Ο Ντάνιελ Μαντοβάνι, ένας Αργεντίνος νομπελίστας συγγραφέας που ζεί στη Βαρκελώνη, αποφασίζει να επισκεφτεί την πόλη καταγωγής του, το Σάλας, μετά από 40 χρόνια εκούσιας αποχής. Η ιδέα της επιστροφής έρχεται μετά από πρόσκληση του δημάρχου της πόλης με σκοπό την επιβράβευση του συγγραφέα, ενώ η απόφαση έρχεται μετά από μία κρίση ταυτότητας και έμπνευσης. Το ταξίδι του θα έχει αναπάντεχη εξέλιξη και αρκετά σουρρεαλιστικά βιώματα.
Το έργο των Mariano Cohn και Gaston Duprat θίγει την εικόνας της κοινωνίας με την ευρύτερη έννοια και την αντίληψη των ανθρώπων ως προς τη «φήμη». Όλα αυτά παρουσιάζονται τόσο με μία έντονη δόση ρεαλισμού, όσο και στερεοτυπίας από τους σκηνοθέτες. Όσον αφορά στην εικόνα της κοινωνίας, το Σάλας προβάλλεται ως μία μικρή πόλη χαμένη στα βάθυ της Αργεντινής, απομακρυσμένη κατά 6 ώρες από το Μπουένος Άιρες. Αυτή η μικρή πόλη μεταφέρεται ως μία μικρογραφίας της κοινωνίας με τη συσχέτιση να έγκειται κυρίως στους χαρακτήρες που την απαρτίζουν. Ένας δήμαρχος που θέλει να κολακεύει και να «νταντεύει» τους κατοίκους, μία φαινομενικά αγαπημένη οικογένεια που βράζει στη μιζέρια της, μία νεαρή κοπέλα που αποπλανεί τον αρκετά μεγαλύτερο σε ηλικία πρωταγωνιστή, ένας άντρας που κυκλοφορεί με συνοδεία μπράβων και προκαλεί ανούσιες φασαρίες, ένας παλιός μεγάλος έρωτας που δεν ξέχασε ποτέ. Πρόκειται για μία πόλη, οι περισσότεροι κάτοικοι της οπόιας δεν θέλουν να δουν έξω από αυτή καθώς έχουν βολευτεί στους ρόλους τους, ενώ αυτοί που θέλουν φοβούνται να το κάνουν. Ο πρωταγωνιστής καταφθάνει για να ταράξει τα νερά με τις απόψεις του και την ασυμβίβαστη συμπεριφορά του. Παρόλο το γεγονός ότι τα στοιχεία που συγκροτούν τις προσωπικότητες στην ταινία είναι ρεαλιστικά και συναντώνται σε αφθονία γύρω μας, η επιλογή παρουσίασης μόνο τετριμμένων χαρακτήρων οδηγεί στο να γίνονται αρκετά προβλέψιμοι.
Όσον αφορά στην αντίληψη των ανθρώπων προς τη «φήμη», αυτή δεν παρουσιάζεται μόνο στο θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο πρακτικό, με έναν έντονο ρεαλισμό. Ο διάσημος και πετυχημένος πρωταγωνιστής έρχεται σε επαφή με τους κατοίκους μίας πόλης που τον έχει ως σύμβολο επιτυχίας και συναναστρέφεται καθημερινά μαζί τους. Ανάμεσα σε αυτούς, υπάρχουν άτομα που τον θαυμάζουν κρατώντας χαμηλό προφίλ, αυτοί που προσπαθούν να τον χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους και αυτοί που φθονούν την επιτυχία του και θέλουν να τον ξεφτιλίσουν. Και στις τρείς περιπτώσεις υπάρχει μία ιστορία που θα λάβει χώρα, προκαλώντας άλλοτε γέλιο και άλλοτε αγωνία στον θεατή.
Ο Oscar Martinez που υποδύεται τον πρωταγωνιστή, καταφέρνει να περάσει ακριβώς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του Ντάνιελ Μαντοβάνι και να γίνει συμπαθής μέσα από αυτά που πρεσβέυει, παρόλη την οριακά αγενή μερικές φορές συμπεριφορά του. Ο ηθοποιός υποδύεται τόσο καλά τον χαρακτήρα του ώστε κατάφερε να κερδίσει το Κύπελλο Βόλπι Καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ Βενετίας. Υποκριτικά στο σύνολό της η ταινία είναι προσεγμένη και καλοφτιαγμένη. Από τον πιο μικρό ρόλο μέχρι τον μεγαλύτερο, έχει δωθεί έμφαση στην ψυχολογία των χαρακτήρων και στην παρουσίαση τους.
Σκηνοθετικά, οι δημιουργοί έχουν χωρίσει την ταινία σε πέντε κεφάλαια, ξεκινώντας από την ήρεμη ζωή του καλλιτέχνη οδέυοντας πρός το άλλο άκρο της απόλυτα τρομακτικής εμπειρίας που μπορεί να βιώσει ένας άνθρωπος, να τεθεί δηλαδή σε κίνδυνο η ζωή του. Αυτό το σκηνοθετικό τρικ είναι έξυπνα χρησιμοποιημένο μέχρι την πρότελευταία σκηνή, η οποία μάλιστα ξυπνά την αγωνία του θεατή και ξεφέυγει από την πεπατημένη. Η συνέχεια, ωστόσο, η τελευταία σκηνή του έργου δηλαδή, γειώνει κάθε αγωνία στο πλαίσιο της ψυχικής μας ηρεμίας, κάτι όμως που τελικά κάνει το τέλος αρκετά συνηθισμένο. Κατά τα άλλα, σκηνοθετικά είναι μία απλή ταινία, χωρίς κάτι ιδιαίτερα θετικό ή αρνητικό, κάτι που να χρήζει ξεχωριστής αναφοράς.
Η ώρα κυλάει ευχάριστα και το θέμα που πραγματέυεται είναι ένδιαφέρον και πρωτότυπο. Αυτά τα στοιχεία την οδήγησαν στο να κερδίσει μεταξύ άλλων και το βραβείο Vittorio Veneto για την καλύτερη ταινία στο Φεστιβάλ Βενετίας.