Το μυθιστόρημα Πέτρινα ημερολόγια της Καναδής Carol Shields, που βραβεύθηκε με το Pulitzer το 1995, είναι ένα από τα πιο παραγνωρισμένα Pulitzer που δόθηκαν ποτέ, παράλειψη την οποία ανέλαβαν να διορθώσουν οι εκδόσεις Gutenberg, με την επανέκδοσή του στην Ελλάδα, σε νέα, αριστουργηματική μετάφραση δια χειρός Άγγελου Αγγελίδη και Μαρίας Αγγελίδου.
Η εξιστόρηση της ζωής της Ντέιζι Γκούντγουιλ Φλετ άρχεται από τη γέννησή της, στην κουζίνα του σπιτιού της μητέρας της, Μέρσι Στόουν Γκούντγουιλ, μιας γυναίκας ογκώδους στο μέγεθος του σώματος αλλά και της καρδιάς, γυναίκας που μέσα από την οικιακότητα, τις πουτίγκες και τα γεμιστά μπισκότα που έψηνε, τα ασπρόρουχα που έπλενε και το σπιτικό που φρόντιζε με στοργικότητα και προσήλωση, επεδείκνυε την αγάπη της για τον άντρα της, Κάιλερ, την ευγνωμοσύνη της για τη ζωή που της προσέφερε, μακριά από το ορφανοτροφείο όπου μεγάλωσε. Η γέννηση της Ντέιζι, η απρόσμενη είσοδός της στον κόσμο από γονείς που δεν είχαν συνειδητοποιήσει καν πως την ανέμεναν, σηματοδοτεί και την τραγωδία της οικογένειάς της, τον θάνατο της μητέρας της στη γέννα και το τέλος της όψιμης οικογενειακής ευτυχίας και πληρότητας για τον πατέρα της, μετά από μια παιδική ηλικία δίχως αγάπη και με σκληρή χειρωνακτική εργασία στα λατομεία του Στόουνγουολ της Μανιτόμπα.
Την ανατροφή της θα αναλάβει η γειτόνισσά τους, Κλαρεντάιν Φλετ, όταν εκείνη εγκαταλείψει τον σύζυγό της και έναν γάμο όπου η αξία της δεν εκτιμάται, μια οικιακή ζωή που την περικλείει αποπνικτικά, μια πατριαρχική δομή που την αφήνει άλαλη, ανήμπορη να μιλήσει εκείνα τα μελαγχολικά απομεσήμερα ανάμεσα στις δουλειές του σπιτιού. Στην Κλαρεντάιν και στη ζωή της μαζί με εκείνη και τον γιό της, Μπάρκερ, στην πόλη του Γουίνιπεγκ, θα βρει η Ντέιζι μια απρόσμενη οικογένεια, μέχρι τον ξαφνικό θάνατο της θετής της μητέρας και την επιστροφή της σε έναν πατέρα με τον οποίο έχει αποξενωθεί.
Εκπαίδευση, ενηλικίωση, πρώτος γάμος, που εδράζεται αποκλειστικά στο αίσθημα καθήκοντος προς το φύλο της και με την τραγική κατάληξη που αυτός θα έχει, δεύτερος γάμος και η υποτυπώδης έστω τρυφερότητα και οικειότητα που παρέχει, εγκυμοσύνες και γέννες, χηρεία και εργασία, ασθένεια και θάνατος: η Shields χαράσσει εγκάρσιες τομές στη ζωή της Ντέιζι παρακολουθώντας την ανά δεκαετία της ζωής της, δε βρίσκεται εκεί σε κάθε θεμελιώδη, ριζική αλλαγή, αλλά στα φαινομενικά ασήμαντα και καθημερινά γεγονότα, στην τετριμμένη πορεία της ζωής και της προκαθορισμένης πορείας της ως συζύγου, μητέρας, γυναίκας – και εκεί ακριβώς βρίσκεται, κατά τη Shields, η αληθινή ουσία της ζωής της.
Μέσα από την εξιστόρηση μιας ζωής ασήμαντης, εκ πρώτης όψεως ανάξιας αρχειακής καταγραφής, η Shields συνθέτει ένα πολυποίκιλτο υφαντό της γυναικείας εμπειρίας και ταυτότητας καθ’ όλο τον 20ο αιώνα και ταυτόχρονα ένα χρονικό των διεκδικήσεων, κατακτήσεων και μετασχηματισμών του φεμινιστικού κινήματος. Οι γυναίκες της Shields των αρχών του προηγούμενου αιώνα συνάπτουν γάμους συμφέροντος, φροντίζουν να κρατούν τους συζύγους τους ικανοποιημένους εντός και εκτός κρεβατοκάμαρας, επιτελούν τα κοινωνικά επιβεβλημένα καθήκοντα της μητρότητας και της οικιακότητας, είναι κυρίες της κουζίνας και του κήπου τους. Μέσα από την περιορισμένη επικράτειά τους, τις πουτίγκες που ψήνουν, τα οικογενειακά τραπέζια που στρώνουν, τα φυλλώματα των ανθών τους που κλαδεύουν, διεκδικούν μια έστω περιορισμένη αίσθηση κυριαρχίας και εξουσίας πάνω στις ίδιες τις ζωές τους.
Η Shields σκιαγραφεί ένα γλαφυρό μωσαϊκό της πατριαρχίας του 20ου αιώνα και των έμφυλων ρόλων των γυναικών, συζύγων, μητέρων και νοικοκυρών, αλλά γράφει και για τις μικρές, καθημερινές επαναστάσεις τους, γυναικών όπως η Κλαρεντάιν, που ενώ διάγουν έναν φαινομενικά ανέφελο οικογενειακό βίο, με άντρες που πράττουν τα ελάχιστα για να τις κρατούν ευχαριστημένες σε γάμους στείρους συναισθήματος και ρομαντισμού, αποφασίζουν να αποδράσουν και να εγκαταλείψουν την ψευδαίσθηση οικογενειακής ευτυχίας τους. Σταδιακά βαδίζουν προς τη δεκαετία του ’60 και της ανόδου του φεμινισμού, δραπετεύουν από τα πέτρινα, ασφυκτικά κελιά του νοικοκυριού προς την αγορά εργασίας, βρίσκουν το επαγγελματικό τους κάλεσμα και κερδίζουν τα δικά τους χρήματα, ταξιδεύουν, συνάπτουν ερωτικές σχέσεις και ξαναβρίσκουν φίλες απ’ τα παλιά, κατακτούν, αργά μα σταθερά, την ανεξαρτησία και την αυτονομία τους.
Η Shields πειραματίζεται πάνω στην παραδοσιακή δομή της αυτοβιογραφίας και επιχειρεί έναν συγκερασμό της με το είδος της οικογενειακής σάγκα: μέσα από τη ζωή της Ντέιζι ξεπηδούν, σαν άνθη και αφρόντιστα ζιζάνια του γενεαλογικού της δέντρου, οι ζωές και οι αναμνήσεις της οικογένειάς της και όλων των ανθρώπων της ζωής της. Η αφήγηση αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο πρόσωπο, ανάμεσα στην αυτοβιογραφία και τη βιογραφία, ανάμεσα στη βιωματική εξομολόγηση και την αποστασιοποιημένη καταγραφή τρίτων, με τη συγγραφέα να στοχάζεται πάνω στη δυνατότητα αντικειμενικής και απροκατάληπτης πρόσβασης στην αλήθεια της ανάμνησης και της εμπειρίας ή στην πολλαπλότητά της ανάλογα με το υποκείμενό της.
Η πρόζα της είναι περίτεχνη, ρέει σαν νερό, οι λέξεις της μεθοδικά τοποθετημένες και κάθε παράγραφος δεξιοτεχνική, η γλώσσα της Shields, πλούσια και φροντισμένη, υπηρετεί πιστά και λειτουργικά την αφήγηση. Αξιοποιεί δε ποικίλες αφηγηματικές μορφές, ο παραδοσιακός, βασικός κορμός της αφήγησης διακόπτεται από κεφάλαια επιστολικής μορφής, οι οπτικές γωνίες διευρύνονται και άλλοι χαρακτήρες της ιστορίας δίνουν τις δικές τους ερμηνείες για τη ζωή της Ντέιζι, τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα και τα κίνητρά της. Δεν υφίσταται μία, μοναδική αλήθεια για την ίδια και τη ζωή της, τα γεγονότα ανασκευάζονται και οι αναμνήσεις ανασυντίθενται, ένα καλειδοσκοπικό, πολυπρισματικό πορτρέτο της Ντέιζι προκύπτει από τις καταθέσεις των τρίτων – όσο, ταυτόχρονα, η Shields σχολιάζει, αιχμηρά και δηκτικά, την απώλεια ελέγχου του αφηγήματος για την ίδια τη γυναικεία εμπειρία και ταυτότητα, τόσο στη βιογραφία όσο και στη λογοτεχνία, και, εν τέλει, τη δυνατότητα ανάκτησής του.
Η ιστορία της Ντέιζι διατρέχει ολόκληρο τον 20ο αιώνα, δύο παγκόσμιους πολέμους, τα κοινωνικά ρήγματα και μετασχηματισμούς που επέφεραν, τις μεταναστευτικές εισροές και εκροές στον Καναδά και τις μετεξελίξεις του φεμινιστικού κινήματος, όσο το προσωπικό διαπλέκεται αξεδιάλυτα με το συλλογικό και το πολιτικό: η ζωή της Ντέιζι συνιστά ένα λιθαράκι ασβεστόλιθου μέσα στο γιγάντιο οικοδόμημα της εθνικής και παγκόσμιας ιστορίας, κοινότοπο και συνάμα μοναδικό. Η πέτρα εν γένει αποτελεί συμβολικό στοιχείο της αφήγησης – γύρω από αυτήν περιστρέφεται σύσσωμη η οικονομική και επαγγελματική ζωή της Μανιτόμπα, γενέτειρας των χαρακτήρων, αυτή χαρίζει το όνομα στην αδικοχαμένη μητέρα της Ντέιζι και με αυτήν οικοδομούνται τύμβοι και μνημεία ζωών που χάθηκαν. Στοιχείο σταθεροποιητικό μα και περιοριστικό, θεμέλιο και απολίθωμα, ασφυκτικός κλοιός γύρω τους, οι ήρωες της Shields σαν την πέτρα σμιλεύουν τις ζωές τους, αγωνίζονται να της δώσουν το σχήμα και τη μορφή που επιθυμούν, άλλοτε τη λαξεύουν περίτεχνα και με επιτυχία και άλλοτε όχι.
Αυτοβιογραφία και οικογενειακή σάγκα, ενδελεχές ψυχογράφημα μιας γυναίκας και μιας ζωής κηλιδωμένης από την εγκατάλειψη, την απόρριψη και τη μοναξιά, χρονικό ολόκληρου του 20ου αιώνα και της εξέλιξης του φεμινιστικού κινήματος κατά τη διάρκειά του, λογοτεχνική άσκηση ύφους και συνάμα βαθιά πολιτικό σχόλιο πάνω στον έλεγχο του γυναικείου αφηγήματος, τα Πέτρινα ημερολόγια είναι ένα από τα σημαντικότερα βιβλία που ξανα-ανακαλύφθηκαν ποτέ και η Carol Shields μια από τις σπουδαιότερες γυναικείες φωνές του Καναδά αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας.