Ο Ocean Vuong είναι το σύγχρονο παιδί – θαύμα της αμερικανικής ποίησης και πεζογραφίας. Βραβευθείς το 2017 με το επιφανές T.S. Eliot Prize για την πρώτη εκτενή ποιητική συλλογή του, «Νυχτερινός Ουρανός με Τραύματα Εξόδου», ο 33χρονος Βιετναμέζος – Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής απέκτησε διεθνή φήμη και αναγνώριση κυρίως με το πρώτο πεζογραφικό του έργο, «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι» – αμφότερα εκδόθηκαν στη χώρα μας από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Δημήτρη Μαύρου και Έφης Φρυδά αντίστοιχα.
Ο Vuong γεννήθηκε το 1988 σε έναν ορυζώνα στο Βιετνάμ, αλλά σε ηλικία μόλις 2 ετών εκείνος και η οικογένειά του αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα, βρέθηκαν σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στις Φιλιππίνες και από εκεί μετανάστευσαν στην Αμερική, στο Χάρτφορντ του Κονέκτικατ. Λίγο αργότερα, ο κακοποιητικός πατέρας του τους εγκατέλειψε και ο μικρός Ocean, ονομασθείς έτσι από τον Ειρηνικό ωκεανό τον οποίο διέσχισαν για να βρεθούν στην αμερικανική «γη της επαγγελίας», μεγάλωσε με τη μητέρα του, Ρόουζ, και τη σχιζοφρενή γιαγιά του, Λαν. Αυτήν την τραυματική παιδική και εφηβική του ηλικία εξιστορεί στην ποιητική συλλογή και στο πεζογράφημά του: το «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι» είναι το γράμμα ενός αγοριού, του Λιτλ Ντογκ, του ίδιου του Vuong δηλαδή, προς την αναλφάβητη μητέρα του, μια επιστολική κατάθεση ψυχής και καταγραφή των αναμνήσεών του, εκτεθειμένη στα μάτια μιας μητέρας που δεν θα κατορθώσει να τη διαβάσει ποτέ.
Υβρίδιο μυθιστορήματος, πεζού ποιήματος και απομνημονευμάτων, ο συγγραφέας μέσα από μια αφήγηση αποσπασματική, μη γραμμική, με κεφάλαια διάσπαρτα χρονικά και πρόζα ρέουσα και ρυθμική, συνθέτει ένα ψηφιδωτό της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, εμποτισμένης από φτώχεια, ανέχεια και πόνο, σωματικό και ψυχικό. Ο Vuong μιλά για τη βία, τη βία που έζησε η μητέρα του στο Βιετνάμ, τη φρίκη του πολέμου, των ναπάλμ και των εκτελέσεων, βία που και η ίδια κληροδότησε με τη σειρά της στον γιό της, στα χαστούκια που του έριχνε και τα αντικείμενα που του εκσφενδόνιζε, βία που εκείνος υπέμενε στωικά και είχε κανονικοποιήσει. Η αλυσίδα της βίας είναι άρρηκτη, οι κρίκοι της μένουν πεισματικά στη θέση τους, από τη βία του πολέμου στο Βιετνάμ μέχρι την ενδοοικογενειακή βία, από τον πατέρα στη μητέρα και από τη μητέρα στον γιό, ένα κληροδότημα πόνου που λεκιάζει ολόκληρες γενιές. Αυτή η βία, η ωμότητα και η σκληρότητα είναι πανταχού παρούσες και στην ποίησή του, σε αντίστιξη όμως πάντα με την ομορφιά και τον λυρισμό, αποδεικνύοντας έτσι ότι διαθέτει πηγαίο ταλέντο στη δημιουργία εικόνων, γλαφυρών, κινηματογραφικών και ολοζώντανων, απόκοσμης και ποιητικής ομορφιάς.
Ο Λιτλ Ντογκ, με το όνομα – φυλαχτό, ξόρκι για το Κακό και τα δαιμονικά πνεύματα, περιβάλλεται παντού γύρω του από βία, αυτήν του ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας και του εκφοβισμού που δέχεται, αλλά και του ματσισμού και της τοξικής αρρενωπότητας που αναμένεται από αυτόν, εγκλωβισμένος ανάμεσα στα καλούπια ανδρισμού που η οικογένειά του και η κοινωνία έχουν κατασκευάσει για εκείνον. Ο Vuong ανασύρει το τραύμα του αναγνωρίζοντας τη θεραπευτική δύναμη της θύμησης: το προσωπικό τραύμα, το οικογενειακό, της μητέρας και της γιαγιάς του, ένα τραύμα που άφησε τα σημάδια του στο μυαλό και το σώμα τους, στο PTSD που βιώνουν, αλλά και το συλλογικό τραύμα ενός ολόκληρου λαού, κατακερματισμένου και αλλεπάλληλα χτυπημένου από τη φρικωδία του πολέμου και του ιμπεριαλισμού.
Μέσα από την αφήγησή του, σκιαγραφεί τα πορτραίτα των δύο γυναικών της ζωής του, της μητέρας και της γιαγιάς του, δυναμικές, οργισμένες και νευρώδεις, αλλά κατά βάθος τόσο φοβισμένες. Αντιθέτως, στον «Νυχτερινό Ουρανό» δεσπόζει η πατρική φιγούρα, απούσα και ανακατασκευασμένη μέσα από αφηγήσεις και αμυδρές αναμνήσεις, και (γι’ αυτό) θρυλική. Ο Vuong επιχειρεί μια ανασκόπηση της ζωής τους, μια διαγενεακή ιστορία που ξεκινά από τη δεκαετία του ’60 στο Βιετνάμ και φτάνει μέχρι τη σύγχρονη Αμερική, εξυμνώντας ταυτόχρονα τη δύναμη της εξομολόγησης, της καταγραφής και της αφήγησης.
Ο Vuong γράφει για τη μετανάστευση, τις άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας που αυτή συνεπάγεται, από τα σαλόνια μανικιούρ – πεντικιούρ όπου δούλευε η μητέρα του, εμποτισμένα με τις χημικές αναθυμιάσεις ασετόν και βερνικιού που επικάθονται στους πνεύμονες, τους κόμπους στη σπονδυλική στήλη και την πιασμένη πλάτη, μια ακόμα υπόμνηση του σωματικού λαβώματος που επιφέρει ο καπιταλισμός, μέχρι τις καπνοφυτείες όπου αναγκάστηκε να δουλέψει ο ίδιος σε ηλικία 14 ετών, τη μυρωδιά του ιδρώτα των μονίμως σκυμμένων εργατών και μια αχρείαστη απολογία στο στόμα να πλανώνται διαρκώς στον αέρα. Με λόγο ουσιωδώς πολιτικό, ο Vuong γράφει για την αδελφοσύνη όλων των μεταναστών, κάθε φυλής και προέλευσης, τις κακουχίες και τις ταπεινώσεις που είναι αναγκασμένοι να υφίστανται, σε μια Αμερική αδιάφορη και ανάλγητη απέναντι στα φθηνά εργατικά της χέρια, τον τελευταίο τροχό της κοινωνικής και ταξικής αμάξης, σε μια ουτοπία του αμερικανικού ονείρου πλαστή και απατηλή. Εντούτοις, στα μάτια των ίδιων των μεταναστών, της αναλφάβητης μητέρας του που δεν έμαθε ποτέ να μιλά και να γράφει αγγλικά, η δυτικοποίηση και η αφομοίωση από το αμερικανικό πολιτισμικό χωνευτήρι φαντάζει ως πανάκεια, η γλώσσα που κατέχει πλέον ο γιός της ψευδεπίγραφη ασπίδα και πανοπλία απέναντι σε κάθε λογής δυσκολίες, στην προκατάληψη, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό.
Ο συγγραφέας εξομολογείται και την προσωπική του ανακάλυψη της σεξουαλικότητας και της ερωτικής επιθυμίας του, γράφει για τον Τρέβορ, εκείνο το πρώτο αγόρι που τον έκανε να νιώσει ζωντανός, ορατός, ότι καταλαμβάνει δικαιωματικά μια θέση σε αυτόν τον κόσμο, το αγόρι που πυροδότησε μέσα του μια έκρηξη χρωμάτων, ηδονής, ζωής. Ο Λιτλ Ντογκ και ο Τρέβορ ανακαλύπτουν μαζί μια νέα γλώσσα, μια ιδιόλεκτο του σώματος και του πόθου, τρομακτική όσο και λυτρωτική. Ο Vuong, τόσο στο πεζό του όσο και στα ποιήματά του, μιλά για την ενσωμάτωση της βίας και της υποταγής στη σεξουαλική απόλαυση, ως εγγενές στοιχείο της ίδιας της ύπαρξης, μιλά για τον έρωτα ως ανάγκη για αποδοχή και ορατότητα, ως μοναδικό τρόπο για να αισθανθεί υπαρκτός. Γράφει, όμως, και για την ομοφοβία και τον εκφοβισμό, που εκτείνονται από το προσωπικό, τη δική του ιστορία, μέχρι το συλλογικό και το πολιτικό, την ομοφοβική επίθεση στο Ορλάντο. Γράφει για την τοξική αρρενωπότητα, για την οπλοφορία, για την κρίση των οπιοειδών και την ενδημική επιδημία εθισμού και ψυχικών ασθενειών στα λευκά κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Συνθέτει έτσι ένα πολυσυλλεκτικό μωσαϊκό του Χάρτφορντ, της πόλης όπου μεγάλωσε, και μαζί ολάκερης της αμερικανικής εργατικής τάξης, λευκών, έγχρωμων, Μεξικανών και Ασιατών, συγκοινωνούντα δοχεία φτώχειας και ανέχειας, σε εργατικές συνοικίες που μαστίζονται από τα ναρκωτικά, τη βία, τις συμμορίες, τις φυλακίσεις – μια πατρίδα, άλλοτε φιλόξενη και άλλοτε εχθρική, που κλείνει μέσα της όλους όσους ο καπιταλισμός ξερνά, τους απόβλητους του αμερικανικού ονείρου.
Το «Στη Γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι» είναι μια ενδελεχής μελέτη πάνω στην έννοια της ταυτότητας, της κοινωνικά ανατεθειμένης ταμπέλας φύλου, φυλής, σεξουαλικότητας, και όσα αυτή επιτάσσει, αλλά και για την προσωπική ανάγκη του ανήκειν, της ένταξης σε ομοιογενείς ομάδες, του διχασμού που επιφέρει η άρνηση εισδοχής. Ο Λιτλ Ντογκ παλεύει να βρει τη θέση του στον κόσμο, σε μια Αμερική που τον αντιμετωπίζει σαν απειλή και αντικείμενο χλεύης, σαν κομμάτι αλλότριο και παράταιρο, αλλά και σε ένα Βιετνάμ, μια φυλετική και πολιτισμική πατρίδα που δεν τον αποδέχτηκε ποτέ, που εγχάραξε στη γιαγιά και τη μητέρα του ανεπούλωτες πληγές πόνου.
Ο Ocean Vuong είναι ένα πλάσμα αλλόκοτο, σαν από άλλο κόσμο, θλιμμένο και μοναχικό, που παλεύει να επουλώσει το τραύμα του, να συμφιλιωθεί με τον πόνο του, να κατανοήσει την απώλεια και την απουσία, να βρει τον δικό του τρόπο να υπάρχει σε έναν κόσμο φτιαγμένο από (και για) οδύνη και βάσανα, μέσα από τη συγγραφή ως διαδικασία επανεύρεσης του εαυτού και ανασυγκρότησης των ρηγματωδών κομματιών του.
Εισάγει δε ένα νέο, ρηξικέλευθο είδος γραφής, πολιτικής και ταυτόχρονα ακατέργαστης, βιωματικής και συναισθητικής, το είδος εκείνο της γραφής που αψηφά τους λογοτεχνικούς και αφηγηματικούς κανόνες, τη γραμμικότητα και τη θεματολογική συνοχή, και ακολουθεί απλά τη συνειδησιακή ροή του συναισθήματος, της θύμησης και της ενδοσκόπησης, το είδος γραφής που σπαράζει και βρυχάται συνάμα.
Ο Ocean Vuong γνωρίζει ότι είναι φυλακισμένος, στο κλουβί της τάξης, της φυλής και της σεξουαλικότητάς του, της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης και της σύμφυτης με αυτήν οδύνης και ανελευθερίας. Αυτό που προτάσσει όμως με τα γραπτά του είναι η φυγή, έστω πρόσκαιρη, έστω πεπερασμένη, έστω αυστηρά προκαθορισμένη, η φυγή που προσφέρει η ομορφιά, τα μωβ λουλούδια πίσω από το συρματόπλεγμα στην άκρη του δρόμου, η μυρωδιά του ιδρώτα του εραστή του, τα χέρια του στον ώμο του και η φωνή του να ψιθυρίζει πως «είναι καλά», όλα τα μικρά τραύματα εξόδου στον ολόφωτο νυχτερινό ουρανό.