Γράφει ο Νίκος Τσολάκης του Shot Clock
Στις 19 του Απρίλη έκανε ντεμπούτο στους τηλεοπτικούς δέκτες παγκοσμίως το “The Last Dance”, η σειρά ντοκιμαντέρ του ESPN σε σκηνοθεσία Jason Hehir για την τελευταία χρονιά πρωταθλητισμού των θρυλικών Chicago Bulls της δεκαετίας του ‘90. Φυσικά, η σειρά δε μένει εκεί, καθώς παίρνει προεκτάσεις γύρω από τη συνολική πορεία των Bulls, γύρω από τους πρωταγωνιστές σε αθλητικό και διοικητικό επίπεδο, αλλά με βασικό επίκεντρο την αθλητική πορεία, τη ζωή και την οπτική γωνία του θρύλου των Bulls, του NBA και του παγκόσμιου Μπάσκετ, Michael Jordan. Όπως είναι λογικό, τα τηλεοπτικά κοντέρ έσπασαν και εμείς επιχειρούμε τώρα να κάνουμε μια βαθιά βουτιά στα νερά του ντοκιμαντέρ και να εξετάσουμε όλες τις πτυχές του.
Micheal
Jordan: το πρώτο αίμα
Γεννημένος στο Brooklyn της Νέας Υόρκης και μεγαλωμένος στο Wilmington της North Carolina o Micheal Jordan από μικρός ήταν στο κυνήγι του Αμερικάνικου Ονείρου με όχημα τον αθλητισμό. Ό,τι ακολούθησε μετέπειτα, μας κάνει να πιστεύουμε ότι το να γίνει θρύλος ήταν αναπόφευκτο. Ο Michael Jordan στο λυκειακό επίπεδο θεωρούνταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα στη χώρα, μακριά όμως από οποιαδήποτε σκέψη ότι επρόκειτο να γίνει ο καλύτερος παίχτης όλων των εποχών. Έτσι, αποδέχθηκε την υποτροφία στο Κολλέγιο της North Carolina αρνούμενος προτάσεις υποτροφίας από μερικά από τα μεγαλύτερα Κολλέγια της χώρας όπως το Duke, το Syracuse κ.α.
Η σταδιοδρομία του στο NCAA ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Freshman of the year την πρώτη χρονιά και τις επόμενες δύο μέλος της καλύτερης πεντάδας του πρωταθλήματος. Ήταν φανερό ότι πρόκειται για ένα παίκτη που υπό τις οδηγίες του Coach Dean Smith, ολοένα και εξέλισσε το ταλέντο του. “Θέλω να γίνω ο καλύτερος παίκτης που έχει παίξει ποτέ” εξομολογείται ο Roy Williams, assistant coach του UNC, ότι του είχε πει ο Jordan. Κι όμως, παρά το μεγάλο hype που υπήρχε γύρω από το όνομά του, δε θεωρούνταν καν ο καλύτερος παίκτης στην ομάδα του, μιας και οι North Carolina Tar Heels είχαν ως ηγέτη τον James Worthy, μετέπειτα νούμερο 1 του draft του 1982 και παίκτη που θεωρείται από πολλούς ως ένας από τους κορυφαίους 50 παίκτες στην ιστορία του αθλήματος. Στο πρώτο επεισόδιο του Ντοκιμαντέρ, ο James Worthy φαίνεται αρκετά ειλικρινής όταν δηλώνει ότι “ήμουν ο καλύτερος παίκτης της ομάδας, για περίπου 2 βδομάδες”. Αυτό δείχνει πολλά για το χαρακτήρα του Jordan και μας εισάγει στην ολότητα του Jordan Mentality που έχει να κάνει με το πνεύμα νικητή και του παίχτη που κάνει τα πάντα για να νικήσει, αλλά και για να είναι ο καλύτερος που έχει υπάρξει. Παρότι δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι ο Jordan είχε καλύτερη κολεγιακή καριέρα από τον James Worthy, η σειρά αναφέρει ως σημείο που αλλάζει την καριέρα του Jordan μια για πάντα, το buzzer beater που σκόραρε στον τελικό του NCAA το 1982 απέναντι στο Georgetown του Ewing.
Ο ίδιος ο Jordan δηλώνει ότι “αυτή η επίθεση είχε σχεδιαστεί για τον James. Ο Coach μου είπε ότι αν με αφήσουν ελεύθερο μπορώ να πάρω το σουτ. Αυτό έκανα. Δεν είχαν ιδέα ότι θα σουτάρω εγώ”. Έπειτα δηλώνει: “Έπειτα από αυτό το σουτ όλα άλλαξαν. Ήξερα ότι ήμουν καλός. Μετά απο αυτό, ήξερα ότι μπορώ να γίνω ο καλύτερος και με αυτή την αυτοπεποίθηση λειτουργούσα.”
Σε ένα παράλληλο
σύμπαν
Αν μπορούσαμε να καταχραστούμε όρους και λέξεις, θα λέγαμε ότι όσο ο Jordan έφτιαχνε αυτό που μετέπειτα είδαμε και βαφτίσαμε ως “μεγαλείο” και “legacy”, οι Chicago Bulls βρίσκονταν σε ένα παράλληλο σύμπαν. Σε αυτό το σύμπαν μας εισάγει και το πρώτο επεισόδιο του “The Last Dance”. Οι Bulls είναι μια ομάδα που χάνει. Μια ομάδα που δεν είναι διασκεδαστική και ελάχιστοι ασχολούνται μαζί της μέχρι και στο ίδιο το Chicago, το οποίο ασχολείται κυρίαρχα με το Football, το Baseball, ακόμη και το Ice Hockey. Είναι μια ομάδα που επιζητεί την αλλαγή και θέλει να αλλάξει επίπεδο στον αθλητικό, οργανωτικό και εμπορικό κλάδο. Τίποτα όμως από όλα όσα κάνει σε όλα αυτά τα επίπεδα δε δείχνει θέληση και προσπάθεια για αλλαγή. Η ομάδα χάνει, οι παίκτες της ασχολούνται κυρίως με το lifestyle και αυτή η κατάσταση δεν αλλάζει, ακόμη και μετά τον ερχομό του Micheal Jordan στην ομάδα.
“Όταν ήμουν Rookie, θυμάμαι είχα χτυπήσει την πόρτα σε δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου διέμενε η ομάδα. Ανοίγοντας αντίκρισα γραμμές κόκας απο τη μία, χόρτο απο την άλλη, γυναίκες παντού. Τίποτα δε θύμιζε ομάδα που αγωνίζεται την άλλη μέρα.” δηλώνει ο Jordan για την κατάσταση που επικρατούσε στην ομάδα και δείχνει ακριβώς την κατάσταση των τότε Chicago Bulls.
The making
of a G.O.A.T
Ενώ λοιπόν η κατάσταση στους Bulls είναι τραγική, ο Jordan το 1984 δηλώνει συμμετοχή στο draft του NBA, χωρίς να πάει την τελευταία του σεζόν στο κολλέγιο. Έτσι, έκλεισε την κολεγιακή του καριέρα έχοντας φτιάξει ένα εξαιρετικό όνομα για τον εαυτό του, αλλά χωρίς να έχει αποφύγει τα προβλήματα που κάθε αφροαμερικάνος φτωχός αθλητής έχει στο κολλέγιο: λίγοι πόροι και ελάχιστα λεφτά. Αυτό αποτυπώνεται στη σκηνή όπου η μητέρα του διαβάζει ένα γράμμα του νεαρού MJ, όπου της ζητά να του στείλει λεφτά, μέχρι και γραμματόσημα! Τελικά, στις 19 Ιουνίου του 1984 έρχεται η μέρα του draft. Όλα στο draft επισκιάζονται απο την παρουσία σε αυτό των δύο πιο dominant ψηλών τότε: του Hakeem Olajuwon που θα ήταν το αδιαμφιβήτητο νούμερο #1 της διαδικασίας και απο τον Sam Bowie, όπου θεωρούνταν κατα πολλούς ένας ψηλός με απίστευτο ταλέντο. Ο Jordan θεωρούνταν απο όλους ως εξαιρετικός παίκτης. Από κανέναν όμως ο καλύτερος. Τα βασικά ερωτήματα γύρω απο το πόσο καλός μπορεί να γίνει ο “Air” δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά κυρίως το ίδιο το παιχνίδι. Γίνεται ένας παίκτης που είναι κοντά στα δύο μέτρα να είναι ο καλύτερος και να αλλάξει το παιχνίδι των δεινοσαύρων 7footer;
Το ίδιο το “The Last Dance” μας εισάγει στη νέα ζωή του Jordan. Μια αμφίσημη κατάσταση: από τη μια, η μανία του Jordan με την μπασκετική τελειότητα και το πνεύμα νικητή. Από την άλλη, οι Chicago Bulls, που όπως είδαμε παραπάνω, δεν ήταν το ιδανικό μέρος για κάποιον παίκτη που τον αφορούν ιδιαίτερα οι νίκες. Για άλλη μια φορά βλέπουμε τη θέληση του MJ να γίνει ο καλύτερος: “ Ήμουν ένας ρούκι. Ήταν δύσκολο να μιλάω. Οπότε έπρεπε να δείξω με τις πράξεις μου ότι είμαι ο καλύτερος. Βρήκα τον καλύτερο παίκτης της ομάδας και τον πρέσσαρα μονίμως.”
Τελικά, όχι πολύ καιρό μετά, μόλις στο τρίτο παιχνίδι της σεζόν απέναντι στους Bucks, οι πάντες αντιλήφθηκαν ότι ο νεαρός Ρούκι από το UNC είναι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας. Αν είχαν δει πτυχές του ταλέντου του τόσο στο Κολλέγιο, όσο και στους Ολυμπιακούς του 1984, πλέον είχαν πειστεί. Ο Jordan παίρνει πάνω του ένα χαμένο ματς, το γυρίζει και από τότε δείχνει έμπρακτα ότι κάτι αλλάζει στην πόλη του Σικάγο. Αυτό φυσικά δε συνδυάζεται με άμεσο αποτέλεσμα, αλλά με άμεση αλλαγής νοοτροπίας. Η ομάδα πλέον έχει έναν από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο και καλά θα κάνει να τον σεβαστεί.
Το Chicago αλλάζει
“Αριθμός θεατών στο γήπεδο: 18688” μας δείχνει η σειρά ντοκιμαντέρ του ESPN από την πρώτη κιόλας σεζόν του στους Bulls. Για μια ομάδα όπως οι Bulls αυτό αποτελούσε μια νέα εποχή. Από αδιάφορη ομάδα για τη λίγκα και την πόλη, σε show time. Ο κόσμος σύρρεε στο γήπεδο για να τον δει να αγωνίζεται, για να πάρει μια φωτογραφία ή ένα αυτόγραφό του. Το φαινόμενο άρχισε να εξαπλώνεται και η πόλη του Σικάγο ξαφνικά γίνεται το μπασκετικό επίκεντρο του πλανήτη. Χαρακτηριστικά ο Joe O’Neal director of ticketing τότε στους Bulls δηλώνει: “Αναθαρρήσαμε. Η πόλη δεν μπορούσε να το πιστέψει, το ενδιαφέρον όλο και μεγάλωνε.” Υπήρχε ένα γενικό αίσθημα ότι χτίζεται κάτι νέο και όλοι ανεξαρτήτως ηλικίας ήθελαν να καταφέρουν να ανέβουν νωρίς σε αυτό το τρένο.
Ταυτόχρονα όμως, παρά την εμπορική άνοδο, στο μπασκετικό κομμάτι υπάρχουν σοβαρά ζητήματα που έχουν να κάνουν και με συγκρούσεις της διοίκησης με τον Jordan. Η διοίκηση δεν δείχνει έτοιμη να πάει για πρωταθλητισμό με αποτέλεσμα να κινείται με τον πήχη χαμηλά, την ώρα που ο superstar της θέλει πάση θυσία να μην κάνουν tanking και να παλέψουν να μπουν στα play off. Κάτι που τελικά γίνεται την δεύτερη σεζόν. Παρά τον τραυματισμό του Jordan, την απουσία του και τον μετέπειτα περιορισμό των λεπτών του, η ομάδα καταφέρνει να μπει στα Play off με το πολύ κακό… 30-52 ρεκόρ σεζόν, να πέσει πάνω στους παντοδύναμους Celtics των Bird, McHale, Walton, Parish και να αποκλειστεί. Τι μας έμεινε όμως από αυτό; Η μυθική απόδοση του Micheal Jordan στο δεύτερο παιχνίδι της σεζόν που τελείωσε με 63 πόντους και ανάγκασε τον Larry Bird να πει ότι ήταν σα να έβλεπε το θεό μετενσαρκωμένο σε μπασκετμπολίστα. Αυτή η εμφάνιση ήταν το μήνυμα το Jordan προς τη διοίκηση, προς τον προπονητή του, προς τους συμπαίκτες του, τους αντιπάλους και προς όλους: ο καλύτερος παίκτης του κόσμου για πρώτη φορά δεν είναι ψηλός.
Δίπλα στο όνομα
του MJ
Οι Bulls δε κατάφεραν να πρωταγωνιστήσουν μέχρι να βρουν τον άνθρωπο που θα γίνει το έτερον ήμισυ μπασκετικά για τον MJ. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Scottie Pippen. Ο Pippen γόνος φτωχής οικογένειας, με 12 αδέρφια και πατέρα με κινητικά προβλήματα ήταν ένας παίκτης που ήθελε από την πρώτη κιόλας σεζόν να κυριαρχήσει. Και το κατάφερε με μοναδικό τρόπο. Ποιός είπε ότι πρέπει να σκοράρεις για να κάνεις τη διαφορά; Ο Scottie Pippen ήταν πιθανότατα ο πιο σύγχρονος παίκτης της εποχής του και ίσως ο άνθρωπος που θα έκανε την πιο εύκολη μετάβαση στο σημερινό παιχνίδι. Μακρύς, αθλητικός, εντυπωσιακός. Παίκτης που κατέβαζε τη μπάλα και στην ουσία ήταν ο πλέιμεικερ των Bulls. Ήταν το απόλυτο συμπλήρωμα του Jordan, καθώς δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό δίδυμο σε επίθεση, δημιουργία και άμυνα και μαζί βάδισαν σε 6 πρωταθλήματα.
Ωστόσο, όπως ο Jordan έτσι και ο Pippen είχε τεράστια προβλήματα με τον Jerry Kreuse και όλο το F.O. των Bulls. Η μη επαναδιαπραγμάτευση του 7ετους συμβολαίου έναντι μόλις 18 εκ. δολαρίων, που βιάστηκε ο Pippen να υπογράψει λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, ήταν η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους Bulls και τον 2ο star τους. Πώς μπορούσε να γίνει αλλιώς όταν ένας από τους 5 καλύτερους παίκτες στον κόσμο πληρωνόταν σαν να είναι αναπληρωματικός;
Το δεύτερο επεισόδιο του “The Last Dance” είναι αφιερωμένο στον Pippen, στα μπασκετικά του κατορθώματα, στη σύγκρουση του με τη διοίκηση και τον GM, τις φήμες για ανταλλαγή του. Είναι το επεισόδιο που δίνει την πραγματική διάσταση του Pippen ως παίκτη, καθώς μέχρι και σήμερα από γενιά σε γενιά αναφέρεται ως δεύτερος πίσω από τον Jordan, αλλά συχνά ξεχνιέται ότι ίσως ήταν και δεύτερος στη λίγκα συνολικά. Η σωστότερη όμως τοποθέτηση έρχεται από τον ίδιο τον MJ σε ένα απο τα πιο ωραία στιγμιότυπα του documentary:
“Με βοήθησε πολύ στον τρόπο που προσεγγίζω το παιχνίδι, στον τρόπο που παίζω το παιχνίδι. Έχω κερδίσει μόνο με τον Pippen. Άρα, όποτε μιλάμε για τον Micheal Jordan θα πρέπει να μιλάμε για τον Scottie Pippen”
Ο Jerry
Krause
O Jerry Krause παρουσιάζεται από την πρώτη στιγμή της σειράς ως ένας άνθρωπος που θέλει να ελέγχει τα πάντα, ως ένας άνθρωπος που κάνει λάθη και είναι αρκετά κομπλεξικός. Τα προβλήματά του με τους Super Star Jordan και Pippen είναι λογικό να τον κάνουν να έχει μια τέτοια εικόνα. Είναι κρίσιμο όμως να σταθούμε στο ότι αυτή η κόντρα του με τους σταρ της ομάδας, ίσως τον κάνει και τον πιο αδικημένο χαρακτήρα της όλης σειράς – παρότι αναφέρονται όλα τα πραγματικά γεγονότα. Ο Κrause ήταν όντως άνθρωπος που ήθελε να ελέγχει τα πάντα. Τα έλεγχε όμως σωστά. Έκανε όντως λάθη. Έχτισε όμως μια υπερομάδα γύρω από τους Stars του, ενώ είναι ο άνθρωπος που “μυρίστηκε” το ταλέντο του Scottie Pippen, παίρνοντας τον αρκετά ψηλότερα στο draft από ότι αναμενόταν. Σίγουρα, δηλώσεις όπως “οι οργανισμοί παίρνουν πρωταθλήματα, όχι οι παίκτες” τον κάνουν να φαίνεται υπερόπτης ειδικά όταν μιλάμε για ένα οργανισμό που χωρίς τον Jordan δεν έχει κερδίσει τίποτα. Είναι όμως φανερό ότι η υπογραφή του Michael Jordan στη σειρά προϋπέθετε ο Krause να παρουσιαστεί ακριβώς όπως ο GOAT επιθυμεί. Η ίδια η σειρά όμως απαντά κάπως έντεχνα σε αυτό τοποθετώντας τον Kreuse στην ιστορική κλίμακα που του αναλογεί: όχι τόσο κακός όσο λένε, όχι τόσο σπουδαίος όσο νόμιζε. Τον αδικεί λίγο; Σίγουρα ναι, αλλά είναι δεδομένο ότι δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Εντυπώσεις και
ανυπομονησία
Ο hall of famer μπασκετμπολίστας Dwane Wade είπε ότι αν είχε τρεις ευχές το “Τhe Last Dance” θα ήταν η μια. Μια σειρά που ανοίγει το σεντούκι της ιστορίας βγάζοντας από μέσα τον πιο ακριβό θησαυρό που έχει γνωρίσει αυτό το παιχνίδι είναι φυσιολογικό να μας ενθουσιάζει και να το περιμένουμε πώς και πώς. Ειδικά όταν είναι καλοδουλεμένο από τους αρτίστες των αθλητικών ντοκιμαντέρ του ESPN. Είναι μια σειρά που πρέπει και μπορεί να παρακολουθήσει ο καθένας και η καθεμία, ξεφεύγοντας από τα μπασκετικά όρια, αναδεικνύοντας πτυχές της αθλητικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής ενός αθλητή, μιας πόλης και τελικά μιας ολόκληρης χώρας που κινείται στον αστερισμό του Michael Jordan από το 1982 και το Buzzer Beater του απέναντι στο GeorgeTown μέχρι και σήμερα.
Οι ίντριγκες, οι αλήθειες, οι ιστορίες και τα συμπεράσματα ποικίλλουν και μας αφήνουν μια επιθυμία για διαφωνία γύρω από τα πάντα: γύρω από τον Krause, τον Pippen, τους Bulls τον χαρακτήρα του Jordan και οτιδήποτε άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Σε μια σειρά ντοκιμαντέρ που όλα είναι debatable και σηκώνουν διαφορετικές ερμηνείες και διαφωνία, υπάρχει από πάνω ένα φάντασμα που πλανάται. Και στην παγκόσμια ιστορία είναι πάντα όμορφο αυτό. Στη μπασκετική λοιπόν ιστορία, το φάντασμα που πλανάται πάνω από όλες τις αμφισημίες και το μόνο μη debatable στοιχείο της σειράς ήταν αυτό που ακούγαμε από όταν ήμασταν μικροί: Michael Jordan is the Greatest Of All Time.