Δεν ήταν παρά μια μέτρια γκόμενα η σενιόρα Μαριάν δε Μαρόνιο, μία εκ των κατοίκων του πολυτελούς οικιστικού συγκροτήματος Πάρανταϊς, μια ανάφτρα που περιφέρεται κορδωμένη με τα διαμαντένια κοσμήματά της, τα λίκρα τοπ της και το λευκό SUV της, σύζυγος του εκατομμυριούχου Μαρόνιο και μητέρα δύο κακομαθημένων αγοριών – ή, τουλάχιστον, έτσι την έβλεπε ο Πόλο, ο δεκαεξάχρονος κηπουρός του Πάρανταϊς. Ο Πόλο δεν πίστεψε ποτέ ότι ο Φράνκο Ανδράδε, ο έφηβος που μένει με τους παππούδες του στο συγκρότημα και με τον οποίο μεθά παρέα κάθε μέρα, αυτός ο εκνευριστικός χοντρομπαλάς θα έκανε πράξη τα λεγόμενα και τις φαντασιώσεις του για τη σενιόρα Μαριάν. Να, όμως, που τον διέψευσε, και κάπως έτσι ο Πόλο βρίσκεται σε μια κατακόρυφη, ανεξέλεγκτη όσο και προδιαγεγραμμένη, πορεία προς το έγκλημα.
Η Μεξικάνα Fernanda Melchor έγινε παγκοσμίως γνωστή με το οδυνηρά βίαιο και κλειστοφοβικά ασφυκτικό μυθιστόρημά της, Η Εποχή Των Τυφώνων, που ήταν υποψήφιο για το Διεθνές Βραβείο Booker 2021. Το επόμενο μυθιστόρημά της, Πάρανταϊς, που κυκλοφορεί και αυτό στα ελληνικά από τις εκδόσεις Δώμα σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου, βρέθηκε και αυτό στη μακρά λίστα του Διεθνούς Booker 2022.
Στο πολυτελές συγκρότημα κατοικιών Πάρανταϊς, μικρογραφία και αναπαράσταση του ίδιου του σύγχρονου Μεξικού, τοποθετεί η Melchor την ιστορία και τους πρωταγωνιστές του δράματός της, όλοι φιγούρες τραγικές, σε νομοτελειακή πορεία προς την καταστροφή τους. Πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος ο Πόλο, ο δεκαεξάχρονος κηπουρός του συγκροτήματος, μέλος της εργατικής τάξης που μοχθεί καθημερινά για να βιοποριστεί, αποδέχεται την εργασιακή εκμετάλλευση που βιώνει με στωικότητα και υποταγή, μα και με μια οργή που κοχλάζει εντός του, τις απλήρωτες υπερωρίες, την παραβίαση των εργασιακών του δικαιωμάτων και πάνω απ’ όλα τον εγγενή εξευτελισμό των δουλικών προεκτάσεων της εργασίας του, την ντροπή και την ταπείνωση που αισθάνεται όταν αναγκάζεται να μαζεύει τα σκουπίδια των πλουσίων κατοίκων, να καθαρίζει τις πισίνες και τα περιττώματα των σκύλων τους, υποτακτικός και υποτελής τους.
Ο Πόλο διατηρεί σχέση ανταλλακτική με τον Φράνκο Ανδράδε, αποκλειστικά για να πίνει τζάμπα το αλκοόλ του, το ουίσκι, τις μπύρες και το αγουαρδιέντε που επιφέρουν την πολυπόθητη χαύνωση στο συναίσθημά του. Φιγούρα καρικατουρίστικη, εγκλωβισμένος κυριολεκτικά και μεταφορικά στην κυριαρχία των αισθήσεών του που τον εξουσιάζουν, στον ηδονισμό και τη θήρα των απολαύσεων, ο Φράνκο φαντασιώνεται τη σενιόρα Μαριάν σε πάσης φύσεως διεστραμμένες και ευφάνταστες σεξουαλικές φαντασιώσεις όσο αυνανίζεται εμμονικά, με τα δάχτυλα μονίμως λερωμένα από τα γαριδάκια που καταναλώνει βουλιμικά, προνομιούχος και αδαής. Στο επίκεντρο της ιστορίας, η ίδια η σενιόρα Μαριάν, αντικείμενο πόθου και μήλον της έριδος, γυναίκα αράχνη και αρχετυπικό μοιραίο θηλυκό. Η Melchor χρησιμοποιεί τη φιγούρα της Μαριάν ως όχημα για να σχολιάσει δηκτικά την ανδρική ματιά που παρακολουθεί τα γυναικεία σώματα αδηφάγα και ηδονοβλεπτικά, θέλει να τα παραβιάσει και να τα βεβηλώσει ενώ συνάμα τα καθιστά υπεύθυνα για την ίδια την επιθυμία που προξενούν, σε μια καίρια απεικόνιση της κουλτούρας του βιασμού.
Η Melchor εξερευνά τις σχέσεις εξουσίας και την εναλλαγή των δυναμικών εντός του Πάρανταϊς και συνάμα εντός της καπιταλιστικής, πατριαρχικής κοινωνίας εν γένει, τις ιδιοκτησιακές σχέσεις μεταξύ των τάξεων αλλά και των φύλων: ο Πόλο αντιμετωπίζεται ως κτήμα των μεγαλοαστών κατοίκων του συγκροτήματος, ένας δούλος μονίμως διαθέσιμος προς ικανοποίηση των απαιτήσεων και των καπρίτσιων τους, μα και η σενιόρα Μαριάν, κατεξοχήν εκπρόσωπος της άρχουσας τάξης, αποτελεί σεξουαλικό αντικείμενο στα μάτια του Φράνκο Ανδράδε, ένοχη για τις φαντασιώσεις του και διαρκώς διαθέσιμη για την ικανοποίησή τους, ένα κομμάτι σάρκα προς ανδρική βρώση. Η Melchor στοχάζεται πάνω στη διαθεματικότητα των καταπιέσεων και τη διαλεκτική σχέση ανάμεσά τους, με σκέψη εμβριθή και διεισδυτική, ματιά φεμινιστική και βαθιά πολιτική.
Η γλώσσα της Melchor είναι χειμαρρώδης, σφύζουσα, με λόγο μακροπερίοδο και ελάχιστα σημεία στίξης, συνεχείς εναλλαγές οπτικής γωνίας και χρονικών επιπέδων, ρέει πηγαία σαν ουίσκι που καταναλώνεται διψασμένα απευθείας από το μπουκάλι, μια γλώσσα αθυρόστομη και χυδαία, σεξουαλική και αιχμηρή. Η ίδια η πρόζα της στάζει μίσος και βία, σαν χαίνουσα πληγή, ο λόγος που τοποθετεί στα στόματα των ηρώων της είναι μισογύνικος, χονδροφοβικός και ομοφοβικός, μια αποπροσανατολισμένη εκτόνωση της οργής και συνάμα ενσωμάτωση των ίδιων των μηχανισμών καταπίεσης υπό τους οποίους υποφέρουν. Η γραφή της Melchor είναι αβάσταχτη, ανηλεής, μα ταυτόχρονα βαθιά πολιτική, μέσα από την ίδια τη μορφή της αποτυπώνει με ωμό ρεαλισμό την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και τις παθογένειες της πολύπαθης πατρίδας της.
Η Melchor αποδίδει στην εντέλεια τη βαλτώδη, αποπνικτική ατμόσφαιρα της ζωής της εργατικής τάξης στο σύγχρονο Μεξικό, την έλλειψη ευκαιριών και το προδιαγεγραμμένο μέλλον. Η μητέρα του Πόλο ωρύεται πως ο ίδιος κατέστρεψε τις προοπτικές του όταν παράτησε το σχολείο, πως ο ίδιος με τις επιλογές του κατέληξε σε μια ζωή ένδειας και φτώχειας, έχοντας ενσωματώσει πλήρως το καπιταλιστικό αφήγημα της αξιοκρατικής αναγνώρισης της σκληρής εργασίας που υπερβαίνει την τάξη και την καταγωγή. Εξαναγκάζει τον Πόλο να πιάσει δουλειά στην ίδια εταιρεία που εκείνη εργαζόταν επί δεκαετίες, να υπογράψει συμβόλαιο δίχως καν να το διαβάσει και να γίνει έτσι εφ’ όρου ζωής σκλάβος του Πάρανταϊς – και όχι Παραντίσε, όπως τον διορθώνει ο υπεύθυνος, ένα όνομα αμερικανικό, δυτικοποιημένο, ενδεικτικό του τρόπου που το εταιρικό περιβάλλον, η μεξικανική κοινωνία, ο καπιταλισμός εν συνόλω, αντιμετωπίζει τους αδύναμους, τους οικονομικά και ταξικά ανίσχυρους, μια γλωσσική ατασθαλία, ένα λάθος προς διόρθωση. Παρά τις κίβδηλες ελπίδες της μάνας, όμως, στον καπιταλισμό η ελεύθερη επιλογή είναι ψευδαίσθηση, η μοίρα προαποφασισμένη, η βάρκα που ο Πόλο θα κατασκεύαζε με τον παππού του, σύμβολο απόδρασης από τα δεσμά της τάξης του, απεδείχθη απατηλό όνειρο, και πλέον εκείνος είναι διά παντός εγκλωβισμένος στη γη, στο έδαφος, στις καθημερινές διαδρομές με το ποδήλατο από το σπίτι του στη δουλειά και πάλι πίσω, ένας αέναος κύκλος εκμετάλλευσης και ανελευθερίας.
Πάνω και πίσω απ’ όλα, σαν φασματική παρουσία πανταχού παρούσα, δεσπόζει το καρτέλ και το ναρκεμπόριο, εκείνοι, που εκμεταλλεύονται παιδιά, διαλύουν οικογένειες, διαβρώνουν κοινότητες ολόκληρες στο σαρωτικό πέρασμά τους, μια απειλή εκ πρώτης όψεως αόρατη αλλά καθ’ όλα υπαρκτή, μόνιμη και διαρκής. Για τον Πόλο, όμως, και αγόρια σαν τον Πόλο, η δουλειά στο καρτέλ φαντάζει σαν οδός διαφυγής, ο μοναδικός εφικτός στόχος ζωής που μπορεί να συμπληρώσει στα κουτάκια των αιτήσεων πρόσληψης, η υπόσχεση (απατηλής) ευμάρειας και ευδαιμονίας, ο παράδεισος.
Στο σύμπαν της Melchor, κανείς δεν είναι ποτέ ασφαλής, ο κίνδυνος ελλοχεύει ακόμα και εντός της πολυτελούς, αυστηρά φυλασσόμενης κοινότητας, η μεξικανική κοινωνία βρίσκεται σε αποσύνθεση, πυορροεί, και μιαίνει ακόμα και τον φαινομενικά προστατευμένο μικρόκοσμο των πλουσίων και αστών, τον δικό τους Χαμένο Παράδεισο. Με άψογη χρήση της γλώσσας και της μορφής της και μια πρόζα ερεβώδη και δυσοίωνη, που αποδεικνύει τη λογοτεχνική της βιρτουζιτέ, η Melchor γράφει για την έμφυλη βία και τον μισογυνισμό, για τη βία του καπιταλισμού και των ταξικών ανισοτήτων, για τη βία του καρτέλ που εξουσιάζει μια ολόκληρη χώρα, για τη βία σε κάθε υφή και όψη της, και συνθέτει ένα μυθιστόρημα μικρής έκτασης μα μέγιστης λογοτεχνικής αρτιότητας και πολιτικής σημασίας. Η φωνή της είναι εκκωφαντική, συναισθηματικά συγκλονιστική, ίσως η σπουδαιότερη γυναικεία φωνή της Λατινικής Αμερικής.