Το «Σπίτι Παιδιού» είναι μια αποσπασματική αυτοβιογραφία με ηθογραφικά στοιχεία, του Κυριάκου Συφιλτζόγλου που κυκλοφορεί απ’ τις εκδόσεις Αντίποδες. Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής είναι ένα μικρό παιδί, το οποίο ανασύρει μνήμες του παρελθόντος από την παιδική του ηλικία με κεντρικά τους θέματα τη ζωή και τον θάνατο, έτσι όπως τα αντιλαμβανόταν μέσα από την τότε παιδική του οπτική. Ο Κυριάκος έζησε μαζί με τους γονείς του σε ένα Σπίτι Παιδιού, όπου ήταν ένα δίκτυο προνοιακών δομών της μετεμφυλιακής Ελλάδας που είχε οργανωθεί από το παλάτι, που αποτελούσε κύριο πολιτικό παράγοντα της εποχής. Πυρήνας των αναμνήσεών του αφηγητή αποτελεί το Σπίτι του Παιδιού, γύρω από το οποίο εκτυλίσσονται οι ιστορίες – μνήμες που συνθέτουν το βιβλίο.
Οι σύντομες ιστορίες του βιβλίου του Συφιλτζόγλου, όπως αναφέρθηκε ήδη, πραγματεύονται δύο έννοιες: τη ζωή και τον θάνατο. Ο αφηγητής Κυριάκος- ο οποίος ως συνονόματος του συγγραφέα στήνεται ως το λογοτεχνικό alter ego του- είναι και ο κύριος πρωταγωνιστής του έργου. Ανασύροντας τις μνήμες του παρελθόντος προσπαθεί όσο πιο παραστατικά μπορεί, να μας αφηγηθεί τις ιστορίες από τον τόπο του που θα απασχολήσουν το βιβλίο. Τα υπόλοιπα πρόσωπα που συνθέτουν το έργο του, είναι -γνωστά ή άγνωστα- πρόσωπα από το χωριό του, οι γονείς του και συγγενείς του. Ο αφηγητής προσεγγίζει τις θεματικές των ιστοριών του μέσα απ’ την αγνή παιδική ματιά του παρελθόντος του και αυτό δίνει έναν τρυφερό και χιουμοριστικό τόνο στην αφήγηση. Ας χωρίσουμε όμως τις θεματικές με βάση τις δύο έννοιες που διαπερνούν το έργο του.
Όσον αφορά την έννοια της ζωής, ο αφηγητής περιγράφει τα ανέμελα παιδικά του χρόνια, γεγονός που μας κάνει να ταυτιζόμαστε αναπολώντας και τη δική μας παιδική ηλικία. Μεταφέρει με τρόπο περίτεχνο και ζωντανό το προσωπικό του βίωμα στο Σπίτι Παιδιού και στα γύρω χωριά. Μας αφηγείται πως το Σπίτι Παιδιού ήταν το σχολείο του αλλά και το σπίτι του για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Μας αφηγείται τη ζωή εκεί. Από εκεί αφορμάται για να μας αφηγηθεί και τις υπόλοιπες ιστορίες του που σιγά – σιγά επεκτείνονται τοπικώς, στα γύρω χωριά. Έτσι, μαθαίνουμε για τοπικές συνήθειες του χωριού, για τις σχέσεις των ανθρώπων στην κλειστή αυτή κοινωνία, για τα παιχνίδια στα γήπεδα (αλλά και στα νεκροταφεία), για την αντιμετώπιση των αρχαιοτήτων εκείνη την περίοδο αλλά και για ένα ζήτημα που δεν μας είναι καθόλου άγνωστο, το φαινόμενο της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης. Ο αφηγητής όμως ακόμα και μέσω του θανάτου επιδιώκει τελικά να δώσει φως στη ζωή και γι’ αυτό προσπαθεί να ανακαλύψει και να αφηγηθεί με αφορμή τον θάνατό τους, τις περίπλοκες ιστορίες των συγγενών και συγχωριανών του. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθεί να δημιουργήσει τη δική του ιστορία, να εντάξει τον εαυτό του σε μία συλλογικότητα, ψάχνοντας να βρει στοιχεία που συνδέονται με εκείνον και τον κοινωνικό του περίγυρο. Ο θάνατος ενός συγχωριανού ή ενός συγγενή του γίνεται η αφορμή για τον Κυριάκο να μάθει λεπτομέρειες για τη ζωή του, να προσπαθήσει να τον γνωρίσει έστω και την ύστατη στιγμή και να τον τιμήσει συμμετέχοντας ενεργά στα ταφικά έθιμα.
Στην ίδια λογική όσον αφορά την έννοια του θανάτου (στον οποίο και επικεντρώνεται περισσότερο) ο αφηγητής μας αποκαλύπτει με ποιον τρόπο αντιλαμβανόταν με την παιδική του αθωότητα τότε τον θάνατο. Μας περιγράφει τις κινήσεις του και μας εξομολογείται τις τότε παιδικές του σκέψεις. Αρχικά, μας αφηγείται πώς προσεγγίζει τον θάνατο των συγγενών του και των συγχωριανών του. Ο θάνατος φαίνεται να έχει γίνει μία συνήθεια στο χωριό, γι’ αυτό και ο μικρός αφηγητής δεν φαίνεται να φοβάται, αντιμετωπίζει τον θάνατο σαν μία ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στις ρίζες του, να γνωρίσει νέες ιστορίες. Ταυτόχρονα, συμπεριφέρεται με ευσέβεια και ενσυναίσθηση. Στα έθιμα ταφής μάλιστα, ο αφηγητής παίζει σημαντικό ρόλο. Μας αποκαλύπτει πως κάθε φορά που κάποιος πέθαινε, έτρεχε να χτυπήσει την καμπάνα, στις κηδείες σήκωνε τα εξαπτέρυγα (εκτός κι αν ο νεκρός ήταν κάποιος συγγενής του), πως πήγαινε με την οικογένειά του κάθε εβδομάδα να ανάψει το καντήλι των νεκρών συγγενών του. Ωστόσο, η περιέργεια και η λαχτάρα του να γνωρίσει κι άλλα πράγματα δεν τον σταματούσαν εκεί. Του κινούσαν το ενδιαφέρον και άλλοι τάφοι κι έτσι αντιλαμβανόμαστε πως δεν ήταν όλοι οι ίδιοι. Ο κάθε τάφος ήταν διαφορετικός αλλά πολύ συγκεκριμένοι του κέντριζαν το ενδιαφέρον περισσότερο.
Είναι σαφές ότι ο θάνατος είχε έναν ιδιαίτερο ρόλο στην καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας, τον είχε συνηθίσει αλλά τον κατανοούσε μόνο όσο του επέτρεπε η παιδική του φαντασία. Έτσι περί αυτό τον βρίσκουμε να συζητά με την μητέρα του:
«Τη ρώτησα «Πώς μπορούν οι νεκροί να αναπνέουν έτσι που είναι τόσο κολλητά ο ένας με τον άλλον εδώ;» Μου ‘πε πως εδώ τους έχουν για λίγο, όχι όπως στα χωριά. «Ε, τότε κι εγώ εδώ θέλω», της είπα, «για λίγο στην πόλη και μετά ξανά πίσω στο χωριό, ζωντανός».
Όμως παράλληλα με την ιστορία του τόπου που μεγάλωνε ο αφηγητής, το βιβλίο δεν παύει να αποτελεί και μία ιστορία ενηλικίωσης ενός παιδιού που μεγάλωνε στη Δράμα στη μετεμφυλιακή περίοδο. Όπως σε κάθε ιστορία ενηλικίωσης ταυτιζόμαστε με κάποιους κοινούς τόπους της παιδικής ηλικίας, όπως είναι ο μιμητισμός των μεγαλύτερων, στον οποίο καταφεύγει συχνά και ο πρωταγωνιστής, ίσως με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απόφασή του να αρχίσει το κάπνισμα. Όμως οι ιστορίες του Κυριάκου είναι τοποθετημένες σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό τόπο και χρόνο, εκείνον της επαρχίας της μετεμφυλιακής περιόδου, για την οποία ο συγγραφέας μας προσφέρει διάφορες ενδιαφέρουσες πληροφορίες (με σημαντικότερη φυσικά το Σπίτι Παιδιού). Φυσικά και ο αφηγητής δεν είναι αποκομμένος απ’ την εποχή του και αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές όταν σε ένα διάλογο ξανά με τη μητέρα του προδιαγράφει το μέλλον του με σιγουριά:
«Μαμά ξέρεις πότε θα γίνω μεγάλος άντρας;»
«Πότε;»
«Όταν θα φύγουμε απ’ το Σπίτι Παιδιού και θα μένουμε συνέχεια στις εργατικές κατοικίες»
Ξεχωριστό στοιχείο του βιβλίου αποτελεί ο τρόπος που χειρίζεται τη γλώσσα ο συγγραφέας, ένας τρόπος εξόχως ποιητικός. Το βιβλίο χωρίζεται σε πολύ μικρά κεφάλαια, σχεδόν αυτοτελή μεταξύ τους, τα οποία ισορροπούν στο ενδιάμεσο μεταξύ πεζογραφίας και ποίησης. Με αυτό τον τρόπο η αφήγηση του πρωταγωνιστή αποκτά έναν έντονο λυρισμό, γεμάτο εναλλαγές συναισθημάτων.
Το Σπίτι Παιδιού αποτελεί ένα βιβλίο που στηρίζεται στην παιδικότητα, στο ηθογραφικό στοιχείο και στην αντίληψη του θανάτου. Επεκτείνεται ωστόσο και σε άλλα θέματα: στις ανθρώπινες σχέσεις, στην αλληλεγγύη, στον σεβασμό απέναντι στους νεκρούς. Προβληματίζει σχετικά με την ιδέα του θανάτου που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ως παιδί και ως ενήλικος, αλλά εκφράζει την άποψη πως ο θάνατος είναι κομμάτι της ζωής και η ζωή κομμάτι του θανάτου. Την ίδια άποψη έχει συμμεριστεί άλλωστε και ο Καζαντζάκης με τη φράση του «Αλάτι ο θάνατος και τη ζωή πολύ τη νοστιμίζει».