Το «Στον Ιστό» είναι το πρώτο βιβλίο του Δημήτρη Τζάνογλου που κυκλοφορεί από τις νεοσύστατες εκδόσεις «Κυψέλη». Πρόκειται για σύντομες ιστορίες, που η ανάγνωση τους διαρκεί όσο το κάπνισμα ενός τσιγάρου και είναι παρμένες από το αστικό τοπίο της Αθήνας . Ως εκ τούτου δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι πρόκειται για χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που αποκαλούμε «urban fiction» ήδη από τον τίτλο του, που παραπέμπει στον αστικό ιστό της πόλης μας.
Το πρώτο πράγμα που θα παρατηρήσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το «Στον Ιστό» είναι το πόσο καλά γνωρίζει ο συγγραφέας την Αθήνα, αφού κάθε ιστορία είναι άρτια τοποθετημένη στο χώρο, επιτρέποντας τον σχηματισμό εικόνων, αλλά και την νοητή επικοινωνία μεταξύ του δημιουργού και του προσώπου που το διαβάζει. Δημιουργείται έτσι ένας σύνδεσμος από κοινά βιώματα και τραύματα και δομείται ένα κοινό έδαφος πάνω στο οποίο εξελίσσονται οι ιστορίες. Παράλληλα, αυτός είναι και ο λόγος που οι ήρωες του Τζάνογλου φαίνονται συχνά τρομαχτικά οικείοι, κάτι που οδηγεί μοιραία στην ταύτιση μαζί τους ή ακόμα και σε αναφορές στον κόσμο γύρω μας.
Ένα ακόμα στοιχείο που συνθέτει την ταυτότητα της συλλογής αυτής διηγημάτων είναι οι ανατροπές στην πλοκή, που «σκάνε» σαν πυροτεχνήματα, τόσο γρήγορα που σου αφήνουν μια αίσθηση ξαφνιάσματος και αιφνίδιας αλλαγής της διάθεσης. Σε αυτό συμβάλλει όχι μόνο η μαεστρία του συγγραφέα να μπορεί, μέσα από την οπτική που υιοθετεί, να κρύβει πληροφορίες τις οποίες παρουσιάζει μετέπειτα προκαλώντας πολλές φορές σοκ στον αναγνώστη, αλλά και ο διάχυτος κυνισμός της γραφής του, η οποία χαρακτηρίζεται άλλοτε από πρόζα κι άλλοτε από μια στυλιζαρισμένη χαλαρότητα, που μου θύμισε σε πολλά σημεία τον Λένο Χρηστίδη, αλλά και τα «Ουγγρικά Ψάρια» του Γιάννη Πλιώτα. Επίσης, από τα διηγήματα του Τζάνογλου δεν λείπει και η αυτοαναφορικότητα, ενώ παράλληλα φαίνεται να περιλαμβάνουν και αυτοβιογραφικά στοιχεία, αποκτώντας συχνά εξομολογητικό χαρακτήρα.
Επιπλέον, η γραφή του συγγραφέα είναι έντονα ανδρική. Πράγματι, μέσα από την πένα του, αλλά και τις ιδιότυπες ιστορίες που έχει εμπνευστεί αγγίζει σε μεγάλο βαθμό ολόκληρο το φάσμα της ανδρικής βιωματικότητας, το πώς ο άνδρας αντιλαμβάνεται τη σχέση του με το άλλο φύλο, το γήπεδο, τη μοναξιά, την εφηβεία, την απώλεια, αλλά και τον ανδρικό ερωτισμό με τρόπο ακομπλεξάριστο και ταυτόχρονα άμεσο και ειλικρινή. Παρ’ όλα αυτά, δεν λείπουν οι στιγμές που ο συγγραφέας επιλέγει να «μπει σε γυναικεία παπούτσια», βάζοντας τις ηρωίδες του, να μιλούν σε πρώτο πρόσωπο, κάτι το οποίο με ξάφνιασε, αφού έκανε φανερή τη διάθεση του να «ξεβολευτεί» και να παρουσιάσει μια άλλη οπτική του κόσμου, δημιουργώντας μία αίσθηση ρευστής υποκειμενικότητας.
Τέλος, ένα ακόμα χαρακτηριστικό του ύφους του βιβλίου είναι η θέση που κατέχει το «υπονοούμενο» σε όλες τις ιστορίες του, αφού αυτές φαίνεται να επικοινωνούν η μία με την άλλη με διάφορους τρόπους. Πράγματι, αυτό δε γίνεται φανερό μόνο σε de facto ζητήματα πλοκής, αλλά και ως προς τις θεματικές που ο Τζάνογλος επιλέγει να αγγίξει. Η πανδημία, η μοναξιά, η φτώχεια, ο βιασμός, η θρησκεία, ο μικροαστισμός, η σεξουαλική παρενόχληση και ο σεξισμός, αλλά και το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, στο οποίο αναπτύσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις, είναι μόνο οι κεντρικοί άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι ήρωες του, οι οποίοι μοιάζουν πράγματι εγκλωβισμένοι σε έναν αλλόκοτο ιστό. Έτσι, η έννοια του ιστού αποκτά, εκτός από την κυριολεκτική και την μεταφορική του σημασία, αποτελώντας ταυτόχρονα το «σημαίνον» και το «σημαινόμενο», αποτυπώνοντας μια σχέση περιεχομένου και μορφής.
Όλα τα παραπάνω στοιχειοθετούν την ουσία του «Ιστού» , ο οποίος ξετυλίγεται γρήγορα, όπως οι ρυθμοί της πόλης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει κάτι από την αισθητική των beatniks και τη μουσική των Madrugada. Παράλληλα, η ευαισθησία και η ειλικρίνεια του συγγραφέα είναι στοιχεία που καθιστούν το εν λόγω βιβλίο ένα έργο σύγχρονο και επίκαιρο, αφού φαίνεται να αγγίζει τα περισσότερα από τα κοινωνικά προβλήματα που φωλιάζουν όχι μόνο στα πιο σκοτεινά σημεία της πόλης μας, μα και στις συνειδήσεις και τις καρδιές μας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι ήρωες του Τζάνογλου δεν είναι μόνο άνθρωποι του περιθωρίου, μα και πολλοί από αυτούς που περπατούν δίπλα μας στους δρόμους της Αθήνας, στέκονται μαζί μας στα φανάρια της και κάθονται στη διπλανή θέση του λεωφορείου. Εκεί ακριβώς έγκειται και η μαγεία του βιβλίου του.
Σημείωση: Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Τζάνογλου