Υπάρχουν ταινίες που όταν βγαίνουν ο κόσμος συζητά πολύ για αυτές, προκαλούν αίσθηση, διαφωνίες, ανεβοκατεβαίνουν για καιρό στο box office, βλέπεις αφίσες, διαφημίσεις και σου λένε όλοι «να πας να το δεις» ή «ούτε να το σκέφτεσαι». Και είναι λογικό, ζούμε σε μια εποχή η οποία βαυκαλίζεται ότι κατέχει τον τίτλο της πιο πληροφορημένης. Και ειδικά όταν ένας άνθρωπος ασχολείται με ένα θέμα, όπως ο κινηματογράφος, ή για να είμαι πιο ακριβής οι ταινίες που διασκευάζουν graphic novels, που και επιτυχίες γίνονται και δε στερούνται πλέον καλλιτεχνικής αξίας, είναι εύκολο να ξέρει πάνω κάτω τι κυκλοφορεί.
Εκτός από τη περίπτωση του Scott Pilgrim Vs The World. Αυτό το τρομερά υποτιμημένο διαμαντάκι των comic-book movies, απέτυχε παταγωδώς να γίνει γνωστό, να δημιουργήσει θόρυβο γύρω από το όνομα του, και το χειρότερο, η πιο αδιανόητη αμαρτία που μπορεί να διαπράξει τέτοια ταινία… δεν έβγαλε λεφτά.
Φταίει όμως το ίδιο το Scott Pilgrim Vs The World; Πραγματικά όχι. Ναι εντάξει, παραδέχομαι ότι η ταινία δεν εφευρίσκει τον τροχό. Σίγουρα δεν είναι το μεγάλο (και τρομακτικά υπερεκτιμημένο) arty movie που ήταν το Hurt Locker της ίδια χρονιάς (2010), ούτε μια πολύ δυνατή κοινωνική ταινία όπως το The Blind Side. Και αν μιλάμε για θέαμα, να θυμίσω ότι την ίδια χρονιά είχε βγει το Avatar.
Ξεκαθάρισα τι δεν είναι το Scott Pilgrim Vs The World» Τι είναι όμως; Είναι μια εξαιρετική διασκευή σε ένα υπέροχο καναδικό comic, από τον Bryan Lee O’Malley, που παίζει με τη διαπολιτισμικότητα, θολώνει τα όρια μεταξύ θέσης και βάσης και αρνείται να οριοθετήσει τον εαυτό και το επίπεδο στο οποίο κινείται. Αντί αυτού τόσο τεχνικά όσο και νοηματικά, αλλά και πολιτισμικά κινείται σε πολλαπλούς άξονες, αξιοποιώντας πλήρως τη πολυμεσική του καταγωγή.
Εάν θέλει κάποιος να δει το Scott Pilgrim Vs The Worl» πρέπει να καταλάβει ότι ουσιαστικά δε πρόκειται για μια ταινία. Είναι σαν να βλέπεις ένα video game, ή να περνάς γρήγορα από μπροστά σου τις εικόνες ενός comic, δημιουργώντας τα δικά σου κινούμενα σχέδια, που φυσικά αγνοούν τους περιορισμούς τους και σπάνε αυθαίρετα τον 4ο τοίχο. Αυτή η ελευθερία να αξιοποιεί όλα τα μέσα και όλων των ειδών τις αφηγήσεις, από αυτή του παντογνώστη αφηγητή που μας έχει η λογοτεχνία, έως το προσωπικό βίωμα, είναι ουσιαστικά καθιστά το Scott Pilgrim Vs The World μια ιδιαίτερη ταινία.
Η πολυμεσικότητα δε μένει στο επίπεδο δομής. Δίνεται και στη κινηματογραφία. Η αίσθηση του comic προσομοιώνεται από τη φρενιασμένη ταχύτητα του μοντάζ και τα πολλαπλά πλάνα που ταυτόχρονα ζητούν τη προσοχή του θεατή, αλλά και από τη σχετικότητα του χωροχρόνου της ταινίας. Επίσης ο σκηνοθέτης Edgar Wright, έμπειρος σε φρενιασμένες ταινίες όπως η τριλογία Κορνέτο, δεν έχει διστάσει να βάλει όλα τα εικονογραφικά εφέ που έχουμε συνηθίσει στα comic , από συννεφάκια που δηλώνουν από σκέψη μέχρι και ήχους και τα χρησιμοποιεί αφειδώς στις σκηνές δράσεις της ταινίας. Με παρόμοιο τρόπο δίδεται και η οπτική του video game, η οποία αντικαθιστά και τη λογική της κλασσικής αφηγηματικής πλοκής. Έτσι δεν έχουμε σκηνές, αλλά πίστες, αντιπάλους αντί για προβλήματα και exp αντί για εμπειρία που χρησιμοποιεί ο ήρωας για να λύσει τα ηθικά του θέματα. Ή να νικήσει το θάνατο.
Η αισθητική της ταινίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κωμικά σουρεαλιστική ή και παιδική. Αυτό για μένα είναι προτέρημα. Είναι το μόνο μέσο που θα επέτρεπε στη πολύπλοκη και πολυμεσική της υπόσταση να υπάρξει. Μόνο που αυτή η κωμωδία δεν απευθύνεται στο κοινό ως στόχος, αλλά ως μέσο και αυτή. Το μέσο που επιτρέπει στο σκηνοθέτη να πειραματιστεί με κάτι που όλοι γνωρίζουμε πλέον και να μας παραδώσει κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί. Σαν να λέει «έλα, πλάκα κάνω» και να εννοεί κάθε λέξη.
Ναι, μπορεί να μην ξεκαθαρίζονται ποτέ ιδιαίτερες πληροφορίες όπως για παράδειγμα, τι δουλεία κάνουν ο Scot και οι φίλοι του όταν δε κάνουν πρόβα για τη μπάντα τους, ή πως γίνεται ο Scot να έβγαινε με μια διάσημη τραγουδίστρια, όμως ποιος νοιάζεται;
Δεν έχω αναφερθεί ιδιαίτερα στη πλοκή γιατί είναι πολύ απλή και χωρίς πολλές εκπλήξεις με εξαίρεση ίσως το τέλος. Φυσικά ότι του λείπει σε γενική πλοκή το αναπληρώνει πλήρως σε στοιχεία δομής, ύφους, αλλά και ερμηνειών. Ο Michael Cera στο πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ο αξιαγάπητος άντρας που ποτέ δε μεγάλωσε, το ίδιο δηλαδή που είναι κάθε ταινία του. Προσωπικά πιστεύω πως αυτή είναι και η δύναμη αυτού του ηθοποιού. Μπορεί να μη ξεφεύγει ποτέ από τη μανιέρα του, διαθέτει όμως μια εξαιρετική λειτουργικότητα και δε τον εμποδίζει να κινείται άνετα στο κλίμα της ταινίας, αντίθετα ενισχύει την άνεση και την εκφραστικότητα του. Στο ρόλο της Ramona Flowers, του κοριτσιού που κέρδισε τον έρωτα του (μας), είναι η Mary Elizabeth Winstead.
Επίσης ο Jason Schwartzman («The Grand Budapest Hotel») εμφανίζεται ως ο κύριος κακός στη ταινία, και είναι εύκολα ο πιο αστείος ηθοποιός σε όλη τη ταινία. Πράγμα εύκολο για έναν πραγματικά γνήσιο και εξαιρετικό κωμικό ηθοποιό.
Και το καστ που τους πλαισιώνει όμως δεν καθόλου αμελητέο ή απλά συνοδευτικό. Ο Kieran Culkin («Igby Goes Down») στο ρόλο του πάνσοφου συγκατοίκου του Cera δίνει πραγματικά μια ανθρώπινη και ώριμη εικόνα, αντιθετική στη παιδική ανευθυνότητα του Cera, και εν μέρει τον βοηθά να αντιμετωπίσει τις ευθύνες του. Από την άλλη η Ellen Wong ως απατημένη φιλενάδα βάζει τα δυνατά της και καταφέρνει να δώσει στο τέλος ένα άρωμα αγωνίας.
Τελικά, το Scott Pilgrim Vs The World είναι δείγμα ενός ενδιαφέροντος κινηματογράφου, που παίρνει το θέμα comic book movie στα σοβαρά και όχι απλά σαν μια δικαιολογία για να πετάξει εφέ στο πρόσωπο των θεατών και να βγάλει εύκολα χρήματα. Εύχομαι πραγματικά να δούμε περισσότερες ταινίες σαν αυτό στο μέλλον, αν και για να γίνει αυτό πρέπει να το δουν και περισσότεροι άνθρωποι…