Είναι αλήθεια ότι το φαγητό πλέον έχει καταντήσει να είναι και αυτό μία μορφή τέχνης. Οι εξορμήσεις σε ακριβά, πολυτελή εστιατόρια είναι μία από τις αγαπημένες ασχολίες ματσωμένων και μη ανθρώπων, οι οποίοι επιθυμούν να ευχαριστήσουν τον ουρανίσκο τους με γκουρμέ και περίεργα πιάτα. Δεν κρίνουμε φυσικά, ούτε και κοροϊδεύουμε. Άλλωστε, υπάρχουν πολύ πιο περίεργα χόμπι τα οποία είναι και πολύ πιο παράλογα. Και φυσικά αυτό δε θα μπορούσε να λείψει και από το ίδιο το σινεμά. Από το αγαπημένο σε όλους μας Ratatouille και το περσινό The Bear, μέχρι το πιο arthouse cinema όπως το My Dinner with Andre, είναι άπειρες οι φορές που το φαγητό απασχόλησε τη μεγάλη οθόνη. Μία από αυτές ήταν και το The Menu η νέα ταινία του Mark Mylod (Game of Thrones, Succession). Μία ταινία που συζητήθηκε κυρίως λόγω του εξωκοσμικού της cast αποτελούμενο από μία πληθώρα Χολυγουντιανών ηθοποιών. Η ταινία ακολουθεί καμία δεκαριά πλούσιων οι οποίοι πρόκειται να επισκεφτούν το εστιατόριο του διάσημου σεφ Julian Slowik. Αυτό όμως, που φαίνεται σαν μία βαρετή βραδιά με πολύ φαγητό σύντομα θα εξελιχθεί σε ένα σαδιστικό παιχνίδι εξουσίας και τιμωρίας.
Αυτό που προσέχει κανείς από την αρχή της ταινίας είναι το εξαιρετικό του cast. Ο Slowik ερμηνεύεται από τον Ralph Fiennes(Harry Potter) ο οποίος μπορεί να έχει ερμηνεύσει πολύ πιο δύσκολους ρόλους στην καριέρα του, εδώ όμως δείχνει να περνάει πολύ καλά χωρίς να καταβάλει κάποια ιδιαίτερη προσπάθεια. Πρωταγονιστούν, επίσης η Anya Taylor-Joy (Queen’s Gambit) η οποία δεν ξεχνάει να μας υπενθυμίζει σε κάθε δευτερόλεπτο ότι είναι φτιαγμένη για την κάμερα, ενώ την πλαισιώνει ο πάντα συμπαθέστατος Nicholas Hoult (The Great, The Favorite) στον ρόλο του ηλίθιου βουτυρόπαιδου, ρόλος που όπως έχει αποδείξει είναι βούτυρο στο ψωμί του. Η ταινία αποτελεί ένα κράμα μεταξύ θρίλερ επιβίωσης, μαύρης κωμωδίας και αλληγορικού κοινωνικού σχολίου. Και ενώ φαίνεται να τα καταφέρνει πολύ ικανοποιητικά στο πρώτο σκέλος της, δυστυχώς το δεύτερο καταφέρνει να σε απογοητεύσει όπως όταν σου φέρνουνε φρούτο αντί για επιδόρπιο μετά από ένα πολύ καλό φαγοπότι.
Τα τελευταία χρόνια λόγω μίας διαρκούς αμφισβήτησης της καθημερινής ζωής (λογικό είναι με covid, πλανητική υπερθέρμανση, πολέμους κλπ) παρατηρούμε ότι ανθίζει ένα συγκεκριμένο είδος σινεμά. Αυτό της ηθικοπλαστικής φαντασίας. Φυσικά αυτό υπάρχει πάντα με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο στην τέχνη ωστόσο τα τελευταία χρόνια (και με κυριότερο εκπρόσωπο το Don’t Look Up) παρατηρούμε αυτή τη φιλότιμη προσπάθεια που κάνει το αμερικανικό σινεμά να μιλήσει για τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μέσω μία αλληγορικής ιστορίας. Δυστυχώς όμως, τις περισσότερες φορές αυτό καταλήγει να γίνεται περισσότερο μία μορφή ηθικοπλαστικού σινεμά το οποίο κουνάει το δάχτυλο στον θεατή.
Δυστυχώς το The Menu εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Το σενάριο του Will Tracy συμπεριφέρεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας σαν να κατέχει κάποιες θεμελιώδεις αλήθειες ενώ στην πραγματικότητα απλά κάνει μία πολύ light κριτική στη σύγχρονη κοινωνική δομή. Στον κόσμο της ταινίας οι ήρωες χωρίζονται σε καλούς και κακούς, βάζοντας τον θεατή να επιλέξει εύκολα το στρατόπεδο του. Ε, και που είναι το κακό θα ρωτήσετε. Δε θα υπήρχε τίποτα το κακό αν η ταινία είχε εξαρχής άλλες προθέσεις. Αν ο σκοπός των συντελεστών ήταν να φτιάχνανε ένα ενδιαφέρον θρίλερ τότε δε θα είχαμε κανένα απολύτως πρόβλημα με αυτή την ομολογουμένως ανιαρή σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Όμως οι προθέσεις της είναι ολοφάνερες. Αντί να προσπαθήσει να προβληματίσει τον θεατή επιχειρεί μάλλον να του περάσει της δικές της απόψεις χωρίς να ενδιαφέρεται να ανοίξει έναν διάλογο μαζί του.
Και είναι κρίμα γιατί πέρα αυτού του στοιχείου η ταινία είναι πάρα πολύ διασκεδαστική. Οι ερμηνείες κρατάνε ψηλά τις όποιες σεναριακές αδυναμίες ενώ δεν υπολείπονται και κάποιες εξαιρετικές στιγμές κατάμαυρου χιούμορ. Οι συγκρίσεις με το περσινό Don’t Look Up είναι αναπόφευκτες άλλωστε ο Adam McKay εδώ εκτελεί χρέη παραγωγού. Ισορροπώντας μεταξύ του σκοτεινού θρίλερ και της αλληγορικής κοινωνικής σάτιρας, το The Menu θα δούλευε εξαιρετικά αν δεν έπαιρνε τον εαυτό του τόσο στα σοβαρά. Αντί για αυτό όμως δυστυχώς μας προσέφερε ένα μάλλον σχετικά άνοστο και μπαγιάτικο κυρίως πιάτο.