεν θα μου έμενα για πολύ, όλα αυτά τα πράγματα που μου ήρθαν στο μυαλό, ενώ καθόμουν στο πράσινο παγκάκι δίπλα στη λιμνούλα που η Λέτι Χέμπστοκ με είχε πείσει κάποτε πως ήταν ωκεανός».
Η αφήγηση που ακολουθεί μας διηγείται τη ζωή ενός μοναχικού εφτάχρονου αγοριού που ζει περισσότερο μέσα στα βιβλία του παρά στον υπόλοιπο κόσμο και φοβάται να αντιπαρατεθεί με τους «μεγάλους» γιατί φαίνονται τόσο σίγουροι για ότι κάνουν. Το υπερφυσικό στοιχείο έχει κεντρικό ρόλο στην ιστορία : η αυτοκτονία ενός ενοίκου του σπιτιού του πρωταγωνιστή θα ανοίξει το δρόμο για να έρθει στον κόσμο μας ένα πλάσμα που σαγηνεύει και χειραγωγεί τους ανθρώπους, υποκρινόμενο ότι τους προσφέρει ότι πραγματικά ποθούν. Θα διασπάσει πολύ γρήγορα την οικογένεια του πρωταγωνιστή και θα στρέψει τους απόμακρους γονείς του εναντίον του. Η μόνη του ελπίδα βρίσκεται στην οικογένεια Χέμπστοκ που αποτελείται από τρεις γυναίκες, κόρη, μητέρα και γιαγιά, που φαίνεται πως είναι κάτι πολύ περισσότερο από αυτό που δείχνουν προς τα έξω. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από αυτή την κλασική αναμέτρηση, χωρίς όμως να κυριαρχεί το μεταφυσικό στοιχείο. Περισσότερο χρησιμεύει για να σχηματοποιήσει τους φόβους και τις ανησυχίες ενός μικρού παιδιού, το οποίο νιώθει τρομαγμένο όχι τόσο από το μεταφυσικό εχθρό του αλλά από μια πραγματικότητα που δεν καταλαβαίνει και για την οποία δεν μπορεί να μιλήσει με κανέναν.
Σε αυτό το σημείο βρίσκεται ένα από τα μεγαλύτερα ατού του βιβλίου και της γραφής του Gaiman, ο οποίος αποτυπώνει με μεγάλη ακρίβεια την παιδική ηλικία και το χάσμα με τον κόσμο των «μεγάλων». Ο πρωταγωνιστής νιώθει ίδιο δέος απέναντι στο πλάσμα από το υπερπέραν, στα οικονομικά προβλήματα των γονιών του που τους οδηγούν να νοικιάσουν το δωμάτιο του σε ξένους αλλά και στο φαγητό των Χέμπστοκ που τον ηρεμεί και του δίνει μια αίσθηση ασφάλειας. Ο τρόμος, αντίστοιχα, προέρχεται εξίσου από τη δράση του πλάσματος αλλά και από τον ακατανόητο κόσμο των μεγάλων. Συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε όλους τους κόσμους είναι η οικογένεια Χεμπστοκ και η μικρή Λέτι που φαινομενικά είναι μόλις έντεκα χρονών, κουβαλάει όμως τη σοφία αιώνων. Αυτή στέκεται στο πλευρό του πρωταγωνιστή και θα σταθεί οδηγός μέσα στον εφιάλτη που ζει, εξηγώντας του ότι δεν υπάρχουν πραγματικά «μεγάλοι» στον κόσμο, μόνο φαίνονται τέτοιοι απέξω. Το χάσμα όμως δεν μπορεί να ξεπεραστεί : έτσι ο ενήλικος πρωταγωνιστής έχει ξεχάσει την παιδική του περιπέτεια και την ξαναθυμάται μόνο για μερικές ώρες, όταν σε σταυροδρόμια της ζωής του επιστρέφει στο αγρόκτημα των Χεμπστοκ και στέκεται μπροστά από τη λιμνούλα. Στις δύσκολες στιγμές για τον πρωταγωνιστή, η επιστροφή στους παιδικούς φόβους έρχεται με φυσικό τρόπο αλλά μαζί της φέρνει και τη λύτρωση.
Συνολικά, το έργο αυτό του Gaiman δεν χαρακτηρίζεται από πρωτοτυπία ούτε στο θέμα του ούτε στην εξέλιξη της ιστορίας και οι χαρακτήρες που προέρχονται από τη σφαίρα του μεταφυσικού μοιάζουν με στοιχειά, πνεύματα, μάγισσες χωρίς ποτέ να κατονομάζονται ως τέτοια. Όμως η γραφή του αποτυπώνει άριστα τους χαρακτήρες, τις σχέσεις τους και τον κόσμο γύρω τους, προσαρμόζοντας κάθε περιγραφή στη συγκεκριμένη οπτική του νεαρού παιδιού και στην κατάσταση που βρίσκεται σε κάθε φάση της ιστορίας. Είναι ένα βιβλίο που έχει γραφθεί με τα μάτια ενός παιδιού αλλά απευθύνεται κυρίως σε ενήλικες που θέλουν να θυμηθούν και να αντιμετωπίσουν ξανά τους φόβους τους, να φθάσουν στο τέλος του εφιάλτη. Ακόμα και αν δεν τη θυμούνται μετά, κουβαλάνε αυτή τη διαδρομή μαζί τους για πάντα. Ο Gaiman μας καλεί να την περπατήσουμε ξανά!
“Oι μεγάλοι δεν μοιάζουν με μεγάλους μέσα τους. Απέξω είναι μεγάλοι και άφοβοι και πάντα ξέρουν τι κάνουν. Από μέσα, μοιάζουν όπως έμοιαζαν πάντα. Όπως όταν ήταν στην ηλικία σου. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχουν μεγάλοι. Ούτε ένας, σε ολόκληρο τον κόσμο…”