Η λογοκρισία είναι, πιθανώς, ο σπουδαιότερος εχθρός που έχει να αντιμετωπίσει ένα ριζοσπαστικό έργο. Από την Φάρμα των Ζώων μέχρι τη Λολίτα, δεν είναι λίγα τα βιβλία που έχουν απαγορευτεί από αυταρχικά (αλλά και από, θεωρητικά, προοδευτικά) καθεστώτα, για το περιεχόμενό τους. Ένα από τα σπουδαιότερα είναι το Ουδέν Νεώτερο Από το Δυτικό Μέτωπο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, ο οποίος ανακηρύχθηκε εχθρός του καθεστώτος της χιτλερικής Γερμανίας, είδε τα βιβλία του να τυλίγονται στις φλόγες και τελικά αυτοεξορίστηκε.
Προφανώς, στα χρόνια εκείνου του τόσο εξτρεμιστικού καθεστώτος, δεν χρειαζόταν και μεγάλη αφορμή για να καταστραφεί ένα λογοτεχνικό πόνημα. Το Ουδέν Νεώτερο Από το Δυτικό Μέτωπο ήταν τόσο επικίνδυνο για τη ναζιστική κυβέρνηση διότι μέσα στις διακόσιες σελίδες του κατέστρεφε όσα προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να χτίσει η προπαγάνδα του Γκαίμπελς και καταδείκνυε το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου.
Σήμερα, πολλοί κηρύττουν την πολύ απλή αλήθεια για τις πολεμικές συγκρούσεις, ότι μόνο καταστροφή και χάος μπορούν να προξενήσουν. Μόνο, όμως, κάποιος που έχει μπει στο πεδίο της μάχης, που έχει αναγκαστεί να σκοτώσει εν ψυχρώ έναν άλλον άνθρωπο ενώ πάνω από το κεφάλι του σκάνε οι οβίδες, γνωρίζει και κατανοεί πλήρως το μέγεθος της φρίκης. Ο Ρεμάρκ είχε επιστρατευτεί και είχε πολεμήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο · ήταν αρκετά τυχερός (;) ώστε να επιβιώσει και τελικά να επιστρέψει πίσω, διαφορετικός άνθρωπος, για να γράψει αυτό που θα αναγνωριζόταν αργότερα ως ένα αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο συγγραφέας δίνει, λοιπόν, ζωή στον Πολ και στους φίλους του, δεκαεννιάχρονα παιδάκια που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη τους στην Γερμανία και να εισαχθούν βίαια στην εξίσου βίαιη πραγματικότητα των χαρακωμάτων. Εκτός από την επικείμενη απειλή του θανάτου, θα αντιμετωπίσουν τα καψώνια από τους ανώτερούς τους, τις ψείρες, την πείνα, αλλά και την αποκτήνωση, καθώς κάθε ένας θα αναγκαστεί να αλλάξει τις συνήθειές του, να εγκαταλείψει την ανθρωπιά του και να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες.
Θα περίμενε κανείς από αυτήν την περιγραφή ότι η κριτική στον πόλεμο γίνεται μέσα από τις εμπειρίες των νεαρών στα χαρακώματα. Πράγματι, αυτό είναι αλήθεια· η σπουδαιότερη κριτική, όμως, ασκείται από τις στιγμές που ο Πολ και οι άλλοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους μακριά από το μέτωπο, σκεφτόμενοι το παρελθόν τους, αλλά και το μέλλον τους. Στην σκέψη τους, στα λόγια τους, υπάρχει έκδηλος ο μηδενισμός. Κάθε φαντάρος είναι αβέβαιος για το τι τον περιμένει μετά την λήξη του πολέμου. Οι μικρότεροι δεν έχουν καμία ζωή έτοιμη, πρέπει να ξεκινήσουν από το μηδέν. Οι γηραιότεροι θα επιστρέψουν στις άσχημα αμειβόμενες δουλειές τους, στις άσχημες γειτονιές τους , στις άσχημες ζωές τους. Ακόμα και μετά το τέλος, λοιπόν, αν επιβιώσουν οι στρατιώτες, η επίδραση του πολέμου θα συνεχίσει να τους ακολουθεί, στερώντας τους την ανθρώπινη ζωή που δικαιούνται.
Κριτική, φυσικά, ασκείται και στην εξουσία, αλλά και την γερουσία, αυτούς που δεν κρατάνε όπλο στα χέρια τους, αλλά δίνουν διαταγές και συμβουλές εκ του ασφαλούς. Διότι, έξω από το χορό, ο καθένας μπορεί να λέει ότι θέλει, χωρίς, όμως, να έχει ιδέα για το τι πραγματικά γίνεται μέσα. Έτσι, εδώ έχουμε απλά παιδιά που παραπλανήθηκαν από γονείς, καθηγητές και αξιωματούχους. Για να καταταγούν, έφαγαν παραμύθι με το κιλό, ξεγελάστηκαν, μόνο και μόνο για να έρθουν σε επαφή με την θλιβερή αλήθεια: ο πόλεμος δεν σε κάνει ήρωα, αλλά τέρας. Χιλιάδες ζωές χάνονται, για το όφελος των λίγων. Για αυτό και κατά τον πρωταγωνιστή, εντελώς κυνικά, ο σωστός τρόπος για να αναμετρηθούν δύο κράτη είναι να βάλουν τους πέντε-έξι αρχηγούς τους να αλληλοσκοτωθούν και ο νικητής να πάρει και τον πόλεμο.
Από την άλλη, το αντίπαλο στρατόπεδο σπάνια κάνει την εμφάνισή του, για να αναμετρηθεί με τους πρωταγωνιστές. Όταν ο Πολ, τελικά, σκοτώνει τον πρώτο του εχθρό σε μάχη σώμα με σώμα, η πράξη δεν παρουσιάζεται ως ανδραγάθημα, αλλά ως κάτι ανατριχιαστικό. Το να σκοτώνει κανείς από μακριά είναι φρικτό, αλλά ευκολότερο, διότι δεν υπάρχει διαπροσωπική σύνδεση. Όταν έρχεσαι, όμως, πρόσωπο με πρόσωπο με το θύμα σου, τότε είναι πολύ πιο επώδυνο.
Δεν είμαι και ειδικός στην ζωή του συγγραφέα… Από αυτά που γράφει, πάντως, φαίνεται ότι εκτός απ το ότι είναι ένας άνθρωπος που έχει βιώσει τον πόλεμο στο πετσί του, είναι και πολύ καλλιεργημένος. Εκτός από εξαιρετική γραφή, δομεί και πολύ καλά, με απλοϊκό και γρήγορο τρόπο, τους χαρακτήρες του. Για παράδειγμα, στα αρχικά κεφάλαια, μας γνωρίζει τον Κατσίνσκι, έναν φαντάρο που έχει την ικανότητα να βρίσκει εύκολα τροφή, να μυρίζεται τον κίνδυνο και γενικά, να φέρεται έξυπνα ακόμα και στις πιο κρίσιμες συνθήκες. Όταν σκάει, λοιπόν, η βροχή από οβίδες, ο συγγραφέα γράφει τον πρωταγωνιστή να ακολουθεί ασυναίσθητα τον Κατσίνσκι, κάτι που μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται τυχαίο, αλλά βγάζει νόημα, εφόσον ο άνθρωπος αυτός προφανώς ξέρει να επιβιώνει.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, ο αφηγητής και οι σύντροφοι του χαίρονται που θα φάνε διπλή μερίδα, εφόσον ο μισός λόχος έχει πεθάνει και το φαί πλέον είναι υπεραρκετό. Από αυτό και μόνο, παίρνει κανείς μια ιδέα για το τι θα ακολουθήσει… Και πράγματι, αυτό που ακολουθεί είναι σπουδαίο, μεγαλειώδες, είναι το μεγαλύτερο ‘’κατηγορώ’’ στο πρόσωπο του Α’ Παγκοσμίου. Το Ουδέν Νεώτερο Από το Δυτικό Μέτωπο (που κυκλοφορεί στη γλώσσα μας από τις εκδόσεις Πάπυρος) είναι ένα μυθιστόρημα που όχι μόνο αξίζει να διαβαστεί, αλλά πρέπει να διαβαστεί.