Η Αλίκη παιδί, με έναν πατέρα απόντα και μια μητέρα αλκοολική, βίαιη και οξύθυμη, μια παιδική ηλικία γεμάτη τραύματα και πληγές που πυορροούν. Η Αλίκη ενήλικη, με διαφορετικούς άντρες στα σεντόνια της, μέχρι τη μέρα που θα γνωρίσει τον Έναν, αυτόν που διαφέρει από όλους τους άλλους. Η Αλίκη σύζυγος, μητέρα, το σώμα που αλλάζει, ο εαυτός που εγκαταλείπεται για να επανεφευρεθεί εκ νέου. Η Αλίκη αντιμέτωπη με την απώλεια, τη χειρότερη, πιο αδιανόητη και αβάσταχτη απώλεια που ο άνθρωπος μπορεί να διανοηθεί – αποτυπώσεις βιωμάτων και εμπειρίας ακανθώδους, οδυνηρής, ενίοτε τρομακτικής, όλα όσα συνιστούν τη ζωή.
Τη Ματίνα Αποστόλου τη γνωρίσαμε ως Intellectual Thighs, Μπούτια και Διανόηση, στον bookstagram λογαριασμό της που συνδυάζει μοναδικά κείμενα, κράμα κριτικής ανάλυσης και βιωματικής πρόσληψης, με την απενοχοποίηση του γυναικείου σώματος ως φεμινιστικό πρόταγμα και την απονοηματοδότηση της λογοτεχνίας ως τέχνης σοβαροφανούς, διανοουμενίστικης άρα και εξ ορισμού ασύμβατης με τη θηλυκότητα. Στο πρώτο της βιβλίο, Σωματίδια, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ποταμός, η Αποστόλου αφορμάται από τις συγγραφικές της εμμονές και επιρροές, τη λογοτεχνία που την έχει αγγίξει, που, κατά τον Carver, «ρίχνει ή ανεβάζει τη θερμοκρασία κατά έναν βαθμό», για να συνθέσει μια συλλογή ιστοριών συνεκτικά δομημένων και άρρηκτα συνδεδεμένων, ένα υβρίδιο μεγάλης και μικρής φόρμας, που όμως δένει με απόλυτη επιτυχία.
Μας συστήνει την πρωταγωνίστριά της, Αλίκη, μέσα από ένα ψηφιδωτό των εμπειριών και των αναμνήσεών της, σε μια αφήγηση άχρονη, μη γραμμική, με μακροπερίοδο λόγο που ακολουθεί τη ροή της συνείδησης, κυλά από το παρόν στο παρελθόν και τανάπαλιν, μια ελικοειδής πορεία προς την καρδιά του ανθρώπινου πόνου. Καθένα από τα κεφάλαιά της χαϊδεύει απαλά και ένα διαφορετικό ψήγμα αυτού που ονομάζουμε γυναικεία εμπειρία, κάθε ιστορία δημιουργεί ταύτιση με την οικουμενικότητά της ακόμα και όταν εκλείπει το βίωμα: είμαστε όλες η Αλίκη όταν παρατηρεί το πρώτο βαθούλωμα της κυτταρίτιδας στο σώμα της, την πρώτη ένδειξη αναπόδραστης πορείας προς το γήρας και τη φθορά, προς την αδυναμία επιτέλεσης του φύλου, όσο τα κοινωνικά πρότυπα ομορφιάς μας σφίγγουν και μας περικλείουν. Είμαστε η Αλίκη όταν περιγράφει το πρώτο σκίρτημα του αληθινού έρωτα, την εσώτερη ανάγκη να παρουσιαζόμαστε τέλειες απέναντί του, οι ιδεατές σύντροφοι, να υπερτονίσουμε και να διογκώσουμε τις ομοιότητες, να λειάνουμε τις διαφορές και τις ατέλειες, όσο έχουμε ακόμα χρόνο, όσο εκείνος ακόμα μας κοιτά μέσα από τα παραμορφωτικά φίλτρα του έρωτα.
Είμαστε η Αλίκη όταν απευθύνεται για πρώτη φορά με ειλικρίνεια στη μητέρα της για το πόσο την τρομάζει, για το πώς όλη η καλωδίωση του εγκεφάλου της, κάθε μηχανισμός ανταπόκρισης στη ζωή που έχει οικοδομήσει προέρχεται από εκείνη, από τα σπάργανα μιας παιδικής ηλικίας που σημαδεύτηκε από την απώλεια, την εγκατάλειψη και τη μητρική ανεπάρκεια, είμαστε η Αλίκη όσο αναζητάμε απεγνωσμένα τις διαφορές και τις ομοιότητές μας με το μητρικό πρότυπο, όσο διατεινόμαστε πως εμείς θα τα κάνουμε όλα διαφορετικά, όλα σωστά, ότι το δικό μας αίμα θα ξεφύγει από τη διακλάδωση της οικογενειακής αρτηρίας και της συναισθηματικής κληρονομιάς της. Είμαστε η Αλίκη όταν, προκειμένου να γίνουμε μητέρες σωστές, συμμορφωμένες με τα πολιτισμικά πρότυπα του νεοαποκτηθέντος ρόλου μας, χάνουμε τις εαυτές μας, τους φίλους και τα ενδιαφέροντά μας, τις δουλειές και το εισόδημά μας, την εξωτερική εμφάνιση και τη θηλυκότητά μας, τα θυσιάζουμε όλα στον βωμό της μητρότητας, όσο η ζωή των αντρών, των πατεράδων και συζύγων, συνεχίζει να διατηρεί ακριβώς την πρότερη μορφή της.
Όλο το βιβλίο μια μετάβαση, ένας μετασχηματισμός, από κορίτσι σε γυναίκα, από μόνη σε μέρος ενός όλου, μαζί με τις ελπίδες που αυτό το όλον φέρει, άλλοτε αληθινές άλλοτε κίβδηλες, από κόρη που φέρει το άχθος των γονικών επιλογών σε μητέρα, που με τη σειρά της θα βιώσει τις δικές της, μικρές ή μεγαλύτερες, διαψεύσεις και ματαιώσεις της νέας της ταυτότητας. Όσο η αφήγηση ρέει συνειρμικά, η ιστορία οδεύει προς τον τραγικό της πυρήνα, μια απώλεια, ανείπωτη και αβάσταχτη, που θα καθορίσει και θα μετουσιώσει εκ νέου τους ήρωες, σε μια νέα ύπαρξη, έναν νέο εαυτό. Η Αλίκη πρέπει να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα, αυτήν του πένθους και του διαρκούς, αδιάκοπου πόνου, του οίκτου των φίλων και των συμπονετικών βλεμμάτων, της νέας ταυτότητας που αυτόκλητα της ανατέθηκε, και ως άμυνα καταφεύγει στην άρνηση, σκίζει μεθοδικά από τις Σημειώσεις ευτυχίας της τις σελίδες, τις στιγμές που αφορούν τον χαμένο, διαγράφει τις ευτυχισμένες αναμνήσεις για να μουδιάσει την απότοκή τους οδύνη, οργίζεται και απομακρύνεται συναισθηματικά από αυτούς που μένουν πίσω, τους ζωντανούς.
Η Αποστόλου ακροπατεί στα αβυσσώδη βάθη της απώλειας, στους μηχανισμούς απόκρισης σε αυτήν, στο βάρος της ενοχής για την πρότερη ευτυχία, στη μαγική σκέψη, κάθε προσπάθεια εκλογίκευσης του πόνου, κάθε θέασή του σαν κατάληξη μιας αλληλουχίας γεγονότων, μιας σχέσης αιτίου-αιτιατού, καθώς ο ανθρώπινος εγκέφαλος αδυνατεί να συλλάβει το παράλογο και αδιανόητο, την απόλυτη απουσία δικαιοσύνης. Με ευαισθησία, ενσυναίσθηση αλλά και αυτοσυγκράτηση, πιστή στο ύφος και τη φόρμα της, στην κυκλική επανεμφάνιση συμβόλων και μοτίβων (το γάλα ως σύμβολο μητρικής φροντίδας και επάρκειας, οι αιμάτινες γραμμές στο μαλακό εσωτερικό μηρών, ο συνδετήρας και η νοηματοδότησή του), όλη η μεθοδική λεπτοδουλειά που έχει κάνει στην πρόζα της κάνει την αφήγηση υπόκωφα, οργανικά σπαρακτική, μια προϊούσα μελαγχολία που εκτοξεύεται σαν πίδακας ανθρώπινου πόνου στο τελικό συναισθηματικό κρεσέντο της.
Η Αποστόλου σερβίρει μικρές φέτες ζωής, γαρνιρισμένες με τρυφερότητα, ρεαλισμό και ευαισθησία, που φέρνουν στον νου την πρόζα της Elizabeth Strout και της Alice Munro, και τη δική τους ενδοσκοπική καταβύθιση στις αποχρώσεις της ανθρωπινότητας, άλλοτε έντονες άλλοτε ανεπαίσθητες, με αυτήν τη σπάνια, βαθιά κατανόηση του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Με αψεγάδιαστη συναρμογή μορφής και περιεχομένου, τα Σωματίδια εισβάλλουν στο θυμικό σου και το ταρακουνούν μέχρι να το αναποδογυρίσουν συθέμελα, βρίσκουν αυτό το μικρό ή μεγαλύτερο, απωθημένο ή εμφανές, κομμάτι εντός σου που έχει πονέσει, που έχει πληγωθεί και μείνει λειψό, και το γρατζουνούν, απαλά μα σταθερά, σαν τις γρατζουνιές από τα πέλματα ενός γάτου. Δεν προσδοκούν να σε πονέσουν, δεν εκβιάζουν το συναίσθημα, όμως αυτό ξεχύνεται, νομοτελειακά και αναπότρεπτα, μέσα από μια πρόζα σχεδιασμένη και εκτελεσμένη στην εντέλεια. Μπορεί το σημείο αυτό να είναι διαφορετικό για την καθεμιά μας, το βίωμα πόνου, απώλειας και τρωτότητας να έχει διαφορετικό σχήμα ή τα συναισθηματικά τσιρότα που χρησιμοποιούμε για να το καλύψουμε να έχουν διαφορετική υφή, όμως η Αποστόλου και τα Σωματίδιά της καταφέρνουν να το βρουν, να το αγγίξουν και να υπενθυμίσουν την παρουσία του – και μετά να το βοηθήσουν να επουλωθεί, με μια πηγαία πίστη, ελπίδα και αισιοδοξία. Και αυτή ακριβώς είναι η μαγεία της (καλής) λογοτεχνίας.