Eίναι κοινή παραδοχή πως το είδος του τρόμου έχει εγκλωβιστεί μέσα στα ίδια του τα όρια, αγνοώντας τα πολλά και διαφορετικά πράγματα που μπορούν να σοκάρουν στην πραγματική ζωή, από το Zombie apocalypse ανθρώπων στα πολυκαταστήματατα λόγω Black Friday, μέχρι ένα χαμόγελο. Και τα δύο αυτά ενδεικτικά concept μπορούν με κάποιο να καταφέρουν να επηρεάσουν έντονα τον ψυχικό και συναισθηματικό σου κόσμο, όχι όμως με εργαλεία χιλιοδοκιμασμένα.
Η νέα προσαρμογή του Netflix στο The Haunting of Hill House του Shirley Jackson απέχει από μια ακόμα τετριμένη εκδοχή μιας γνωστής ιστορίας. Ο κλασσικός τρόμος του Jackson του 20ου αιώνα είναι case study στα παιχνίδια του νου, όπως παρουσιάζεται στην σειρά ταινιών Robert Wise του 1963 The Haunting. Αντίθετα, η νέα σειρά είναι περισσότερο μια ιστορία ψυχολογικής τρομοκρατίας απ ‘ότι η υπερφυσική. Αν και δανείζεται μερικά ονόματα και πολύ βασικές λεπτομέρειες σχεδίου η έκδοση Netflix είναι ένα οικογενειακό δράμα σαν ένα έργο φόβου. Αντί να χτίσουμε το Hill House ως το κέντρο μιας παραφυσικής έρευνας όπως το βιβλίο και τις δύο επακόλουθες ταινίες, η σειρά εισάγει στα μέλη της οικογένειας Crain ως τους πραγματικούς πρωταγωνιστές.
Το Haunting of Hill House μας παρουσιάζει την ζωή 5 παιδιών που μεγάλωσαν στην έπαυλη του Ηill Ηouse, ένα από τα πιο διάσημα στοιχειωμενα σπίτια στις Ηνωμένες πολιτείες και ως ενήλικοι άνθρωποι πια εξερευνούν,εσωτερικά και μη, τι έγινε σε εκείνο το σπίτι.
Ο Mike Flanagan (Gerald’s Game, Ouija: Origin of Evil) έχει προσαρμόσει την όλη ιστορία σε ρυθμούς τηλεόρασης. Η ιστορία είναι αργή, καθώς προσπαθεί να εξισορροπήσει το οικογενειακό δράμα της με τις υπερφυσικές φοβίες.
Ο Flanagan χρησιμοποιεί γνωστές τεχνικές, όπως τα προσωποκεντρικά επεισόδιαμε αποτέλεσμα πολλές φορές να γίνεται εξαντλητικός ο ρυθμός , όχι όμως σε σημείο που να μας κουράζει. Ο σκηνοθέτης εστιάζει σε κάθε πρόσωπο, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τόσο πολύ που είναι πρόθυμος να κατακερματίσει την ιστορία του με μια Rashmon λογική. Αυτό όμως που έχει καταφέρει το Hill House είναι ότι χτίζει τόσο καλά τους χαρακτήρες σε σημείο που η ανακάλυψη των μυστηριωδών ιστοριών τους είναι πολύ πιο συναρπαστική από ό, τι βλέπουμε και ότι φοβόμαστε ότι θα δούμε.
Το πλεονέκτημα με το να κάνεις σειρά τρόμου είναι ότι έχεις τον απαραίτητο χρόνο να εξετάσεις τις ψυχολογικές συνέπειες που δημιουργεί σε έναν άνθρωπο το όλο σοκ που έχει υποστεί. Το Hill House το αξιοποιεί στο έπακρο καθώς δεν εστιάζει στα τραύματα που δημιουργούνται εκείνη την στιγμή, αλλά στο τι τους έχει απομείνει σε βάθος χρόνου. Οι πρωταγωνιστές μας πρέπει να επανεξετάσουν το παρελθόν τους για να βρουν το κλείσιμο της όλη ιστορίας κάτι που γεννά μεγαλύτερα ερωτήματα. Πέρα από τη διορατική δομή του σεναρίου, ο Flanagan – ο οποίος σκηνοθετεί κάθε επεισόδιο – βρίσκει έναν προσπελάσιμο αλλά και ολέθριο τόνο. Παρουσιάζει όλες τις καλύτερες ιδιότητες του Hill House.
Το Haunting of Hill House είναι, στην ουσία του, μια ιστορία για τα φαντάσματα που κουβαλούν οι οικογένειες μέσα τους, φαντάσματα που το κάθε μέλος προσπαθεί να αντιμετωπίσει μόνο του, κατανοώντας πως είναι μόνο του απέναντι τους, όσο και αν περιστοιχίζεται από άλλους. Έτσι, με κάθε ιστορία, κάθε επεισόδιο, βλέπουμε τα τείχη που υψώνουν γύρω τους οι άνθρωποι απέναντι στο πρωταρχικό τους τραύμα (και σκηνή), στο οποίο κρύβεται ένα τελικά ανεστραμμένο οιδιπόδειο, με τον πατέρα να σκοτώνει τελικά την μητέρα για τα παιδιά (ή έτσι τουλάχιστον εντυπώνεται και αντιμετωπίζεται). Τα τείχη αυτά παίρνουν διάφορες μορφές, από νευρώσεις, φοβίες, ψυχαναγκασμούς, εξεγερμένη σεξουαλικότητα, μέχρι ναρκωτικά και προσκόλληση στη (νέα) οικογένεια. Αλλά όλα αποτυγχάνουν. Και, τελικά, εκεί έγκειται και ένα μεγάλο κομμάτι του αληθινού τρόμου της σειράς, το οποίο προσεγγίζει την πηγή της κλασσικής γοτθικής παράδοσης: τα μεγαλύτερα τέρατα τα κουβαλάμε μέσα μας και τα προβάλλουμε στο έξω. Όπως, ενδεικτικά αναφέρει και ο Καρυωτάκης, ένας ποιητής όχι άσχετος με την εν λόγω παράδοση: » Εἶναι ἄνθρωποι ποὺ τὴν κακὴν ὥρα τὴν ἔχουν μέσα τους.»
Μερικές από αυτές τις συμπεριφορές μας δίνονται με πολύ όμορφο τρόπο, οπτικά αλλά και ερμηνευτικά. Οπτικά, με την πάντα δραστήρια αλλά και υπομονετική κάμερα του Flanagan, που εστιάζει σε συναισθηματικά γκρο και συνειρμικό μοντάζ. Ερμηνευτικά, κυρίως από τις νεαρότερες παρουσίες του cast, στις οποίες δίνεται ένας χώρος-μονόλογος για να εκφραστούν. Ο μονόλογος αυτός, σαν αφήγηση μέσα στη αφήγηση, καθιστά μια σειρά (ομιλιών) μέσα στη σειρά και, ανά στιγμές, κυμαίνεται από μερικά αρκετά κλισέ εξάρσεις μέχρι μια ποιητική σχεδόν ευαισθησία. Σε αυτό κυρίαρχη θέση έχει η Victoria Pedretti (Once Upon a Time in Hollywood) και η Kate Siegel (Wine Jabs ,Gerald’s Game), αλλά και πιο… παραφυσικές παρουσίες, όπως η Catherine Parker (All the Creatures Were Stirring, The Last Alleycat). Η παλιά μας γνώριμη Carla Gugino (Gerald’s Game, Watchmen, Wayward Pines) υπάρχει και εδώ, αλλά πέρα από την κλασσική, αφηρημένη και μόνιμα αινιγματική μανιέρα της, δεν φαίνεται να προσφέρει κάτι άλλο.
Τελικά όμως είναι στο μαζί με τα έτερα τραυματισμένα άτομα που τα μέλη της οικογένειας Crain μαθαίνουν όχι να νικούν, αλλά να συμπορεύονται με τα φαντάσματα τους. Σε αυτό το σημείο η σειρά ξεσπά σε ένα μελόδραμα το οποίο όχι μόνο δεν γίνεται ρηχό, αλλά καταφέρνει και προσφέρει κάτι που μοιάζει με κάθαρση στους ήρωες και το κοινό.Ίσως ότι πιο κοντά σε ανθρώπινο «happy (?) end» έχουμε να ελπίζουμε και εμείς οι ίδιοι. Η ισορροπία που προσέφερε ο Flanagan σε αυτό το κομμάτι είναι σίγουρα αξιομνημόνευτη.