Η νεαρή Λούσυ γυρνά στην Ιρλανδία για την κηδεία του παππού της και αποφασίζει να αφήσει πίσω της το πολύβουο Λονδίνο για να επιστρέψει στο παραθαλάσσιο χωριό Μπέρτονπορτ της Ιρλανδίας και στην αγροικία του παππού της, όπου περνούσε τα καλοκαίρια με την οικογένειά της όταν ήταν παιδί. Προσπαθώντας να ξαναβρεί τα βήματα και τη θέση της στον κόσμο σε μια περίοδο που αισθάνεται ολωσδιόλου χαμένη, η Λούσυ επιστρέφει στις αναμνήσεις της, στην παιδική της ηλικία στο Σάντερλαντ, με μια οικογένεια διαλυμένη, στη σφύζουσα από ζωή εφηβεία της, και στα φοιτητικά της χρόνια στο Λονδίνο, γεμάτο πάρτι, γνωριμίες, αλλά και μάταιες υποσχέσεις.
Το Θαλασσινό νερό, λογοτεχνικό ντεμπούτο της γεννηθείσας μόλις το 1992, Βρετανίδας Jessica Andrews, επικροτήθηκε από αναγνωστικό κοινό και κριτικούς και απέσπασε το Βραβείο Portico 2020. Το μυθιστόρημα αυτό, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Ουρανίας Παπακωνσταντοπούλου, είναι μια λυρική ιστορία ενηλικίωσης και ταυτόχρονα μια τοιχογραφία της Αγγλίας και της Ιρλανδίας των τελευταίων δεκαετιών.
Μέσα από μια αφήγηση αποσπασματική, συνειρμική, που ακολουθεί τη ροή της συνείδησης, η ηρωίδα της Andrews ενώνει τα θραύσματα μιας παιδικής ηλικίας που κηλιδώνεται από τη γονική απόρριψη, από έναν πατέρα αλκοολικό και κατ’ ουσίαν απόντα, και από μια μητέρα πληγωμένη, κουρασμένη, που όμως πάντοτε δίνει τον καλύτερό της εαυτό, ακόμα και όταν αυτός δεν είναι αρκετός. Στην πρόζα της Andrews, η ανάμνηση είναι απτή, έχει τη γεύση από τα ζελεδάκια που η Λούσυ έτρωγε μικρή, την οσμή από την κάπνα πάνω στο μοτοσακό του πατέρα της, την υφή από το θαλασσινό αλάτι στα χείλη της τα καλοκαίρια που πέρναγε με την οικογένειά της στην Ιρλανδία, τόπο στον οποίο επέστρεψε ενήλικη, επιστροφή απότοκη μιας νοσταλγίας για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, που ποτέ δεν κατάφερε να απολέσει.
Με μη γραμμική αφήγηση και αλλεπάλληλα flashbacks, η Andrews χρονογραφεί την ιστορία και το παρελθόν της οικογένειας της Λούσυ, μιας τυπικής οικογένειας Ιρλανδών μεταναστών στην Αγγλία και χαρακτηριστικών εκπροσώπων της εργατικής τάξης. Γράφει για τη σκληρή δουλειά του παππού της στα ναυπηγεία και την πρόταση γάμου που έκανε στη γιαγιά της στην ψαραγορά όπου εκείνη δούλευε, για τα νεανικά χρόνια της μητέρας και της θείας της, που ανέμεναν τα σαββατοκύριακα για να χορέψουν υπό τους ήχους των Depeche Mode, φορώντας παντελόνια καμπάνα αγορασμένα από το υστέρημα της μητέρας τους. Η Andrews γράφει λεπτομερώς, παραστατικά και περιγραφικά, και έτσι ηθογραφεί ολόκληρη τη βρετανική εργατική τάξη της δεκαετίας του ’80.
Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος, εξιστορείται η εφηβική ηλικία της Λούσυ στη Βρετανία των ‘00s, του MSN, των κρεπαρισμένων μαλλιών και του τεχνητού μαυρίσματος, των Libertines και της Amy Winehouse. Tο σώμα της Λούσυ αλλάζει, η σεξουαλικότητά της αφυπνίζεται, η μάχη με την αυτοεικόνα της ξεκινά: αμφιταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στην επιθυμία της να είναι ορατή, αντικείμενο πόθου, και στην αποστροφή της προς τη λάγνα ανδρική ματιά πάνω στο σώμα της που θηλυκοποιείται. Η ηρωίδα της Andrews εντυπωσιάζεται από το σώμα της που αλλάζει συνεχώς, τα στήθη που φουσκώνουν και την περιφέρεια που ανοίγει, ενώ ταυτόχρονα θέλει να αφαιρέσει κάθε ίντσα περιττού πάχους από το σώμα της, εξισώνει στο μυαλό της την ευτυχία με ένα αδύνατο σώμα, αντικατοπτρίζοντας έτσι τη σχέση αγάπης – μίσους που έχουν με το σώμα τους ολόκληρες γενιές κοριτσιών, διαχρονικά και οικουμενικά. Η σχέση της Λούσυ με τη μητέρα της μεταλλάσσεται επίσης, αισθάνεται θηλυκή εγγύτητα με εκείνη ενώ ταυτόχρονα απομακρύνονται, όσο εκείνη οδεύει προς την ενηλικίωση. Η Λούσυ ανακαλύπτει τη θηλυκή της ταυτότητα όσο η μητέρα επανακαθορίζει τη δική της, ξανά-ερωτεύεται, ανακτά την ανεξαρτησία της.
Οι ζωές όλων των γυναικών της οικογένειας της Λούσυ προσδιορίζονται από την ανδρική παρουσία ή απουσία, από συζύγους συναρπαστικούς, που σηματοδοτούν κίβδηλες υποσχέσεις για ένα μέλλον πιο περιπετειώδες και λαμπερό, από πατέρες ενίοτε τρυφερούς και προστατευτικούς, ενίοτε κακοποιητικούς ή απόντες. Η αφηγήτρια, στη βιωματική εξιστόρησή της, μιλά συμπονετικά, με λόγια αγάπης, για τον πατέρα και τον παππού της, όμως μέσα από την αφήγησή της αναδύεται η έτερη όψη τους: άνδρες μέθυσοι, βίαιοι, που λιποθυμούσαν από το αλκοόλ, που χάνονταν επί μέρες, που ανάγκαζαν τις γυναίκες τους να κλειδωθούν στο μπάνιο ή να φύγουν φοβισμένες από το σπίτι.
Η Andrews γράφει για τις παθογένειες της εργατικής τάξης του τόπου της, για τον αλκοολισμό, την ανδρική βία και τη macho αρρενωπότητα, και υφαίνει έτσι ένα πορτρέτο της, τόσο ευαίσθητο και τρυφερό όσο διαυγές και ζοφερά ρεαλιστικό. Η ηρωίδα της, ως ενήλικη γυναίκα, επιλέγει άνδρες που της θυμίζουν τους ερωτικούς συντρόφους της μητέρας της, άνδρες της εργατικής τάξης και των χαμηλών μορφωτικών στρωμάτων, που μυρίζουν γράσο, μέταλλο και βιομηχανική εργασία, που ανάμεσα σε εκείνη και αυτούς το πολιτισμικό χάος βαθαίνει όσο αυξάνεται εκθετικά η οικειότητα, άνδρες που μαζί τους αισθάνεται στο σπίτι.
Στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος, η Λούσυ ξεφεύγει από τα στενά, καταπιεστικά όρια της αγγλικής επαρχίας και από τους περιορισμούς της τάξης και της καταγωγής της, για να σπουδάσει λογοτεχνία στο Λονδίνο, πολιτισμική μητρόπολη και κέντρο του κόσμου στα νεανικά της μάτια. Μέσα από τα απαστράπτοντα νέον φώτα της μεγαλούπολης, το αλκοόλ και τα ναρκωτικά στα υπόγεια μπαρ, και τις γνωριμίες με αγόρια με βιβλία του Burroughs στην τσέπη και υπολείμματα κόκας στη μύτη, η Λούσυ προσπαθεί να αποτινάξει τα περιοριστικά δεσμά της ταξικής της ταυτότητας, να αποβάλει τη λαϊκή προφορά του βορρά και κάθε πολιτισμικό απομεινάρι της καταγωγής της, στην πραγματικότητα να αποδράσει από τα κόκαλά της. Σταδιακά και αθέλητα, μεταλλάσσεται σε μια ενήλικη γυναίκα δίχως άγκυρα, που ισορροπεί διαρκώς στο λεπτό σχοινί ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν της, που κολυμπά στη φουρτουνιασμένη θάλασσα των αναμνήσεών της και γεύεται στα χείλη το θαλασσινό νερό της παιδικής της ηλικίας, μόνιμη κάτοικος κανενός τόπου, και γι’ αυτό απόλυτα και απαρέγκλιτα ελεύθερη.
Με μικρά σε έκταση κεφάλαια, σύντομες παραγράφους και βραχυπερίοδο λόγο, η δομή της αφήγησης της Andrews είναι υβριδική, πειραματική, η μορφή της συχνά θυμίζει Maggie Nelson και Jenny Offill, ενώ ο θεματικός της πυρήνας Sally Rooney. Η πρόζα είναι λυρική, ρέει σαν στίχους ποιήματος, όμως αυτή ακριβώς η ποιητικότητα καταλήγει συχνά υπερβάλλουσα και επιτηδευμένη, ενώ η ανάπτυξη του χαρακτήρα της Λούσυ παραμένει στάσιμη και ανεπαρκής.
Παρ’ όλα αυτά, η λογοτεχνική φωνή της Jessica Andrews είναι σίγουρα μια από τις πιο φρέσκιες και ενδιαφέρουσες της γενιάς της και το ντεμπούτο της ένα από τα πιο αξιομνημόνευτα που διαβάσαμε τελευταία. Τρυφερή, συμπονετική ιστορία ενηλικίωσης, εξομολογητικό γράμμα αγάπης προς τη μητέρα και μια λυρική χαρτογράφηση της μοναξιάς, το Θαλασσινό νερό είναι μια πνοή ζωής στη σύγχρονη βρετανική λογοτεχνία.