Μία νέα πολλά υποσχόμενη σειρά comic διασκευών ξεκίνησε με την Πάσα Θανάτου από τις εκδόσεις Καστανιώτη, έναν εκδοτικό οίκο με σημαντική παράδοση, που όμως είχε πολλά χρόνια να ασχοληθεί συστηματικά με τα comics. Παρόλο που μερικές δεκαετίες πριν είχαν εκδώσει μερικά απ’ τα πιο γνωστά albums του Γιάννη Ιωάννου και του Στάθη, μόλις τους τελευταίους μήνες φαίνεται να δείχνουν σημάδια επανένταξης των comics στο (πάντα πλούσιο) εκδοτικό τους πρόγραμμα. Με την Πάσα Θανάτου, λοιπόν, ξεκινούν μία νέα σειρά comics διασκευών υπό τον γενικό τίτλο «Ελληνικά Εγκλήματα Εικονογραφημένα», η οποία εκκινεί από noir διηγήματα γραμμένα από μερικές απ’ τις καλύτερες noir πένες της χώρας, που δημοσιεύτηκαν στη σειρά βιβλίων «Ελληνικά Εγκλήματα» των εκδόσεων.
Το ομώνυμο διήγημα του Ιερώνυμου Λύκαρη είχε κυκλοφορήσει με τον τρίτο τόμο των «Ελληνικών Εγκλημάτων» το 2009, όμως αν διαβάσει κανείς την περίληψη της ιστορίας ίσως πιστέψει ότι γράφτηκε τις τελευταίες ημέρες κι αυτό λόγω του δραματικά επίκαιρου θέματός του∙ της εν ψυχρώ δολοφονίας ενός ρομά από έναν αστυνομικό. Όμως, παρότι γραμμένο αρκετά χρόνια πριν, ήταν και τότε εμπνευσμένο από αληθινές υποθέσεις που είχε φέρει στη δημοσιότητα η Διεθνής Αμνηστία, από εγκλήματα σαν εκείνο της πρόσφατης δολοφονικής επίθεσης αστυνομικού σε 16χρονο ρομά στο πλαίσιο καταδίωξης για βενζίνη αξίας 20 ευρώ. Απ’ αυτή την δραματική σύμπτωση αντιλαμβανόμαστε πόσο βαθιές ρίζες έχει ο ρατσισμός στην Ελλάδα, ιδίως απέναντι στους ρομά, για τους οποίους ο ευρυμαθής και πάντα διεισδυτικός Παντελής Μπουκάλας εύστοχα σχολίασε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του Στο Κόκκινο ότι είναι «οι δικοί μας μαύροι», εκείνοι που χρειαζόμαστε για να «περιφρονούμε κάποιον ακινδύνως» και να «αισθανόμαστε ανώτεροι, εμείς ο περιούσιος λαός».
Μία δολοφονία με ρατσιστικό κίνητρο, λοιπόν, ένας διεφθαρμένος αστυνομικός, ένας υπουργός με διασυνδέσεις με τον Τύπο και το ρεπορτάζ ενός δημοσιογράφου που σκαλίζει το παρελθόν φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένα εγκλήματα. Αυτά είναι τα βασικά υλικά που χρησιμοποίησε ο Λύκαρης στο πρωτότυπο noir διήγημά του, το οποίο διασκευάστηκε σε graphic novel σε εικονογράφηση του Παναγιώτη Τσαούση. Στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης, ο Τσαούσης εξηγεί στους αναγνώστες και στις αναγνώστριες κάποιες από τις επιλογές που χρειάστηκε να πάρει κατά τη διαδικασία της διασκευής του διηγήματος, όπως την αλλαγή από πρωτοπρόσωπη σε τριτοπρόσωπη αφήγηση. Το ασπρόμαυρο σχέδιο του Τσαούση είναι σκοτεινό και ρεαλιστικό, ταιριαστό με την noir ιστορία του Λύκαρη. Ο τρόπος που επέλεξε ο Τσαούσης να εικονογραφήσει τους χαρακτήρες ενέπλεξε και τον ίδιο τον Λύκαρη, απ’ τον οποίο είχε ζητήσει να περιγράψει την όψη των χαρακτήρων του, περιγραφές τις οποίες μπορούμε κι εμείς να διαβάσουμε στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης. Πρόσωπα σμιλεμένα για να πρωταγωνιστήσουν σε μία noir ιστορία και τοποθετημένα σε ένα σκηνικό που εναλάσσει τα πρωινά του ρεπορτάζ με τις νύχτες του εγκλήματος. Ένα αρνητικό στοιχείο, όμως, της εικονογράφησης του Τσαούση, μπορούμε να εντοπίσουμε στο lettering. Συγκεκριμένα, σε εκείνα τα καρέ που το κείμενο περιέχεται στο φύλλο εφημερίδας δεν γίνεται προσπάθεια ρεαλιστικής εικονογράφησης της σελίδας (όπως αντιθέτως έγινε σε μία από τις πρώτες σελίδες), αλλά το κείμενο τοποθετείται αποκομμένο από την εικόνα, σε ομοιόμορφη με το υπόλοιπο έργο γραμματοσειρά και λευκό φόντο, πληγώνοντας τη ρεαλιστική απεικόνιση της ιστορίας.
Ως «εικονογραφημένο διήγημα» χαρακτηρίζουν την Πάσα Θανάτου οι συντελεστές του έργου, μάλλον επιθυμώντας να τονίσουν τη λογοτεχνική του προέλευση. Με την comic διασκευή της noir ιστορίας του Λύκαρη, τα ελληνικά comics αποκτούν μία ακόμα διασκευή από τη λογοτεχνία σε comic, όμως μία από τις σπάνιες περιπτώσεις comic που είναι βασισμένα σε ένα πρωτότυπο αστυνομικό – noir έργο Έλληνα συγγραφέα. Γενικώς στα ελληνικά comics έχει ανοίξει καιρό πλέον μία συζήτηση για τα comics που διασκευάζουν λογοτεχνικά έργα, τα οποία πλέον συνιστούν μία αυτόνομη κατηγορία των ετήσιων πρωτότυπων εκδόσεων ελληνικών comics, όπως παρατηρήθηκε και στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση της ημερίδας LiteraComics. Είναι σαφές ότι πρέπει στο μέλλον οι εκδοτικοί οίκοι να δείξουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους δημιουργούς της ελληνικής comic σκηνής, δίνοντάς τους την ευκαιρία να μεταφέρουν στη δική τους τέχνη νέα και παλιότερα έργα της ελληνικής λογοτεχνίας, αξιοποιώντας δημιουργικά τον λογοτεχνικό πλούτο που έχουν εξασφαλίσει στα ράφια τους. Εξάλλου, το αδιαμφισβήτητο ταλέντο της ελληνικής comic σκηνής αποδεικνύεται κάθε φορά που κυκλοφορεί μία προσεγμένη comic διασκευή και η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού είναι δεδομένη, όπως συνέβη με τον Ερωτόκριτο, με το Καπλάνι της Βιτρίνας και τόσες άλλες όμορφες δουλειές του πρόσφατου παρελθόντος.