Ξεφυλλίζοντας το Suspiria του Luca Montagliani, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Jemma Press, σε μετάφραση Γαβριήλ Τομπαλίδη, ένιωσα από την πρώτη στιγμή να έλκομαι, αφού μου θύμισε τα ερωτικά ιταλικά κόμικ (fumetti) των αγαπημένων μου δεκαετιών ’60 και του ’70. Πράγματι, μέσα από τις τρεις ιστορίες που περιέχονται στο τεύχος Suspiria, Βασίλισσα του Νεκρόκοσμου, η κεντρική ηρωίδα, μας μυεί στο σκοτεινό της σύμπαν, ένα μέρος που μοιάζει περισσότερο με καθαρτήριο παρά κόλαση per se, αίσθηση που κάνει ακόμα πιο εμφανή την ιταλική, καθολική καταγωγή του κόμικ. Μας συστήνει με αυτό τον τρόπο στις τρεις αδελφές της, τις Σκοτεινές Θεές, που ταυτίζονται με την ασθένεια, το σεξ και την ενοχή. Μέσα, λοιπόν, από τις 80 περίπου σελίδες του, ο αναγνώστης, σαν από κλειδαρότρυπα, κατασκοπεύει στιγμές από την αιώνια καθημερινότητα των τριών αυτών πλασμάτων, τόσο τρομαχτικών, όσο και σεξουαλικών, συνδυάζοντας περίτεχνα τον τρόμο, τον ερωτισμό και την ποιητικότητα που συχνά περιβάλλει το μακάβριο.
Ειδικότερα, δεν θα ήταν υπερβολή αν θα έλεγα ότι το Suspiria πραγματώνει τη «διπλή απειλή» στο χώρο των κόμιξ, ήτοι την δυνατότητα ενός δημιουργού να συνδυάζει τη σχεδιαστική του ικανότητα με ένα αξιόλογο σενάριο. Έτσι, o Montagliani κατορθώνει να επιδοθεί σε έναν πλούσιο, γλαφυρό σχεδιασμό, γεμάτο απόκοσμες εικόνες τρόμου και softcore σεξουαλική φαντασία, την ίδια στιγμή που το σενάριο του απηχεί μια έντονα υπαρξιστική διάθεση, που ταιριάζει στο θανατερό του ύφος και θεματολογία Παράλληλα, η σκοτεινή του φαντασία, οι φρικιαστικές εικόνες που αποτυπώνει στο χαρτί του, καθώς επίσης και αλλόκοτη φύση των ηρωίδων του, θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την αισθητική γραμμή του Clive Barker και τον Hellraiser του, αφού τόσο αυτός όσο και οι τρεις Σκοτεινές Θεές μας δείχνουν τοπία οδύνης και αιώνιας καταδίκης, πέρα από κάθε ανθρώπινη σκέψη. Παράλληλα, όπως ακριβώς και στον Barker, έτσι ακριβώς και στον Montagliani ο τρόμος συνδυάζεται με τον ερωτισμό, σε έναν άρρωστο συνδυασμό, τον οποίο ο τελευταίος περιβάλλει και με μία δόση χιούμορ και cult. Όπως, άλλωστε, συνηθίζεται παραδοσιακά στα ιταλικά ερωτικά κόμιξ.
Πράγματι, αυτό που επιδιώκει να πετύχει ο εν λόγω σκιτσογράφος είναι η συνέχιση της ιταλικής παράδοσης, εκείνη του Manara και του Serpieri, αποπνέοντας παράλληλα κάτι από το ροκσταριλίκι και τη φιλοσοφική διάθεση του Andrea Pazienza. Έτσι, ο Montagliani προχωρά με επιτυχία στο πάντρεμα σκοτεινών και σουρεαλιστικών θεματικών, του πολιτικού ακτιβισμού, αλλά και ζητήματα κοινωνικού περιεχομένου, τα οποία αντλεί από την κοινωνία στην οποία ζει, όπως ο ναρκισσισμός, η ύστερη καπιταλιστική ρητορική της επιτυχίας, αλλά και άλλα διαχρονικά ζητήματα, όπως η σεξουαλική απελευθέρωση και η γυναικεία χειραφέτηση, ο φόβος απέναντι στο άγνωστο και οι παθογένειες ενός γραφειοκρατικού συστήματος διακυβέρνησης.
Μέσω, λοιπόν, του παντρέματος αυτού ο αναγνώστης οδηγείται μοιραία στη διαπίστωση ότι ο Νεκρόκοσμος δεν διαφέρει πολύ από τον πραγματικό κόσμο. Επιπλέον, ο δημιουργός, για το σκοπό αυτό, δίνει στις θεότητές του ανθρώπινα χαρακτηριστικά, ανάγκες και μειονεκτήματα, προσπαθώντας να απομυθοποιήσει το φόβο του θανάτου και τον ζόφο της καθολικής ρητορικής γύρω από την αμαρτία και την κόλαση. Είναι, άλλωστε, χαρακτηριστικό ότι αποφεύγει να χρωματίσει τις ηρωίδες του ηθικά, διατηρώντας τες ουδέτερες έως και –ναι θα το πω –χαριτωμένες μέχρι το τέλος, ενώ ταυτόχρονα ο Νεκρόκοσμος δεν δίνει την εντύπωση της αιώνιας καταδίκης, αλλά μιας ευκαιρίας για αναθεώρηση όλων όσων οι κάτοικοί του –από καιρό πεθαμένοι –θεωρούσαν δεδομένα στη Γη, προκειμένου να επιστρέψουν σε αυτή, καθαροί ενοχών και απωθημένων.