Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος το πανέμορφο βιβλίο του Neil Gaiman, Ποτέ και Πουθενά. Ο Βρετανός συγγραφέας κατάφερε, μέσα από μια απλή ιστορία, να μας κάνει να ερωτευτούμε τα σοκάκια, τα υπόγεια και τα τούνελ του Λονδίνου, αλλά πολύ περισσότερο τους ανθρώπους που αποκαλούν αυτά τα μέρη σπίτι, τους ζητιάνους και τους παρίες που “έπεσαν από τις ρωγμές του κόσμου”.
Το ίδιο το βιβλίο, αγγλικός τίτλος του οποίου είναι το μοναδικά χροναφαιρετικό Neverwhere που δυστυχώς δεν μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά, ξεκίνησε σαν σενάριο για την ομώνυμη σειρά του BBC, το 1996. Παρά το γνωστό βρετανικό φλέγμα και την ικανότητα του κρατικού δικτύου, ο κόσμος του Κάτω Λονδίνου αποδείχθηκε πολύ πιο περίπλοκος από ότι είχε αρχικά σχεδιαστεί και έτσι η σειρά γρήγορα ξεπεράστηκε από την εποχή της. Σήμερα, αν αξίζει κάποια θεάση, είναι για να δει κανείς τον 12o Doctor Peter Capaldi στον ρόλο του… αγγέλου.
Ωστόσο ο ίδιος ο Gaiman κατάλαβε νωρίς πως τηλεοπτικά, τουλάχιστον τότε, δεν μπορούσε να αποδοθεί το όραμα του. Έτσι, λίγο καιρό μετά την σειρά, το Neverwhere έκανε την εμφάνιση του στα ράφια και έκτοτε δεν έφυγε ποτέ από εκεί, ούτε από τις καρδιές των αναγνωστών. Αντίθετα, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο αγαπιόταν. Νέες εκδόσεις, ραδιοφωνικές σειρές, συζητήσεις για νέα σειρά αλλά και ταινία, όλα έπεσαν στο τραπέζι και συζητιούνται μέχρι σήμερα. Διαβάζοντας την περιπέτεια της Ντορ, του Ρίτσαρντ και του Μαρκήσιου, καταλαβαίνει κανείς γιατί.
Αρχικά το Ποτέ και Πουθενά, παρά το γεγονός ότι είναι μια ιστορία με πολύ θάνατο, κρύο και σκοτάδι, η τρυφερή και ζεστή γραφή του Gaiman κάνει την εξιστόρηση της μια κορυφαία ανθρώπινη στιγμή της μαζικής κουλτούρας. Δίνοντας έμφαση στο συναίσθημα, παρουσιάζει ουσιαστικά ένα παραμύθι για μεγάλα παιδιά, ένα βιβλίο που λειτουργεί για έναν κουρασμένο ενήλικα όπως η Αλίκη στην Χώρα των θαυμάτων για ένα παιδί: Παρουσιάζοντας πράγματα γνωστά, αλλά με διαφορετικό τρόπο, αλλοιώνοντας το φαινομενικά αληθινό χωρίς όμως να ξεπερνά το όριο του πραγματικού. Ένα τραίνο στον κόσμο του Κάτω Λονδίνου είναι μια αυλή και μια πόρτα δεν σημαίνει ότι οδηγεί στο ίδιο μέρος δυο φορές. Γεμάτο ζωντανές εικόνες, τις οποιες ο Gaiman αγαπά και από την δουλειά του στα comic, είναι να σαν να παίρνει από το χέρι τον αναγνώστη και να κάνουν μια φιλική βόλτα σε ένα αστικό τοπίο, φαινομενικά γνωστό. ουσιαστικά όμως τόσο άγνωστο όσο και τα οροπέδια του Αρη. Έχει λίγο από το σκωπτικό χιούμορ του Terry Pratchett, λίγο από το αθάνατο βρετανικό πνεύμα του Adams Douglas, είναι όμως απόλυτα Gaiman.
Το έργο είναι μια ιστορία για το Λονδίνο. Μεγάλο μέρος του χιούμορ του βιβλίου έρχεται από αλλοιώσεις, αφαιρέσεις και παραλλαγές πραγματικών τοποθεσιών, προσώπων και πραγμάτων που υπάρχουν στην βρετανική πρωτεύουσα και κάποιος που δεν έχει πείρα από πρώτο χέρι ίσως χάσει ένα μέρος της γοητείας των αναφορών του. Ωστόσο, αυτό δε σημαίνει πως αν κάποιος δεν έχει περάσει την Knight Bridge ή δεν έχει δει το Big Ben δεν μπορεί απολαύσει το έργο. Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου βοηθά σε αυτό το κομμάτι με εξαιρετικό τρόπο.
Όπως και στο “Ο Ωκεανός στο τέλος του δρομου” o συγγραφέας εξερευνά με τον πιο γλυκό τρόπο θέματα δύσκολα, όπως είναι η εγκατάλειψη, το πένθος και, πολύ περισσότερο, η κοινωνική περιθωριοποίηση. Παίρνει τους ανθρώπους που η κοινωνία τους έκανες στην άκρη, τους ζητιάνους, τους τρελούς, τους ναρκομανείς, όλους όσους μαθαίνουμε καθημερινά να αγνοούμε και τους μετουσιώνει σε γνώστες ενός άλλου κόσμου.Οι σκηνές όπου οι κάτοικοι του Κάτω Λονδίνου προσπερνούνται αδιάφορα είναι από τις πιο δυναμικές και καυστικές στιγμές του έργου. Είναι εκεί που το Κάτω Λονδίνο αγγίζει το Πάνω, όπου βλέπεις την καρδιά του συγγραφέα να χτυπά πιο δυνατά, να αγαπά ακόμη περισσότερο τους χαρακτήρες του και έτσι, απλά, σχεδόν φυσικά, αλλά αληθινά, να κάνει και το κοινό να τους αγαπήσει.
Χωρίς αμφιβολία, το Ποτέ και Πουθενά είναι από τα καλύτερα βιβλία που έχει γράψει ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της γενιάς του και του σήμερα.