Μια νεαρή γυναίκα, η ανώνυμη αφηγήτρια, μετακομίζει στο σπίτι του αδελφού της, μια απομονωμένη έπαυλη σε μια παγερή χώρα του Βορρά, γενέτειρα των προγόνων τους. Εκεί, επιφορτίζεται με το καθήκον της οικιακής φροντίδας του σπιτιού του ευκατάστατου, επιχειρηματία αδελφού της, τον οποίο μόλις άφησε η γυναίκα του και τα παιδιά τους – ένα καθήκον που αναλάμβανε, ήδη από την παιδική της ηλικία, απέναντι στους γονείς και όλα τα αδέλφια της. Σύντομα, όταν ο αδελφός της απουσιάσει λόγω δουλειάς και εκείνη μείνει μόνη της στο σπίτι στο δάσος, θα προσπαθήσει να ενσωματωθεί στην κοινωνική ζωή της μικρής πόλης, όμως θα συναντήσει μονάχα εχθρικότητα και προκατάληψη. Όταν παράξενα, μακάβρια περιστατικά αρχίσουν να συμβαίνουν – μια προβατίνα παγιδευμένη σε έναν συρμάτινο φράχτη με το νεκρό αρνάκι της στα σπλάχνα της, μια σκύλα με ανεμογκάστρι – οι ντόπιοι θα αρχίσουν να υποψιάζονται εκείνη ως υπαίτια.
Η Καναδή, κάτοικος Σκωτίας, Sarah Bernstein βρέθηκε, με το δεύτερο μυθιστόρημά της, Σπουδή στην υποταγή, στη βραχεία λίστα για το βραβείο Booker 2023 και στη λίστα του Granta με τους 20 καλύτερους νέους Βρετανούς συγγραφείς. Σε αυτό το αλλοκοτο υβρίδιο ψυχογραφήματος, κοινωνικοπολιτικής αλληγορίας και πηγαίου ψυχολογικού τρόμου, που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Διόπτρα σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη, η Bernstein ξεκινά τοποθετώντας μεθοδικά τις ψηφίδες της ψυχογραφικής ανάλυσης της ηρωίδας και αφηγήτριάς της, μιας γυναίκας πειθήνιας και υποτακτικής. Μαθημένη από παιδί πως ζει για να υπηρετεί την οικογένειά της, ως ενήλικη ζει μονίμως στο περιθώριο, ένα wallflower στο εργασιακό της περιβάλλον, ένας δέκτης πάσης φύσεως συμπεριφορών, εξομολογήσεων και αντανακλάσεων, δοτική και μειλίχια– ένας ρόλος καθ’ όλα έμφυλος.
Η Bernstein παρουσιάζει την ηρωίδα της σε κάθε πιθανό πλαίσιο κοινωνικής αλληλεπίδρασης: στην οικογένεια ήταν πάντοτε το πράο, υπακουο παιδί που όφειλε να σιωπεί και να ακολουθεί τις παράλογες προσταγές των αδελφών του. Τον ρόλο αυτόν διατήρησε στο σχολείο και μετέπειτα στο εργασιακό περιβάλλον, μια πολυεθνική δικηγορική εταιρεία αντι-οικολογικής ατζέντας και αμοραλιστικών ηθικών επιχρωματισμών, ατζέντα την οποία οφείλει να αγνοεί και να αποσιωπεί, απλώς να απομαγνητοφωνεί και να δακτυλογραφεί, να εστιάζει αποκλειστικά στη δομή και όχι στο περιεχόμενο – ένα σαρδόνιο, ιδιοφυές λογοτεχνικό σχόλιο.
Οι ντόπιοι αντιμετωπίζουν την αφηγήτρια ως παρείσακτη, με δεισιδαιμονίες και προλήψεις την κατηγορούν ως υπαίτια για τις συμφορές που τους βρίσκουν, και εκείνη αποδέχεται αυτήν την ευθύνη με μια εγγενή αίσθηση αιδούς, στωικότητας και υποταγής. Προσπαθεί να συμμετέχει, να αποτελεί ενεργό μέλος της κοινότητας, να συμβάλλει ακούραστα με την εργασία της δίχως ποτέ να παραπονείται, αλλά πάντα αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα και καχυποψία, κατηγορείται για αμαρτήματα και ανομήματα που αδυνατεί να έχει διαπράξει, όμως εκείνη τα αποδέχεται στωικά, αμφισβητεί την αντιληπτική της ικανότητα και υιοθετεί τη ρητορική των ισχυρών – είναι, όμως, έτσι τα πράγματα ή, μήπως, έχουμε να κάνουμε με μια πανούργα, πανέξυπνα δομημένη, αναξιόπιστη αφηγήτρια;
Το μυθιστόρημα της Bernstein, πέραν του πρώτου επιπέδου ψυχογραφικής ανάλυσης της ηρωίδας του, αποτελεί μια αιχμηρή πολιτική αλληγορία, για τον εβραϊσμό και το κληροδότημα υποταγής της εβραϊκής ταυτότητας, για την υπέρβασή του μέσα από τον αντίποδά του – ο σαδιστής, εξουσιαστικός πρωτότοκος γιός ως μεταφορά για το σύγχρονο Ισραήλ και τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές του – , για την έννοια της συλλογικής ενοχής του Ολοκαυτώματος και της κληρονόμησής της στις επόμενες γενεές. Η αλληγορία της Bernstein, όμως, είναι ευρύτερη, επεκτείνεται πέρα από το αυστηρό εθνοτικό πλαίσιο των χαρακτήρων της, και προς έναν συνολικότερο στοχασμό πάνω στην ξενοφοβία, τη μισαλλοδοξία και την προκατάληψη, αλλά και στη δυναμική εξουσίας μεταξύ ισχυρού και αδυνάμων. Σχολιάζει δε ευθέως το κίνημα του MeToo, το victim blaming, την εσωτερίκευση της θυματοποίησης και την αποδοχή του κυρίαρχου αφηγήματος του κακοποιητή, την επικράτηση της ρητορικής του έναντι αυτής των μειονοτήτων και των υποεκπροσωπούμενων.
Η γλώσσα της Bernstein είναι περίτεχνη και προσεγμένη, το λεξιλόγιό της πλούσιο, οι προτάσεις μακροπερίοδες, χειμαρρώδεις και συνάμα αυστηρά δομημένες – η ίδια χρησιμοποιεί την άψογα στυλιζαρισμένη πρόζα της ως νυστέρι, που ανατέμνει με χειρουργική ευλάβεια τους χαρακτήρες της και τους συμβολισμούς του περιεχομένου της. Είναι αλήθεια πως η πρόζα της Bernstein είναι δύσκαμπτη, οι συμβολισμοί της δυσνόητοι και δυσχερώς ερμηνεύσιμοι, όμως άπαξ και ο αναγνώστης κατορθώσει να τους αποκωδικοποιήσει, ανταμείβεται με τα πολλαπλά επίπεδα σχολιασμού και ανάλυσής της.
Η ατμόσφαιρα που οικοδομεί είναι ζοφερή και μακάβρια, μια διαρκής αίσθηση απειλής πλανάται δίχως ποτέ να κατονομάζεται και να λαμβάνει ακριβές σχήμα και μορφή, τα γκροτέσκα συμβάντα και η μεταφυσική εξήγησή τους προσανατολίζουν ειδολογικά το μυθιστόρημα προς τον ανόθευτο ψυχολογικό τρόμο. Σε ένα σκηνικό βουκολικό, άχρονο και μόνο μερικώς γεωγραφικά προσδιορισμένο – μια χώρα του Βορρά, η οποία είχε εμπλακεί στο Ολοκαύτωμα – η ιστορία της Bernstein ακολουθεί την καφκική αφηγηματική παράδοση, του ξένου σε μια αλλότρια χώρα που αντιμετωπίζεται από τους ντόπιους με επιφυλακτικότητα και αναίτια εχθρικότητα, μόνο για να την επανεφεύρει και να την εκμοντερνίσει. Η αφηγήτριά της, σαν άλλος Κ., πλοηγείται σε μια αφιλόξενη ερημιά, ανάμεσα σε διώκτες και δυνάστες, ένα γιγάντιο, μοχθηρό οικοδόμημα συστημικής καταπίεσης και επιβολής εξουσίας – μέχρι την ύστατη αντεπίθεσή της, μια υπόμνηση από την Bernstein για την αντίσταση των καταπιεσμένων και των μειονοτήτων.
Μια πολυεπίπεδη, βαθιά εγκεφαλική αλληγορία, με προεκτάσεις ιστορικές, πολιτικές και έμφυλες, φιλοσοφικές και θεολογικές, ένα από τα πιο απαιτητικά και αφηγηματικά πολύπλοκα, μα και δεξιοτεχνικά, τόσο στη φόρμα όσο και στο περιεχόμενό τους, βιβλία που διαβάσαμε τελευταία.