Το Polar: Came From The Cold ήταν ένα αρκετά διασκεδαστικό comic της Dark Horse που κυκλοφόρησε το 2012, σε σενάριο και το σχέδιο ήταν του του Victor Santos. Σαν (web)comic, ενώ δεν επανεφηύρε τον τροχό, κατάφερνε να συνδυάσει αρκετά διασκεδαστικά διάφορα Frank Miller-ικά, noir στοιχεία με μπόλικο splatter για να καταστεί ένα ταυτόχρονα βαρυφορτωμένο και ελαφρύ ανάγνωσμα.
Εφτά χρόνια αργότερα, το Netflix αποκτά τα δικαιωμάτα της κινηματογραφική μεταφοράς και ξαφνικά μια Παρασκευή μας δίνει το Polar, σε σκηνοθεσία του edgy, κατά βάση music clip δημιουργού Jonas Åkerlund (Spun, Try), αλλά με τον σπουδαίο Mads Mikkelsen (Doctor Strange, Rogue One) στον πρωταγωνιστικό ρόλο, δημιουργώντας ένα μείγμα class – splatter που δεν έπρεπε να λειτουργεί για κανέναν λόγο. Και δεν λειτουργεί.
Η ιστορία του διαβόητου hitman Duncan Vizla για εκδίκηση απέναντι στον πρώην εργοδότη του που απειράθηκε να τον σκοτώσει για να μη του δώσει την σύνταξη του, γίνεται η αφορμή για μια κατηφόρα ανούσιου και κενού νοηματικά splatter, για σκοποφιλική θέαση γυναικείας σάρκας και υπερβολικά πολύ torture porn. Mια γνήσια exploitation ταινία, που, σε αντίθεση λόγου χάρη με τo Planet Terror το θέαμα που προσφέρεται δεν είναι ούτε ειρωνικό, ούτε επικριτικό σε αυτό που προβάλλεται ή στο κοινό που το βλέπει. Δεν προσφέρει κάποια δυναμική θέση ούτε στις εμπλεκόμενες γυναίκες, που είναι απλά όργανα προώθησης της «πλοκής» ή μονοδιάστατες femme fatale και αυτό αναφέρεται κυρίως γιατί η Katheryn Winnick (Vikings, The Dark Tower) έγινε γνωστή από έναν empowered ρόλο, αυτόν της Lagertha και είναι κρίμα να την βλέπει να περιορίζεται σε ένα όμορφο πρόσωπο το οποίο απλά στολίζει το πλάνο. Τη μοναδική μία καλή ιδεά της ταινίας (που προέρχεται από το comic),δηλαδή το ιδιωτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα για δολοφόνους, που θα μπορούσε να αποτελέσει την αφετηρία για μια ειρωνεία προς την εταιρική κουλτούρα των ΗΠΑ, αφήνεται στην άκρη πολύ γρήγορα. Είναι μια ταινία που δοξάζει τελικά την μαξιμαλιστκή κενότητα της εταιρικής εκδίκησης.
Οπτικά είναι εξίσου επίπονη αφού ο Åkerlund πετά κάθε προβληματισμό που μπορεί να είχαν οι ήρωες, κάθε έννοια ανθρωπιάς τους και το μόνο του ενδιαφέρον είναι να εστιάσει σε «edgy» στιγμές, προσβάλωντας την νοημοσύνη του κοινού. Οι συζητήσεις επισπεύδονται και το γυμνό πιστολίδι επιβραβεύεται με κοντινά και slow motion. Επιπλέον, αγνοώντας ακόμα και την βασική χρωματική παλέτα του κόμικ, το μαύρο- άσπρο- πορτοκαλί, γεμίζει τα πλάνα με έναν χρωματικό οργασμό που πολύ γρήγορα κουράζει, ενώ οι προσπάθειες του να συνδυάσει τις λήψεις του με comic στοιχεία είναι απλά πρόχειρες και αποτυχημένες. Το μόνο που κυριαρχεί είναι το χαοτικό, κουνημένο μοντάζ και η ταχύτητα, ένα παράδειγμα του φθηνής αισθητικής και προβληματικού chaos action cinema των αρχών αυτού του αιώνα. Βέβαια, ακόμα και αυτός βασιζόταν σε μια στυλιζαρισμένη βία. Η βία της ταινίας του Åkerlund όμως δεν έχει καν στυλ, όπως παραδείγματος χάρη έχουν η παρόμοιας θεματικής οι ταινίες του Chad Stahelski. Αλίμονο όμως, το camp είναι το μόνο στυλ που κατανοεί ο Åkerlund.
Όσον αφορά τις ερμηνείες, αυτές είναι τό ίδιο ξύλινες και αντιανθρώπινες όπως και η υπόλοιπη ταινία. Μεγαλύτερο θύμα αυτής της στρατηγικής είναι βέβαια ο Mikkelsen, ο οποίος τυχγάνει και παραγωγός της ταινίας. Βέβαια η εμπειρία και το physic του τον βοηθούν να διατηρήσει μια τουλάχιστον αξιοπρεπή στάση, ενώ σε διάφορα σημεία φαίνεται κιολας πως το διασκεδάζει. Παράλληλα, όπως είπαμε πριν, η Winnick αποτυγχάνει παντελώς σε οτιδήποτε. Απογηοητευτική ήταν και η παρουσία του κατά τα άλλα αγαπημένου Matt Lucas ( Doctor Who, How to Talk to Girls at Parties).
Το Netflix έχει πολλές καλές σειρές και μερικές αξιόλογες ταινίες. Το Polar δεν είναι ανάμεσα τους