Γράφει ο Γιώργος Μανουράς
Η ταινία μας προσκαλεί να παρασυρθούμε σε μία δίνη χρωμάτων, κάθε ένα από τα οποία θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε κάποιο συναίσθημα. Χρώματα που μπορεί να μην είναι συναρπαστικά αλλά υπάρχουν διαρκώς εκεί όντας αληθινά. Η ίδια η τέχνη της ζωγραφικής γίνεται οικεία γιατί αν έχεις επιτρέψει στην οδύνη και το πάθος να σε κατακλύσουν κάποια στιγμή στη ζωή σου, θα νιώσεις αρκετά οικεία τη μυσταγωγία του να ζωγραφίζεις συναισθήματα πάνω σε βλέμματα, αγγίγματα, ανάσες και σκιρτήματα στα χείλη. Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται είναι πρώτα απ’όλα μια ταινία που υμνεί τη γυναίκα και μέσω αυτής υμνεί τη ζωή. Θλίψη, οργή, χαρά, έρωτας, μοναξιά, φόβος, αγάπη, πόνος και ανάμνηση. Αν επιλέξεις να ταυτιστείς με τις ηρωίδες θα νιώσεις μια ζωή να περνά από μέσα σου και ίσως κομμάτια της ζωής σου να αποτυπώνονται στον καμβά που συγκροτεί η οθόνη.
Και αντίστροφα είναι μια ταινία για τη ζωή γιατί είναι μια ταινία για τη γυναίκα. Οι λίγοι άνδρες που αποτυπώνονται στο πλάνο είναι περαστικοί, επιφανειακοί και παίζουν το ρόλο του διαβιβαστή. Η ιστορία των κοριτσιών, τα πεπρωμένα τους, η κοινότητά τους, η σχέση τους με τη γέννα και τον θάνατο, η σχέση τους με τις τέχνες, ο ενθουσιασμός τους όταν διαβάζουν, οι βόλτες τους, ο τρόπος που παίζουν, το βλέμμα και ο τρόπος που αγγίζουν η μία την άλλη είναι η ιστορία της γυναίκας.
Όλη η ταινία διαδραματίζεται στα 1770, σε ένα απομονωμένο σπίτι σε μια παραλιακή έκταση υπό τη δαμόκλεια σπάθη ενός προξενιού. Ο αιώνιος ρόλος της γυναίκας, ο παντοτινός της προορισμός, η συζυγική σχέση, η μητρότητα και η αναπαραγωγή της αγίας οικογένειας είναι το καφέ φόντο πάνω στο οποίο σχεδιάζει η σκηνοθέτης το συνολικό της πορτρέτο. Έξω από αυτό το σκοπό για τη νεαρή Ελοϊζ μόνη εναλλακτική μπορεί να είναι η κοινότητα της μονής όπου και βρίσκεται κλεισμένη για χρόνια. Ισότιμη αλλά ανελεύθερη. Γεμάτη από την όμορφη μεν θλιμμένη δε μελωδία του εκκλησιαστικού οργάνου. Μόνος λόγος να βρεθεί εκτός αυτού του διπλού ρόλου υποτακτικής αφοσίωσης στο σύζυγο και στο Θεό ο θρήνος για την αυτόχειρα αδερφή της. Άλλη μια που δεν φώναξε πέφτοντας… Μόνο απολογήθηκε στο άλλο μισό των παιδικών της χρόνων σε ένα γράμμα.
Για να προχωρήσει η Ελοϊζ και να ολοκληρωθεί το προξενιό με τον Μιλανέζο “πρίγκιπα” που την περιμένει χωρίς να την αναζητά, όπως συμβαίνει τουλάχιστον στα παραμύθια, πρώτα πρέπει να του στείλει ένα πορτρέτο της. Σε αυτή τη συναλλαγή μόνο ο ένας δικαιούται να έχει μάτια και επιλογή. Η άρνηση της Ελοϊζ απέναντι στον καταναγκασμό μιας προδιαγεγραμμένης ζωής αποτυπώνεται στην άρνηση να ποζάρει και στην αδυναμία όσων προσπαθούν να αποτυπώσουν το πρόσωπό της στον καμβά.
Έτσι ερχόμαστε στην έλευση της Μάριαν. Μια νεαρή ζωγράφος προερχόμενη από την πόλη, ταξιδεμένη, κόρη του ζωγράφου που είχε σχεδιάσει το πορτρέτο της μητέρας της Ελοϊζ. Ο ρόλος που της ανατίθεται είναι να ζωγραφίσει το πορτρέτο της μέλλουσας νύφης στα κρυφά, παριστάνοντας την παρέα για τους περιπάτους της. Έτσι την παρατηρεί και προσπαθεί να την γνωρίσει με τα μάτια. Όταν τα βλέμματά τους συναντιούνται, χαμηλώνει το βλέμμα της. Σαν να προσπαθεί να κρύψει το μυστικό της. Αλλά και σαν από ντροπή απέναντι στο απέραντο οργισμένο πράσινο όλο αναζήτηση που κρύβεται στις οφθαλμικές κόρες της Ελοϊζ. Στα κρυφά την σκέφτεται και την αποτυπώνει. Πόσος ερωτισμός κρύβεται στο να σχεδιάζεις κρυφά τους καρπούς, τις παλάμες και τα δάχτυλα κάποιου άλλου. Πόσος ερωτισμός κρύβεται στο να προσπαθείς να κάνεις κάποιον να χαμογελάσει ώστε να του κλέψεις το χαμόγελο και να το αποτυπώσεις μόνιμα με ένα πινέλο.
Έτσι αυτή η διαρκής αναζήτηση και η επιμονή στην κατανόηση του άλλου, μαζί με την φιλία που αναπτύσσεται, τον εκατέρωθεν θαυμασμό και την από κοινού αναζήτηση της ελευθερίας απέναντι στην εποχή τους οδηγεί σιγά σιγά σε κάτι πιο βαθύ. Τελικά είναι όταν ρωτάς κάποιον αν έχει ζήσει τον έρωτα η στιγμή που στην πραγματικότητα εκφράζεις την επιθυμία να γίνεις η απάντηση.
Ο έρωτας που αναπτύσσεται είναι πραγματικός. Και δεν είναι τυχαίο που ξεκινά να εκδηλώνεται φανερά όταν έρχονται σε επαφή με την κοινότητα των γυναικών. Σαν άλλες μάγισσες, μαζεμένες στο σκοτάδι, γύρω από τη φωτιά, συναντιούνται απόκρυφα σαν έτοιμες για κάποιο μυστικιστικό τελετουργικό. Αυτό της ελευθερίας, της επιλογής και της αυτοδιάθεσης. Τίποτα πέρα από την εξουσία των ιδίων στις εαυτές και τα σώματά τους. Είναι εκεί που μπορούν να προγραμματίσουν τον τερματισμό ανεπιθύμητων κυήσεων και είναι εκεί σαν ένα. Σε έναν κύκλο με κέντρο την φωτιά, τραγουδάνε τα τραγούδια τους. Ένα αρχικά απόκοσμο βουητό από τα στόματά τους σε ωθεί για μερικά δευτερόλεπτα να σκεφτείς πως πρόκειται για αίρεση, για μαγεία. Σε οδηγεί ακριβώς εκεί που πρέπει ώστε να σε αφήσει γυμνό και ντροπιασμένο μπροστά στην προκατάληψη της σκέψης σου μόλις η βοή μετατρέπεται σε μια μαγευτική μελωδία, την οποία συνοδεύουν ρυθμικά παλαμάκια, ψίθυροι και ύμνοι. “Non possum fugere”. Δεν μπορώ να δραπετεύσω από όλα! Το ένα από τα δύο, μόνο, τραγούδια που ακούγονται σε όλη την ταινία δεν είναι τίποτα άλλο από μια υπενθύμιση του κυνηγιού των μαγισσών και μια εκκωφαντική νίκη της κοινότητας της απελευθερωμένης γυναίκας και της ομορφιάς που την συνοδεύει.
Αυτή συνοδεύει και την πορεία της νεαρής οικιακής βοηθού που ζει μαζί με τις κοπέλες και η οποία έχει μια ανεπιθύμητη κύηση που προσπαθεί να αποβάλλει. Στο πλευρό της όλες οι γυναίκες που εμφανίζονται στην ταινία εκτός από την αφεντικίνα, από την οποία και κρύβει την κατάστασή της. Μέσω αυτής της συμπληρωματικής ιστορίας περνάμε σε μία ακόμα πανίσχυρη σκηνή, απόρροια της αδυναμίας της κοπέλας να αποβάλλει. Τη σκηνή της έκτρωσης. Πόνος και αγάπη για τη ζωή σε μια σκηνή. Καθώς αποχωρίζεται το μωρό που μεγαλώνει στα σπλάχνα της κρατάει στην παλάμη της το δάχτυλο του μωρού της μαμής που την “εγχειρίζει”. Πόνος και αγάπη για τη δική της ζωή. Αυτήν που η ίδια επιλέγει να ζήσει. Φυσικά για ακόμα μια φορά είναι όλες μαζί. Δεν της συμπαραστέκονται απλώς. Την κοιτάζουν κατά τη διάρκεια της πράξης και πονάνε μαζί της. Αλλά δε σταματούν ούτε εκεί. Αποφασίζουν να αποτυπώσουν το σκηνικό σε καμβά. Γνωρίζοντας ότι η ιστορία αυτού του γυναικείου βιώματος αξίζει να αποτυπωθεί. Σαν μια υπενθύμιση του παρελθόντος, μια παραδοχή για το παρόν και μια αφιέρωση για το μέλλον. Η στιγμή που η γυναίκα αρνείται τον προκαθορισμένο από θεούς και πατριάρχες ρόλο της. Η ισχύς της επιλογής. Η ισχύς της μιας για την άλλη.
Όσο για τις ηρωίδες μας; Είναι τόσο καθηλωτικά πραγματικές που χωρίς να το συνειδητοποιείς ερωτεύεσαι τον έρωτα τους. Η εκπλήρωση της επιθυμίας τους όταν έρχεται είναι λυτρωτική. Το στήθος που φλέγεται, η ανάσα που βαραίνει από λαχτάρα, τα βλέφαρα που δεν κλείνουν για να μπορέσουν τα μάτια να χορτάσουν στον ύψιστο βαθμό την έλευση του άλλου. Το πρώτο φιλί. Αλλά και η αρχική αμφιβολία, η άρνηση και ο φόβος είναι αυτά που ακριβώς κάνουν την τελική αποδοχή ολοκληρωμένη και ειλικρινή. “Με ονειρεύτηκες;” “Όχι. Σε σκέφτηκα!”. Η ισχύς της ερωτικής φαντασίωσης, της συνειδητής επιλογής του άλλου, συνοδεύεται με την γνώση για το τι να κάνεις ακόμη κι αν είναι η πρώτη σου φορά. “Όλοι οι εραστές νιώθουν ότι εφευρίσκουν κάτι;”. Χαμόγελο, επαφή, εξερεύνηση και ναρκωτική ηδονή. Όλα από εκεί και πέρα είναι γνωστά. Ανόθευτος έρωτας όπως τον έχουμε (?) ζήσει. Να δίνεις νερό με το στόμα σου στον άλλο. Να μοιράζεσαι με κάποια άλλη αυτό που σας κρατά ζωντανούς και δοχείο να είναι τα χείλη σου. Πάθος και γυμνός ερωτισμός σε κάθε σκηνή χωρίς καμία ανάγκη απεικόνισης της σεξουαλικής πράξης.
Η ιστορία ολοκληρώνεται όπως ακριβώς και ο μύθος που εκστασιάζει τα τρία κορίτσια στις βραδινές τους συναθροίσεις. Ο Ορφέας γυρνά, κοιτάζει την Ευριδίκη και αυτή χάνεται. Αλλά όχι από ανυπομονησία. Αυτή επέλεξε να του το ζητήσει για να δημιουργήσει έτσι την ανάμνηση και αυτός επέλεξε να αποδεχθεί την πρόσκληση, επιλέγοντας έτσι την ποίηση.
Και η αναζήτηση δεν παύει ποτέ. Είναι πάντα εκεί και καίει σαν φλόγα. Σαν αυτή που τις άναψε. Σαν αυτή που τις έδεσε. Και μιλάνε και ας μην μιλάνε. Και πονάνε. Πονάνε τόσο πολύ. Τόσο βουβά και τόσο μόνες. Όπως συνηθίζεται να πονά η γυναίκα στο σύνολο της ανθρώπινης ιστορίας. Και όταν η Ελοϊζ δε μπορεί να ανασάνει κάτω από τους ήχους της καταιγίδας του Βιβάλντι, κι όταν το στήθος και η καρδιά της χτυπάνε έτσι που λες θα σταματήσουν, τα ποτάμια της επιθυμίας και της ανάμνησης δεν μπορούν να συγκρατηθούν πια και ρέουν με τη μορφή απλών πανέμορφων δακρύων. Και όμως στο τέλος χαμογελά. Γιατί έστω και για δέκα ημέρες επέλεξε. Γιατί έζησε.
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου σε καμία περίπτωση ικανό να βιώσω ή να ερμηνεύσω την ιστορία ή τα βιώματα της κοινότητας των γυναικών. Ένα κομμάτι μου ζηλεύει αυτό που είδε. Απλά ταινίες σα τη συγκεκριμένη τέτοιου ουσιώδους ριζοσπαστισμού είναι που μας βοηθούν να δηλώνουμε ότι βρισκόμαστε στο πλευρό των φεμινίστριών και να θέλουμε να βρισκόμαστε στο πλάι όλων αυτών των κοριτσιών και γυναικών που τα δίνουν όλα με τόσο εμψυχωτικό, θορυβώδη και αποφασιστικό τρόπο.