
Τα Βαλκάνια είναι για όλους μία φαντασίωση, που συμπορεύεται είτε με την ευρωκεντρική οικουμενικότητα, είτε με όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά ενός κόσμου που συγκρούεται με αυτήν. Σύμφωνα, δε, με τον πολιτικό επιστήμονα και ακαδημαϊκό Cedric Robinson “η ανάπτυξη του καπιταλισμού ως φυλετισμού συνδέει χωρικά και ιστορικά τη δουλεία στην εν λόγω περιοχή με τη δια-τλαντική δουλεία. Μια τέτοια ιστορική συνδεσιμότητα ανοίγει έναν χώρο κριτικών συσχετίσεων, όπου το ένα φαινόμενο μπορεί να αναλυθεί με τους όρους του Άλλου”.Ως εκ τούτου, η δουλεία, παρήγαγε την Ευρώπη ως Δύση, αλλά και την τα Βαλκάνια ως “Άλλους”, ως “ατελώς Ευρωπαίους”! Την ανωτέρω προβληματική και, δη, την δυτική πολιτιστική χειραγώγηση και υποδούλωση, καθώς και την ανάγκη για αυθεντική, ανεξάρτητη φωνή στην τέχνη, προσεγγίσει η νέα κωμωδία Πτήση/Κόσοβο, σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι, που άνοιξε αυλαία στη σκηνή του Θεάτρου Nous. Κατά τη γνώμη μου, δε, η παράσταση αυτή, αποτελεί εννοιολογική συνέχεια των δύο προηγούμενων (Η χώρα που ποτέ δεν πεθαίνεις και Democracy), καθιστώντας φανερά τα κίνητρα και τις προθέσεις του σκηνοθέτη, να κάνει πολιτικό θέατρο.

Ειδικότερα, πρόκειται για έργο του Γιετόν Νεζιραϊ, που τοποθετείται ιστορικά ελάχιστες μέρες πριν την επίσημη ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας του Κοσόβου. Στο επίκεντρό του έργο, δε, τοποθετείται ένας θίασος Κοσοβάρων ηθοποιών, που, παρά τις αντιξοότητες και την έλλειψη χρηματοδότησης, επιχειρούν να δημιουργήσουν μια τιμητική παράσταση για τη μεγάλη μέρα. Η προσπάθειά τους αυτή, δε, αναδεικνύεται παράλληλα με τις πολιτικές εξελίξεις, εθνικιστικά παραληρήματα, την αμερικάνικη εμπλοκή και την ελπίδα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, που θα βάλει τέλος στην ταλαιπωρία τους. Η προσπάθειά τους, ωστόσο, να μοιάσουν “δυτικοί”, ή τέλος πάντων, όσο το δυνατόν λιγότερο βαλκάνιοι, ο μεγαλοιδεατισμός, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τα όνειρα και οι φιλοδοξίες τους γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης από τους Δυτικούς πολιτιστικούς αποικιοκράτες, προκαλούν, εν τέλει, ένα είδος κλαυσίγελου και ματαιότητας. Η πρόθεση, δε, του συγγραφέα, καταδεικνύεται ήδη από την αρχή, όταν στην άχαρη, υποχρηματοδοτουμενη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου Κοσόβου, ο θίασος επιχειρεί να ανεβάσει το “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Μπέκετ.

Την ανωτέρω αίσθηση αναδεικνύει ο Ένκε Φεζολλάρι μέσα από το εγκιβωτισμένο σχήμα του “θεάτρου μέσα στο θέατρο”, αλλά και την πολύχρωμη, balkanstigmh σκηνοθεσία του, στήνωντας μια σπαρταριστή κωμωδία, με πολιτικό πρόσημο, που παρωδεί εθνικισμούς, έχθρες αλλά και την πολιορκία της ελευθερίας της Τέχνης. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλει και η ερμηνεία των ηθοποιών, οι οποίοι επιστρατεύουν όλα τα εκφραστικά τους μέσα, προκειμένου να ανταποκριθούν στο σημαινόμενο νόημα της παράστασης πίσως από την πολύχρωμη, ευχάριστη, χιουμοριστική παλέτα. Προς τον σκοπό αυτό κατευθύνεται και το ηχοτοπίο που Δάνη Κουμαρτζή, καθώς και οι μουσικές επιλογές, που αποδεικνύουν τη βαθιά γνώση της πολιτιστικής πραγματικότητας, η οποία προσεγγίζεται μέσα από τη σκηνοθεσία του Φεζολλάρι. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με το video-art της Άντας Λιάκου, ο θεατής έρχεται σε “μετωπική σύγκρουση” με τα Βαλκάνια των παιδικών του χρόνων, τον τόπο από τον οποίο όλοι θέλουν να αποδράσουν, την ταυτότητα που δεν μπορεί να αναγνωριστεί, την ετερότητα μέσα σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα.