Τελειώνοντας το βιβλίο Στην Tρέλα της Joy Sorman (μετάφραση της Αριάδνης Μοσχονά, εκδόσεις Πόλις), το πρώτο και κυρίαρχο πράγμα που ένιωσα ήταν μια βαθιά θλίψη –και αυτό ακριβώς θεωρώ επιτυχία στο εξής έργο: η Sorman δεν χαρίζει κάστανα, αντίθετα αναπαριστά λεπτομερώς, απογυμνωμένα από κάθε περιττό λυρισμό και ωραιοποίηση όσα ιδίοις όμμασι αντίκρισε στους διαδρόμους του ψυχιατρικού νοσοκομείου που επί έναν χρόνο επισκεπτόταν. Η συγγραφέας επιχειρεί να ψυχογραφήσει τους ασθενείς της δημόσιας ψυχιατρικής κλινικής χωρίς επικριτική διάθεση, απαλλαγμένη από τα υπάρχοντα στεγανά και τις προκαταλήψεις, τα οποία πολύ καλά γνωρίζει πόσο ενσωματωμένα είναι στην κοινωνία και που με ευφράδεια λόγου αριθμεί στο πόνημά της.
Η Σορμάν, επί έναν χρόνο κάθε Τετάρτη μεταβαίνει στο λεγόμενο «Περίπτερο 4Β» ενός ψυχιατρείου στη Γαλλία, παρατηρώντας εξονυχιστικά αλλά όχι αδιάκριτα την καθημερινότητα των τροφίμων και καταγράφοντας τα κακώς κείμενα του άλλοτε ασύλου και της ψυχιατρικής εν γένει. Στη διάρκεια του ενός αυτού χρόνου, συνδιαλέγεται με ασθενείς και νοσηλευτικό προσωπικό και αποπειράται τόσο να καταλάβει την προέλευση της «τρέλας» όσο και να δώσει απάντηση στα καίρια ερωτήματα που κατόπιν γεννιούνται καθώς έρχεται σε άμεση επαφή με ανθρώπους που νοσούν ψυχικά. Η παραστατική εικονοποιία της Sorman («μια οσμή στοιβάγματος και μουλιάσματος, βραστών λαχανικών και απορρυπαντικών, σάλτσας που κρύωσε…», «με κατσούφικο ύφος, με το νυχτικό, με τα πόδια της γυμνά και πρησμένα, μ’ ένα σκουφί με κόκκινο φουντάκι κατεβασμένο ως τα μάτια») τοποθετεί τους αναγνώστες μέσα στην αφήγηση, γίνονται κι εκείνοι άμεσοι παρατηρητές του περιβάλλοντος του νοσοκομείου και του κάθε ασθενούς ξεχωριστά.
Από τον δύσκολο και επιθετικό Ρομπέρ, από την επαναστατική Ζεσικά, από τη λαλίστατη και ιδιόρρυθμη Μαρία μέχρι τον βαθιά πνευματικό (αλλά και καταβεβλημένο από τη μοναξιά) Φρανκ, η συγγραφέας πλαισιώνει κάθε ασθενή για αρκετό χρονικό διάστημα ώστε να εισέλθει στον κόσμο του, να αποκωδικοποιήσει κάποια μοτίβα σκέψεων και συμπεριφορών του και προπάντων να συντριβεί από τη συνειδητοποίηση ότι οι τρόφιμοι φαίνεται να μην έχουν όχι μόνο μέλλον, αλλά ούτε και παρόν. Γλιστρώντας στους αφιλόξενους χώρους του νοσοκομείου σαν σκιές, σαν φαντάσματα, που άλλοτε θέλουν να περάσουν απαρατήρητα και άλλοτε να προκαλέσουν σαματά ώστε να καλυφθούν βασικές ανάγκες του όπως η επικοινωνία, οι ασθενείς βουλιάζουν χωρίς σταματημό σε μια πραγματικότητα σκληρή, σε μια κλινική απρόσωπη, στα αποτελέσματα της αδιαφορίας του κράτους ολόκληρου για την τύχη και τη ζωή τους. Όσο και αν διαφέρει ο ένας από την άλλη, η βαθιά ψυχική οδύνη και το αίσθημα απελπισίας είναι ο κοινός παράγοντας που τους ενώνει. Κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους ενός ιδρύματος που ουδέποτε σκόπευε να τους περιθάλψει με στοργή, σαπίζουν χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα μέχρι να σφαλίσουν τα μάτια τους.
Η συγγραφέας καλείται να έρθει αντιμέτωπη με το σκληρό, τραχύ πρόσωπο της ψυχικής ασθένειας και συγκεκριμένα της ψύχωσης, που καταρρακώνει, απορρυθμίζει και αποπροσωποποιεί τον κάθε άνθρωπο, τον εκδύει από την υπόστασή του και τον καθιστά έρμαιο του κάθε κουρασμένου και απότομου νοσηλευτή. Η ίδια δεν διστάζει να κάνει με αιχμηρό τρόπο σαφείς τις σημαντικές ελλείψεις που κυρίως συμβαίνουν για λόγους οικονομίας, ένδειξη μιας χώρας που, προκειμένου να μην χαντακωθεί οικονομικά, αποφασίζει να περικόψει αγαθά από ένα ψυχιατρικό νοσοκομείο, αδιαφορώντας για τα πιο ταλαιπωρημένα (και αόρατα) μέλη αυτής της κοινωνίας.
Περιπλανώμενη σε αυτούς τους διαδρόμους, η Sorman επιχειρεί να μάθει από τι πάσχει ο καθένας, πώς κατέληξε στο ίδρυμα, ποια η φροντίδα πού παρέχεται, ποιος ο τρόπος ζωής και οι καθημερινές συνήθειες των έγκλειστων. Τα ερωτήματα αυτά θα συνοδεύσουν τον αναγνώστη καθ’ όλη τη διάρκεια του βιβλίου, χωρίς απαραίτητα να απαντηθούν σε βαθμό ικανοποιητικό. Εκεί ακριβώς έγκειται και το ταλέντο της συγγραφέως, στο ότι δεν ψάχνει μανιωδώς ούτε να λάβει η ίδια, ούτε να παρουσιάσει στο αναγνωστικό κοινό απαντήσεις, διότι αυτές πολλές φορές δεν υπάρχουν, δεν είναι δυνατό να δοθούν. Έτσι, με σκληρή πένα και διάχυτο στην αφήγηση το στοιχείο του νατουραλισμού, απεικονίζει μια πραγματικότητα αθέατη από τη συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, μια πραγματικότητα που έχει αποφασιστεί να μένει στα αζήτητα, κρυμμένη από τους ανυποψίαστους πολίτες. Πιο βάναυση από όλα είναι ίσως η επίγνωση της αβεβαιότητας. Εκείνη είναι που φοβίζει τον άνθρωπο, ον φτιαγμένο να ζητάει και να έχει απαντήσεις. Όπως ο πανανθρώπινος φόβος του θανάτου, στην ουσία της ανυπαρξίας, έτσι και καθετί άγνωστο προκαλεί δέος και αίσθημα αχρηστίας, αφού το άτομο νιώθει και είναι αβοήθητο μπροστά στην αβεβαιότητα. Το αίσθημα αυτό, λοιπόν, η Sorman καταφέρνει να περάσει στους αναγνώστες, ένα αιωρούμενο «γιατί;», την αβάσταχτη θλίψη που προκαλεί η συνειδητοποίηση ότι δεν μπορείς πραγματικά να βοηθήσεις σε όλες τις περιπτώσεις, διότι τα χέρια σου είναι δεμένα. Ένας άνθρωπος προσβεβλημένος από βαριά ψυχική νόσο συνήθως δεν έχει τρόπο διεξόδου από αυτή, παρά μόνο τρόπους ανακούφισης των συμπτωμάτων του με την αρωγή της φαρμακευτικής αγωγής. Η ίδια αγωγή, ωστόσο, προκαλεί παρενέργειες όπως η απότομη αύξηση βάρους, η σιελόρροια, η ξηροστομία, η κόπωση και η σωματική αδυναμία, η μετατροπή κάποιου σε «ζόμπι» όπως γράφει η συγγραφέας, σε πλάσμα που δεν δύναται να επικοινωνήσει επαρκώς με το περιβάλλον του. Φαίνεται, μέσα από τη ματιά της Sorman, η κατάσταση να αποτελεί δίκοπο μαχαίρι: από τη μία πλευρά παρατίθεται η βαριά συμπτωματολογία της ψύχωσης και από την άλλη η καταπράυνσή της μεν αλλά η καταρράκωση του ασθενούς και η μετατροπή του σε κάτι άλλο, άβουλο και πειθήνιο. Η ίδια δεν κατηγορεί τα φάρμακα αυτά καθ’ εαυτά, ούτε κάνει κάποια ψυχιατρική διαπίστωση. Κυρίως αναπαράγει τα λόγια των ασθενών οι οποίοι περιγράφουν τα βιώματά τους, στα οποία συγκαταλέγεται και η σκληρή επίδραση του κοκτέιλ των φαρμάκων.
Στο βιβλίο αυτό σκιαγραφείται η αντιμετώπιση της ψυχικής ασθένειας τόσο από τους επιστήμονες όσο και από τους απλούς ανθρώπους, οι οποίοι προτιμούν να κλείσουν κάποιον σε ένα ίδρυμα επειδή απαντά σε μια φωνή που ακούει μονάχα ο ίδιος παρά κάποιον που εγκληματεί. Αποτελεί γεγονός ότι ολόκληρες κοινωνίες προτιμούν να κλείσουν με τη βία και χωρίς τη θέλησή του σε ίδρυμα ένα άτομο που παρουσιάζει δείγματα ψυχώσεως παρά να σεβαστούν την ευαίσθητη θέση του και να εργαστούν προς την επανένταξή του σε ένα πλαίσιο που δεν το τραυματίζει και εξαθλιώνει, οδηγώντας το σε πολλές περιπτώσεις στην αυτοχειρία. Η Sorman ξεγυμνώνει τις μεθόδους και τους θεσμούς της ψυχιατρικής και πολύ έξυπνα φέρνει στο φως την αλήθεια, δηλαδή το ότι οι ψυχίατροι και οι νοσηλευτές προτιμούν να ακολουθούν πρωτόκολλα παρά να συμπαραστέκονται πραγματικά στους ασθενείς τους, να τους νοιάζονται, να τους αφουγκράζονται και να ενεργούν σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Δεν λείπουν, βέβαια, και οι αναφορές στο ιατρικό προσωπικό που η ίδια πιστεύει ότι πράγματι επιτελεί λειτούργημα, ωστόσο τα άτομα αυτά είναι αριθμητικά εμφανώς λιγότερα από τους υπόλοιπους, δηλαδή ψυχιάτρους που θέλουν πια να παραιτηθούν και να ρίξουν μαύρη πέτρα πίσω τους, νοσηλεύτριες που έχουν συμπάθειες και αντιπάθειες ανάμεσα στους ασθενείς, προσωπικό πολλές φορές μη επαρκώς καταρτισμένο.
Πέρα από αυτά, η συγγραφέας καταπιάνεται με δύσκολα θέματα όπως η εγκατάλειψη, η μοναξιά, η ιδρυματοποίηση και ο θάνατος και διαφωτίζει τους αναγνώστες σχετικά με πληθώρα θεμάτων, αναφέροντας επί παραδείγματι ότι το παραλήρημα του σχιζοφρενούς ασθενούς στην ουσία τον ανακουφίζει από τον πόνο και τη μελαγχολία του, πολλές φορές του δίνει λόγο ύπαρξης , καθώς πρόκειται για τρόπο αντιμετώπισης των υπόλοιπων δύσκολων συμπτωμάτων. Καταλήγει, επομένως, πολύ σοφά στο ότι δεν χρειάζεται πάση θυσία να αντιμετωπίζουμε δραστικά κάθε σύμπτωμα, κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη σχετικά με το ότι δεν αναγράφεται πουθενά, ούτε είναι υποχρεωτικό να είναι όλη η ανθρωπότητα αυτό που με κάποια αφέλεια αποκαλούμε «φυσιολογική». Ας αφήσουμε, επιτέλους, τον σχιζοφρενή άνθρωπο να παραληρεί, αν αυτό τον κάνει ευτυχισμένο: αυτό μαθαίνει ένας ψυχίατρος εργαζόμενος στο νοσοκομείο στη συγγραφέα και η ίδια το μεταφέρει στο βιβλίο. Πάνω απ’ όλα, η Sorman προσεγγίζει με ανθρωπιά και πραγματική συμπόνια το ευαίσθητο θέμα της ψυχικής ασθένειας, χωρίς να κατακρίνει και χωρίς να παραθέτει απόψεις με τη μορφή θεσφάτων, παρά μόνο σχεδόν σιωπηλά παρατηρώντας και συμπαραστεκόμενη όσο της επιτρέπουν οι δυνάμεις της στους ασθενείς. Παράλληλα, δεν προσπαθεί να ακουστεί επιτηδευμένη, δεν προσποιείται τη μητέρα Τερέζα, δεν παριστάνει ότι τα γνωρίζει όλα, καθώς πολλές φορές γράφει ότι στέκεται αμήχανη μπροστά στο θέμα ενός ασθενή που βρίσκεται σε κρίση ή που μιλάει ακατάληπτα, ότι δεν ξέρει ποιες είναι οι σωστές λέξεις τη στιγμή εκείνη και ότι τυγχάνει να νιώθει μέχρι και εκνευρισμό μεταξύ άλλων συναισθημάτων. Το όλο πόνημα είναι αν μη τι άλλο αυθεντικό, μιας και καθρεφτίζει την ανθρώπινη ματιά απέναντι στην «τρέλα» χωρίς να επιχειρεί να στείλει κάποιο ηθικοδιδακτικό μήνυμα.
Η Sorman παραθέτει γεγονότα και με ευφυία καταδεικνύει τα σοβαρά προβλήματα των ψυχιατρικών νοσοκομείων και κατ’ επέκταση ολόκληρου του ψυχιατρικού θεσμού, δίνοντάς μας ίσως ένα από τα πιο σπαρακτικά και επώδυνα, αλλά αληθινά έργα αναλόγου περιεχόμενου που έχουν γραφτεί ποτέ.