Το 1988 ο Μ. Σκορσέζε, εμπνεόμενος από το μυθιστόρημα του Ν. Καζαντζάκη δημιουργεί ένα αριστούργημα που θα μείνει (έχει ήδη μείνει;) στην Ιστορία των απεικονίσεων του Ιησού στην ποπ κουλτούρα: στον Τελευταίο πειρασμό ο Ιησούς του Γουίλεμ Νταφόε, μέσα σε έναν μόνιμο “πειρασμό” άρνησης της μοίρας του, είναι ο ίδιος το υποκείμενο που βιώνει την καζαντζακική θεματική που βρίσκει κανείς στο σύνολο του λογοτεχνικού έργου του εν λόγω συγγραφέα, δηλ. την πάλη ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα, τη σάρκα και τη θέωση, το παροδικό και το αιώνιο.

Έτσι, ο θεατής ακολουθεί έναν χαρακτήρα του οποίου η ιστορία και η ψυχολογική σκιαγράφηση είναι γνώριμες από τα λογοτεχνικά πεζογραφήματα του Ν. Καζαντζάκη (αλλά και τα φιλοσοφικής προβληματικής και ύφους κείμενά του, όπως η Ασκητική, το θεμέλιο της πνευματικής του ταυτότητας), έναν αρχετυπικό καζαντζακικό ήρωα που σε αυτήν τη μυθοπλαστική αφήγηση προσωποποιείται μέσα από τον Ιησού. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας στο πνευματικό του ταξίδι περνάει από την αμφιβολία στον φανατισμό, από τον πασιφισμό στη βίαιη δράση, στην πλήρη απάρνηση της θεϊκής του φύσης (αφού πείθεται από το σχέδιο του Σατανά, σε μια από τις καλύτερες απεικονίσεις του τελευταίου στην οθόνη, κι έτσι τελικά υποκύπτει στον πειρασμό) και στην τελική αποδοχή του θείου σχεδίου…
Γιατί όμως αυτή η ταινία είναι τόσο συγκλονιστική; Γιατί αυτό το κομμάτι της τριλογίας του Σκορσέζε που αφορά τη θρησκευτική πίστη (με τα άλλα δύο να είναι το Kundun του 1997 και το Silence του 2016) γεμίζει δέος τον θεατή σε τέτοιο βαθμό, που μάλλον καμία άλλη μεταφορά του «θείου δράματος» στην οθόνη δεν το επιτυγχάνει; Δεν είναι απλά ότι πρόκειται για μια ταινία της ώριμης περιόδου της φιλμογραφίας του Σκορσέζε, ούτε απλά ότι η ερμηνεία του (…θεούλη, ούτως ή άλλως) Γουίλεμ Νταφόε είναι εκπληκτική (ε, αν υπήρχε ένας ηθοποιός που δικαιωματικά έπρεπε να ερμηνεύσει τον Ιησού Χριστό, ήταν αυτός!)˙ ούτε καν το διαολεμένο, άριστα αποτυπωμένο plot twist με τον Σατανά προς το τέλος της ταινίας ή η εμφάνιση του «εξωγήινου» David Bowie, που πάντα μαγνητίζει στην οθόνη, στον ρόλο του Πόντιου Πιλάτου! Οι λόγοι είναι βαθύτεροι από την ίδια τη δομική ταυτότητα της ταινίας καθαυτής κι αφορούν, μαζί με το παραπάνω στοιχείο, και την ίδια την πολιτισμική Ιστορία: στο μοναδικό αυτό έργο σκιαγραφείται ένας Ιησούς της αμφιβολίας και της ανασφάλειας, αυτός που ξεπερνώντας τον θεϊστικό μανιχαϊσμό βρίσκεται φαινομενικά “πέρα από το καλό και το κακό”˙ είναι, πραγματικά, ο Ιησούς που ταιριάζει και πηγάζει από τη μετανεωτερική εποχή. Τούτου δοθέντος όμως, δεν είναι απλά ο Ιησούς της εποχής που «ο θεός είναι νεκρός και τον έχουμε σκοτώσει»- ο ίδιος, υιός του θεού, είναι αυτός που επιθυμεί να σκοτώσει τον πατέρα του, αυτόν που για ένα καλύτερο μέλλον για την ανθρωπότητα δεν διστάζει να προσφέρει το ίδιο του το παιδί ως θυσία. Για όλους αυτούς τους λόγους, πρόκειται για την αρτιότερη αποδόμηση του θείου δράματος.

Η σαγήνη της ταινίας όμως (γιατί δεν πρόκειται για τίποτα λιγότερο από κάτι τέτοιο) και η αποδόμηση δεν βρίσκουν τις ρίζες τους μόνο σε στοιχεία σχετιζόμενα με την εποχή μας: στον πυρήνα της πλοκής της η ταινία διαθέτει μια διακειμενική επαφή με ένα σύντομης έκτασης αφηγηματικό ποίημα του σπουδαίου Άγγλου συγγραφέα Τζον Μίλτον, τον Ξανακερδισμένο παράδεισο (Paradise Regained). Για τον Μίλτον, που έχει μείνει στην Ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας και γραμματείας με το έπος του Ο χαμένος παράδεισος (Paradise Lost, οι απανταχού γκοθάδες τον ευχαριστούν αιώνια για τον τόσο λιτό μα γεμάτο σκοτεινό λυρισμό τίτλο) η ανθρωπότητα έχασε τον παράδεισο, όταν οι πρωτόπλαστοι έφαγαν το μήλο που ο Εωσφόρος (πρωταγωνιστής του εν λόγω έπους) τους προσέφερε. Όμως ο Μίλτον, η πιο αντιπροσωπευτική λογοτεχνική φιγούρα του προτεσταντισμού, παρέδωσε το αναφερθέν σύντομο αφηγηματικό ποίημα ως sequel του magnum opus του, διαδίδοντας σε έμμετρη μορφή το αισιόδοξο μεταφυσικό μήνυμα ότι η ανθρωπότητα ξαναβρίσκει τον παράδεισό της. Αυτό σχετίζεται με την πιο καθοριστική σκηνή του Τελευταίου πειρασμού (που αποτελεί μεταφορά της γνωστής σκηνής της Καινής Διαθήκης στην οθόνη), όταν δηλ. ο Ιησούς αρνείται τους πειρασμούς του Σατανά στην έρημο. Για τον Μίλτον, αυτό αποτελεί την απόδειξη του σωτήριου ρόλου που ο «θεάνθρωπος» δύναται να παίξει για την ανθρωπότητα.

Η αποδόμηση, που αναφέρεται παραπάνω, έγκειται και στο ριζικό ερώτημα που η ταινία αυτή τολμάει να θέσει: κι αν ο Ιησούς στην έρημο ενέδιδε; Αν, θύμα των πειρασμών του Σατανά, αποφάσιζε πως ήθελε να ζήσει μια «φυσιολογική» ζωή, αρνούμενος τη θεϊκή του φύση, εναγκαλιζόμενος πλήρως με την ανθρώπινή του πλευρά; Αυτό γίνεται και τα Ιεροσόλυμα (σύμβολο προφανώς ολόκληρης της οικουμένης) καίγονται! Όμως, έστω και την ύστατη στιγμή, με την τελική αποδοχή του θείου σχεδίου και την ακόλουθη σπαρακτική κραυγή ευδαιμονίας του Ιησού, που επιστρέφει στον σταυρό ξανά ως θεάνθρωπος, ο παράδεισος είναι πράγματι “ξανακερδισμένος”.
Και τα δυο έργα, τόσο διαφορετικά από κάθε άποψη, μοιράζονται εντέλει μια αισιοδοξία για το μέλλον της ανθρωπότητας που πηγάζει ακριβώς από το αναφερθέν σημείο της Καινής Διαθήκης. Ο άνθρωπος έχει ολοκληρώσει το πνευματικό (νοούμενο πάντα με έναν θεϊστικό, αντικειμενικό ιδεαλισμό) του ταξίδι κι έχει φτάσει στην κορυφή του καζαντζακικού “ανήφορου”.
Ο Σκορσέζε αποδεικνύεται, για άλλη μια φορά… Σωτήρας του σινεμά.
“It is accomplished”, λοιπόν…