Μια συγγραφέας και καθηγήτρια δημιουργικής γραφής θρηνεί για τον χαμό του μέντορα και καλύτερού της φίλου, ο οποίος αυτοκτόνησε μετά από μια μακρά περίοδο κλινικής κατάθλιψης. Όταν η σύζυγός του της ζητά να αναλάβει τον Απόλλωνα, τον γέρικο Μεγάλο Δανό που ο εκλιπών είχε υιοθετήσει αφού τον βρήκε να περιπλανιέται χαμένος στον δρόμο, η γυναίκα αρχικά διστάζει: προτιμά τις γάτες αντί για τους σκύλους και, εξάλλου, στην πολυκατοικία της δεν επιτρέπονται τα σκυλιά. Όμως, αφού τελικά αναλάβει τη φροντίδα του Απόλλωνα, μεταξύ τους θα σφυρηλατηθεί μια σχέση βαθιάς αγάπης και αλληλεξάρτησης, η μόνη σανίδα σωτηρίας της ηρωίδας από το πένθος και την κατάθλιψη.
Η 71χρονη Αμερικανίδα συγγραφέας Sigrid Nunez απέκτησε διεθνή φήμη και καταξίωση και βρέθηκε κάτω από τους προβολείς του αμερικανικού λογοτεχνικού στερεώματος μόλις με το 7ο μυθιστόρημά της, Ο Φίλος, που μάλιστα απέσπασε το National Book Award το 2018. Το βιβλίο της, προηγουμένως αμετάφραστης στη χώρα μας, Nunez κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg και τη σειρά Aldina τους, σε μετάφραση Γιώργου Λαμπράκου. Στο ημι-αυτοβιογραφικό αυτό μυθιστόρημα, βασισμένο εν πολλοίς σε εμπειρίες και πτυχές της ίδιας της ζωής της, η Nunez εξιστορεί την ύστατη προσπάθεια μιας γυναίκας να συμφιλιωθεί με την απώλεια, μέσα από έναν εκ βαθέων εσωτερικό μονόλογο, με αποκλειστικό αποδέκτη τον εκλιπόντα.
Η ηρωίδα ενθυμάται τις τελευταίες συζητήσεις τους, τις κοινές αναμνήσεις του παρελθόντος τους, τα νεανικά τους χρόνια, αλλά και την ημέρα της κηδείας του, και προσπαθεί να βγάλει νόημα, να αφομοιώσει και να εξηγήσει στον εαυτό της την αυτοκτονία του, μέσα από μια σειρά από σημειώσεις πένθους που φέρνουν στον νου την Joan Didion και τη δική της αναλυτική, ταξινομητική σκέψη. Η σχέση της ηρωίδας με τον εκλιπόντα είναι ιδιάζουσα, όχι αμιγώς φιλική, με το ερωτικό στοιχείο να παραμένει πάντα υποβόσκον αλλά με έναν τρόπο ανθυγιεινό και τοξικό. Ο άντρας αυτός είναι το (φροϋδικό) πατρικό πρότυπο και μέντοράς της, τον οποίο δεν κατόρθωσε παρά μόνο πρόσκαιρα να κατακτήσει ερωτικά/σεξουαλικά, καταλήγοντας να αποζητά διαρκώς τη λογοτεχνική αποδοχή και τον ακαδημαϊκό σεβασμό του. Η Nunez σκιαγραφεί εδώ ένα αρχετυπικό πορτρέτο στρέιτ λευκού μεσήλικα ακαδημαϊκού, βγαλμένου κατευθείαν από τις σελίδες του Roth, του DeLillo και του Franzen, εγωπαθή και αδιόρθωτου γυναικά, που δεν αρνείται τίποτα στον εαυτό του, ούτε την απιστία ούτε τις πολυάριθμες ερωτικές σχέσεις, ακόμα και με φοιτήτριές του, και που βιώνει τη σύμφυτη με τη μέση ηλικία ματαίωση, το πλήγμα που επιφέρει στον ανδρισμό η θηλυκή ερωτική απόρριψη. Είναι το είδος του άντρα που κυριαρχείται από τα ορμέμφυτά του, που αρνείται να συμμορφωθεί με την, κατά τον ίδιο, νέα τάξη πραγμάτων, όπου οι ακαδημαϊκοί χώροι θέτουν μέτρα πρόληψης από το grooming και τη σεξουαλική παρενόχληση, όπου οι φοιτήτριες δυσανασχετούν πλέον όταν τις αποκαλεί «αγαπητές» – και, παρότι τα παράπονα και οι προβληματισμοί του είναι, για τον σύγχρονο αναγνώστη, τουλάχιστον φαιδρά, η Nunez τον αντιμετωπίζει με επιείκεια, τον κάνει αυτόχειρα εξανθρωπίζοντάς τον.
Η συγγραφέας κρατά όλους τους ήρωές της ανώνυμους, εκτός από τον Απόλλωνα, τον πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου: προτού εκείνος φτάσει στα χέρια της ηρωίδας, πενθεί τον χαμό του αφεντικού του, είτε περιμένοντάς τον κάθε βράδυ στην εξώπορτα είτε βγάζοντας ένα μακρόσυρτο, αλλόκοτο ουρλιαχτό, όμως και αφού μετακομίσει στο νέο του σπίτι, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του στο κρεβάτι βυθισμένος στη θλίψη του, αντανακλώντας έτσι το πένθος και την οδύνη της ίδιας της ηρωίδας.
Ο Απόλλωνας λειτουργεί ως καθρέφτης του πόνου και της αγωνίας που βιώνει η αφηγήτρια, ως υποκατάστατο του εκλιπόντος (όχι τυχαία η συγγραφική επιλογή της απεύθυνσης σε εκείνον στο τελευταίο κεφάλαιο), αλλά και ως τελευταία σπονδή προς το αγαπημένο πρόσωπο που έχασε, ως τρόπος να ξορκίσει τις τύψεις και την ενοχή της για την ολιγωρία της απέναντι στην ψυχική του ασθένεια και την αυτοκτονία του. Ο σκύλος αποτελεί εδώ το σύμβολο του αδύναμου, του ανίσχυρου και του αναξιοπαθούντος, που η αφηγήτρια, παρασυρμένη σε ένα είδος μαγικής σκέψης που η Didion θα κατανοούσε, θεωρεί πως αν γίνει χείρα βοηθείας του, αν προσφέρει στο σύμπαν έργο υπό τη μορφή της φροντίδας αυτού του ζώου, εκείνο θα την ανταμείψει τραβώντας την έξω από τον βούρκο της απόγνωσης και της αυτολύπησής της.
Με πρόζα νηφάλια και γραφή εξομολογητική, βαθιά προσωπική, σχεδόν ημερολογιακή, η αφηγήτρια και μέσα από αυτήν η Nunez επιχειρεί μια καταγραφή του βίου και των ημερών της μετά την απώλεια, ανασκαλεύει τα συναισθήματα και τις ενδόμυχες σκέψεις της και αναλύει το πώς η σχέση της με τον σκύλο και συνάμα η ίδια η διαδικασία της συγγραφής τη βοήθησαν να επεξεργαστεί το πένθος της. Το βιβλίο είναι, ταυτόχρονα, και μια εκ των έσω ματιά στο συγγραφικό σύμπαν, τους λογοτεχνικούς κύκλους και τους ακαδημαϊκούς κόλπους, τα εργαστήρια συγγραφής και τα αμφιθέατρα δημιουργικής γραφής, και όλη την ανταγωνιστικότητα, την υποκρισία και το πάτημα επί πτωμάτων που τα συνοδεύουν, με μια οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα και λεπτή ειρωνεία που φέρνει στον νου τη Rachel Cusk και με συχνές παραθέσεις συγγραφέων και λογοτεχνικών αποφθεγμάτων που θυμίζουν τη Maggie Nelson.
Εντούτοις, η συνειδησιακή ροή της γραφής που υιοθετεί η συγγραφέας καταλήγει ενίοτε σε αφηγηματικές παρεκβάσεις – χαρακτηριστικό παράδειγμα η ενασχόληση πολυάριθμων σελίδων με τη θεματική του human trafficking και της σεξεργασίας, χωρίς αυτό να δικαιολογούνταν έως τότε από την υπόλοιπη πλοκή. Συχνά η συγγραφέας μοιάζει να μην έχει βρει ακριβώς τον θεματικό προσανατολισμό της και το βιβλίο θυμίζει λιγότερο μυθιστόρημα και περισσότερο μια σειρά από, καλογραμμένες και εμβριθείς βέβαια, σκόρπιες σκέψεις επί παντός επιστητού.
Παρ’ όλα αυτά, η ευαισθησία, η τρυφερότητα και η ειλικρίνεια στην πένα της Nunez καταφέρνει να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του αναγνώστη και να συγκινήσει. Ο Φίλος είναι μια πραγματεία για τον θάνατο, την έλευση των γηρατειών και του αναπόφευκτου τέλους και τη συμφιλίωση με αυτά, για το αιώνιο ερώτημα της αυτοκτονίας, για την απώλεια, το πένθος και τη μοναξιά, και για όλους τους τρόπους που αναγκαζόμαστε να εφεύρουμε για να κρατηθούμε στη ζωή. Μα πάνω απ’ όλα, και σε ένα επίπεδο αμιγώς προσωπικό και συναισθηματικό, είναι ένα βιβλίο – ύμνος στον σκύλο, ένα γράμμα αγάπης στον πιστότερο και πιο αφοσιωμένο ανθρώπινο σύντροφο, ίσως στο μόνο είδος ανιδιοτελούς αγάπης που υπάρχει εκεί έξω.