Το έργο του Mark Twain είναι συνυφασμένο τόσο με το «διανοούμενη» κουλτούρα της αμερικανικής γραμματείας όσο και με την πιο λαική, hood πλευρά της, κυρίως γιατί πρώτα ανήκε στη δεύτερη και μετά υιοθετήθηκε (αναγκαστικά) από την πρώτη. Πατώντας σε αυτή τη δυαδικότητα, με περίσσιο θάρρος, γλυκύτητα και βάζοντας πολύ υψηλότερους στόχους από ό,τι μπορούν να φτάσουν, οι Tyler Nilson (The Moped Diaries The Winter of the Beard) και Michael Schwartz (Diaries The Winter of the Beard), στην πρώτη τους κατά βάση μεγάλου μήκους ταινίας, μας παραδίδουν μια πολύ ενδιαφέρουσα και εξαιρετικά χαλαρή διασκευή του The Adventures of Huckleberry Finn.
Ναι, ούτε το σενάριο είναι τέλειο ούτε οι σκηνοθετικές ελευθερίες που δίνουν στον εαυτό τους οι δύο σκηνοθέτες. Μπορεί η φωτογραφία τους και η απεικόνιση του σκληρού, οριακά απάνθρωπου και αφιλόξενου αμερικάνικου Νότου να είναι στα δυνατά χαρτιά της ταινίας (κυρίως χάρη στον έμπειρο διευθυντή φωτογραφίας Nigel Bluck) όμως ο ρυθμός και η μεταδοτική σχεδόν αμηχανία του μοντάζ καθιστά, οπτικά τουλάχιστον, την ταινία άσκηση, και μάλιστα βαθμό οριακά βάσης. Ταυτόχρονα, το σενάριο τους μπάζει από δεκάδες κλισέ σκηνές, που μοιάζουν να προσπαθούν να εκμαιεύσουν σχεδόν με τη βία το συναίσθημα, παίρνοντας από το χέρι τον θεατή και περνώντας τον από όλα τα αναμενόμενα σκηνικά.
Ωστόσο, στην καρδιά της ταινίας, και εκεί που τελικά επιτυγχάνει τον στόχο της, βρίσκονται οι ηθοποιοί της και, κυρίως, ο πρωταγωνιστής Zack Gottsagen (Best Summer Ever, Bulletproof). Ο Zack, άτομο με σύνδρομο Down δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία όχι παρά την ασθένεια του, αλλά με αυτή στο κέντρο της ερμηνευτικής του διάθεσης. Με καμία διάθεση αυτολύπησης, ούτε ικεσίας, ο Zack ξεδιπλώνει όλη την εικόνα που έχει για τον κόσμο. Και οι σκηνοθέτες/ σεναριογράφοι, προς τιμήν τους, ποτέ δεν προσπαθούν να μεταχειριστούν τον ήρωα τους διαφορετικά, να τον συμβολοποιήσουν (απανθρωπίζοντας τον) ή να τον μετατρέψουν σε κάποια περιθωριακή φιγούρα. Τον τοποθετούν στο κέντρο και αφήνονται και αυτοί να παρασυρθούν από το δικό του βίωμα. Και είναι τελικά αυτή η εμπειρία η οποία καταφέρνει να συμμαζέψει ακόμα και το ενθουσιώδες, αλλά άτσαλο σενάριο.
Δίπλα στον Zack υπάρχει ένας ακόμα ηθοποιός που αξίζει μια ξεχωριστή αναφορά, και αυτός δεν είναι άλλος από τον Shia LaBeouf (Honey Boy, American Honey), ο οποίος εδώ και μία δεκαετία κοντά έχει κάνει στροφή στον artsy, ανεξάρτητο κινηματογράφο.
Εδώ, για άλλη μία φορά, μας δείχνει πως αυτή τελικά ήταν και η καλύτερη επιλογή, αφού στέκεται δίπλα στον Zack με μια επιδέξια ταπεινότητα και ερμηνεύει τον support ρόλο του με μαεστρία. Σαν ένα ντουέτο, καταφέρνει και αναδεικνύει με τη φιλία και την πρόζα του, πλευρές της ζωής του Zack που ακόμα και ο ίδιος αγνοεί. Ταυτόχρονα καταφέρνει και εξελίσσει και τον δικό του χαρακτήρα μέσα από την απροσδόκητη αυτή φιλία, κάνοντας εμφανές το ταξίδι του από τις τύψεις και την οργή, στη λύτρωση.
Όμως η ταινία, όταν φεύγει από αυτούς τους δύο, γυρίζει στην κουραστική φόρμα της και χωλαίνει. Ο κακογραμμένος ρόλος της Dakota Johnson (Suspiria, Black Mass) βυθίζει την ταινία σε ένα αδιάφορο love story ενώ οι «αντίπαλοι» είναι στην καλύτερη στερεοτυπικοί και δεν καταφέρνουν να αποτελέσουν τρισδιάστατες προκλήσεις.
Και πάλι όμως το πρωταγωνιστικό δίδυμο λάμπει ακόμα και με αυτά τα βαρίδια. Και είναι μέσα από αυτή τη λάμψη, τη ζεστή και ανθρώπινη, που η ταινία τελικά καταφέρνει να πει ό,τι ήθελε.