Από τις εκδόσεις Oposito, κυκλοφόρησε πριν μερικούς μήνες το πρώτο βιβλίο του γνωστού Γάλλου συγγραφέα, Ζαν Μπερνάρ Πουί με τον προκλητικό τίτλο «Ο Σπινόζα γαμάει τον Χέγκελ». Τοποθετείται σε έναν κόσμο μετά από άγνωστης φύσης καταστροφή που άφησε τη Γαλλία ερειπωμένη και διέλυσε όλους τους κρατικούς θεσμούς.
Αν και ο συγγραφέας ποτέ δεν μας δίνει λεπτομέρειες για την καταστροφή, από τις πρώτες σελίδες καταλαβαίνουμε ότι τίποτα δεν είναι όπως πρώτα · οι επιζήσαντες έχουν απαρνηθεί τις νόρμες της κοινωνίας πριν την καταστροφή και διαχειρίζονται το τραύμα και το σοκ με έναν ιδιαίτερο τρόπο.Στο μετα-αποκαλυπτικό σκηνικό, χιλιάδες άνθρωποι οργανώνονται σε περίεργες ομάδες με ευφάνταστα ονόματα που τα δανείζονται από φιλοσόφους, καλλιτέχνες, επαναστάτες και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς. Οι «Μαύροι Πάνεκεκ», οι «Σοβιετικοί Ραδιενεργοί» και πολλές ομάδες με παρεμφερή ονόματα οπλίζονται και ξεχύνονται σε ένα πανηγύρι βίας και ασταμάτητων αιματηρών συγκρούσεων χωρίς συγκεκριμένο στόχο.
Μεταξύ αυτών και ο πρωταγωνιστής, ο Ζούλιους Πουέκ, που αποφασίζει να πορευθεί με το ψευδώνυμο Σπινόζα και να συγκροτήσει την Ένοπλη Σπινοζική Φράξια. Μετά από μερικές μάχες, αποφασίζει ότι ο μέγιστος εχθρός του είναι η αντίπαλη ομάδα των Νέων Χεγκελιανών και έτσι ξεκινάει ένα κυνηγητό ανάμεσα στα ερείπια της Γαλλίας με μόνο σκοπό την (αλληλο)εξόντωση. Ενώ οι διάφορες ομάδες σφάζονται ανελέητα μεταξύ τους, το κάνουν χωρίς μίσος, μοιραζόμενοι μία αμοιβαία εκτίμηση για το πάθος για ζωή, για τη διάθεση να εκμεταλλευτούν με αυτό τον τρόπο την ευκαιρία που τους δόθηκε. Ο «Σπινόζα» σκοτώνει αλλά δεν απεχθάνεται ούτε μισεί · αυτά τα αισθήματα τα κρατάει για όσους ονομάζει «νεόμπατσους», για τις ομάδες πολιτών που οργανώνονται με στόχο να ξαναστήσουν τον κρατικό μηχανισμό και να επιβάλλουν την τάξη στο χάος. Δεν θέλει να γυρίσει σε μία προηγούμενη εποχή γεμάτη με «κενές και άγονες διασκεδάσεις… τότε που βγαίναμε τα σαββατόβραδα και πείθαμε τους εαυτούς μας πως διασκεδάζαμε». Μία άγρια χαρά συνεπαίρνει τον πρωταγωνιστή και τους συνοδοιπόρους του που χορεύουν στα ερείπια του πολιτισμού και της οργανωμένης κοινωνίας, επιδιώκοντας να ζήσουν αυτή την ευκαιρία μέχρι θανάτου.
Ο Πουί στήνει μία ιδιαίτερη ιστορία αντλώντας από ετερόκλητα συστήματα για να φτιάξει κάτι μοναδικό. Είναι εμφανές ότι εμπνέεται από το πλήθος αριστερίστικων ομάδων του Μάη του ’68 για το χαοτικό μοντέλο των δικών του «συλλογικοτήτων». Πολύ περισσότερο φαίνεται να εμπνέεται από την αδυναμία των γεγονότων του Μάη να αλλάξουν συνολικά τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες. Έτσι μας δίνει ανθρωπότυπους που εγκατέλειψαν την ελπίδα της κοινωνικής επανάστασης και τους έμεινε ο φετιχισμός της βίας και η απόλαυση της καταστροφής των καταπιεστικών θεσμών, ακόμα και αν αυτή η καταστροφή δεν προήλθε από τη συνειδητή δράση του λαού.
Ταυτόχρονα, ο Πουί εντάσσεται στην άνοδο της δυστοπικής μετα-αποκαλυπτικής φαντασίας στη δεκαετία του ’80. Σαφώς επηρεασμένος από τη 2η ταινία της σειράς Mad Max που κυκλοφόρησε το 1981, προχωράει στη λογοτεχνική εκδοχή της μείξης γουέστερν με επιστημονική φαντασία, βαδίζοντας στα χνάρια της ταινίας-ορόσημο του Miller. Οι συγκρούσεις των ομάδων περιγράφονται σαν μονομαχίες σε πόλεις της Άγριας Δύσης ενώ ο πρωταγωνιστής έχει απαρνηθεί την προσκόλληση στα υλικά αγαθά με μόνη εξαίρεση ένα ζευγάρι μπότες από δέρμα φιδιού, το πιστόλι του και τη μηχανή του — κατά αναλογία της αγάπης του περιπλανώμενου καουμπόη για το όπλο και το άλογο του. Από την μετα-αποκαλυπτική επιστημονική φαντασία, ο Πουί δανείζεται τις εικόνες της περιπλάνησης σε ένα κόσμο όπου το οδικό δίκτυο και ο ιστός των πόλεων έχουν χάσει τη σημασία τους, οδηγώντας σε μία ιδιαίτερη διεύρυνση της αντίληψης των ανθρώπων για το ταξίδι. Όπως οι εχθροί του Mad Max περιπλανώνται στην έρημο της Αυστραλίας και προκαλούν ανούσιες συγκρούσεις, αντίστοιχα η Ένοπλη Σπινοζική Φράξια γυρνάει στη γαλλική επαρχία, αναζητώντας πιθανούς εχθρούς ενώ περιφρονεί τις προσπάθειες να ξαναστηθεί ο αστικός ιστός. Είναι και αυτό ένα βασικό κομμάτι της ελευθερίας σε έναν κόσμο χωρίς συμβάσεις.
Φυσικά, αυτό το ταξίδι που αναζητά συγχρόνως την ελευθερία και τον θάνατο είναι γεμάτο αντιφάσεις, όπως ακριβώς οι χαρακτήρες που επιδίδονται σε αυτό. Ντύνουν με πολιτικές και φιλοσοφικές σημαίες τις διάφορες ομαδοποιήσεις αλλά αδιαφορούν πλήρως για μία αναγέννηση της φιλοσοφίας, είναι χυδαίοι και σεξιστές, βρίζουν προσπαθώντας να προσβάλλουν τον ανδρισμό του εκάστοτε αντιπάλου τους — ο ίδιος ο τίτλος του βιβλίου είναι πολεμική ιαχή πριν την τελική μάχη. Την ίδια στιγμή, οι περισσότεροι έχουν γίνει ομοφυλόφιλοι σε έναν κόσμο όπου οι γυναίκες απουσιάζουν και βιώνουν με έναν ποιητικό τρόπο την απώλεια του κάθε συντρόφου τους. Βιώνουν διαρκώς ένα αδιέξοδο: γνωρίζουν ότι η γιορτή της βίας σύντομα θα τελειώσει, δεν θέλουν να γυρίσουν στην κοινωνική οργάνωση όπως τη γνώρισαν ούτε μπορούν, όμως, να διανοηθούν ένα νέο βιώσιμο τρόπο ζωής. Με αυτό τον τρόπο, οι χαρακτήρες του Πουί είναι ακραίοι σε ό,τι κάνουν, ακατανόητοι από πολλές απόψεις αλλά βαθιά ανθρώπινοι, πνιγμένοι μέσα σε αδιέξοδα που αναγνωρίζουμε — ακόμα και αν δεν τα αντιμετωπίζουμε με αυτό τον τρόπο.
Δεν υπάρχει λόγος όμως να τους λυπηθούμε γιατί, όπως λέει και ο πρωταγωνιστής, ο «Σπινόζα»:
«βρήκα μία ρωγμή, βίωσα μία ρωγμή κι είμαι ευτυχής που την απόλαυσα μέχρι θανάτου»