H γνωμη του Ουμπέρτο Έκο για τη μαζική κουλτούρα και τους κριτικούς της

admin Από admin 8 Λεπτά Ανάγνωσης

Ο Eco γεννήθηκε στις 5 Γενάρη, στην Αλεσσάντρια του Πιεμόντε το 1932.  Μετά τις πιέσεις του πατέρα του, πήγε να σπουδάσει Νομική στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο, αλλά εγκατέλειψε αυτόν τον τομέα και ακολούθησε σπουδές Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Έγινε διδάκτορας Φιλοσοφίας το 1954.

umberto (1)

Μετά τις σπουδές άρχισε την ενασχόλησή του με τη δημοσιογραφία και, παράλληλα, δέχθηκε την θέση του Διευθυντή Πολιτιστικού Προγράμματος στην Κρατική Ιταλική Τηλεόραση (RAI). Αυτή η θέση του έδωσε την ευκαιρία να δει την κοινωνία μέσα από τα μάτια των ΜΜΕ.

Λίγο αργότερα έγινε γενικός επιμελητής του μη λογοτεχνικού τομέα του εκδοτικού οίκου Bompiani στο Μιλάνο και άρχισε να γράφει τη στήλη «Diario Minimo» («ελάχιστο ημερολόγιο») στην εφημερίδα «Il Verri». Μέσα από τη στήλη αυτή οι απόψεις του για την γλωσσολογία και την κοινωνική πραγματικότητα μπήκαν στα σπίτια των Ιταλών.

V-for-Vendetta-Moore-Lloyd-Warrior-1

Από το 1962 ως το τέλος του 1970 ο Ecο ανέπτυξε τη δική του θεωρία στη σημειολογία. Το 1965 εξελέγη καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και το 1966 μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου και έγινε καθηγητής της Σημειολογίας στο εκεί πολυτεχνείο. Το ακαδημαϊκό του ενδιαφέρον άρχισε να στρέφεται στις πολιτιστικές μελέτες και άρχισε να ερευνά τον ρόλο της γλώσσας και της λογοτεχνίας στην κοινωνία, καθώς και την επίδραση της κοινωνίας στη λογοτεχνία και τη γλώσσα. Το 1971 το Πανεπιστήμιο της Μπολόνια του προσέφερε τη θέση του Τακτικού Καθηγητή της Σημειολογίας.

Οι μεγάλες αλλαγές που έφερε η δεκαετία του 1970 στην ιταλική κοινωνία επηρέασαν και τα γραπτά του Ουμπέρτο Έκο. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει μυθιστορήματα (Το όνομα του Ρόδου – 1980, Το Εκκρεμές του Φουκώ – 1988, Το νησί της προηγούμενης μέρας – 1994, Μπαουντολίνο – 2001, Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα – 2006, Το κοιμητήριο της Πράγας – 2010, Το φύλλο μηδέν- 2015). Όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα «Το όνομα του Ρόδου», οι εκδότες του υπολόγιζαν τις πωλήσεις γύρω στα 30.000 αντίτυπα. Δεν φαντάζονταν ποτέ τις πωλήσεις 9.000.000 αντιτύπων που σημείωσε τελικά το βιβλίο παγκοσμίως, κάνοντας τον συγγραφέα γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.

w638npzp3crmuvdsztmi

Ωστόσο εμάς ο Umberto Eco μας ενδιαφέρει και για τις απόψεις του για την μαζική κουλτούρα.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα  από τη συλλογή κειμένων “Η κουλτούρα των μέσων”, εκδόσεις Αλεξάνδρεια

Οι κατηγορίες εναντίον της μαζικής κουλτούρας, όταν υποστηρίζονται από οξυδερκείς και προσεκτικούς συγγραφείς, έχουν διαλεκτική λειτουργία μέσα σε μια συζήτηση για το φαινόμενο. Έτσι οι λίβελλοι κατά της μαζικής κουλτούρας μπορούν να διαβαστούν και να μελετηθούν ως ντοκουμέντα που θα πρέπει να συμπεριληφθούν σε μια ολόπλευρη έρευνα , λαμβάνοντας υπόψη όμως τα διφορούμενα που συχνά βρίσκονται στη βάση τους.

 Ουσιαστικά, η πρώτη τοποθέτηση ενάντια σε αυτό το πρόβλημα έγινε από τον Νίτσε, που εντόπισε την “ιστορική ασθένεια” και μία από τις περίοπτες μορφές της, τη δημοσιογραφία. Μάλιστα, ο Γερμανός φιλόσοφος είχε ήδη μέσα του το σπέρμα του πειραματισμού που ενυπάρχει σε κάθε τέτοια πολεμική : τη δυσπιστία απέναντι στον εξισωτισμό, στη δημοκρατική άνοδο των μαζών, στο λόγο που εκφέρεται από τους αδύναμους και για τους αδύναμους, στο σύμπαν που δεν δομείται στα μέτρα του υπερανθρώπου αλλά του κοινού ανθρώπου. Πιστεύουμε ότι η ίδια ρίζα τροφοδοτεί την πολεμική του Ορτέγκα υ Γκασσέτ και δεν θα ήταν άσκοπο, στα θεμέλια της αποστροφής για τη μαζική κουλτούρα, να ψάξουμε για μια αριστοκρατική ρίζα, μια περιφρόνηση που μόνο φαινομενικά στρέφεται εναντίον της μαζικής κουλτούρας, ενώ στην πραγματικότητα στοχεύει τις μάζες και μόνο φαινομενικά διακρίνει ανάμεσα στη μάζα ως αγελαία ομάδα και τη μάζα ως κοινότητα ατόμων υπεύθυνων για τον εαυτό τους, απαλλαγμένων από τη μαζικοποίηση και την αγεληδόν αφομοίωση : διότι στο βάθος υπάρχει πάντα η νοσταλγία μιας εποχής κατά την οποία οι πολιτιστικές αξίες αποτελούσαν ταξικό κληροδότημα και δεν διετίθεντο αδιακρίτως σε όλους.

36465-1

Όμως δεν μπορούμε να συμπεριλάβουμε σε αυτό το ρεύμα όλους τους κριτικούς της μαζικής κουλτούρας. Αφήνοντας τον Αντόρνο, που οι θέσεις του είναι τόσο γνωστές ώστε δεν χρειάζεται να τις επεξηγήσουμε, ας σκεφτούμε όλη εκείνη τη στρατιά των Αμερικανών ριζοσπαστών που διεξάγουν σφοδρή πολεμική ενάντια σε κάθε στοιχείο μαζικοποίησης του κοινωνικού σώματος στη χώρα τους ·η κριτική τους είναι αναμφίβολα προοδευτική στις προθέσεις της και η δυσπιστία τους απέναντι στη μαζική κουλτούρα είναι δυσπιστία απέναντι σε μία μορφή πνευματικής εξουσίας ικανής να οδηγήσεις τους πολίτες σε κατάσταση αγελαίας υποταγής. γόνιμο έδαφος για οποιαδήποτε αυταρχική περιπέτεια. Ένα τυπικό παράδειγμα είναι ο Ντουάιτ Μακντόναλντ, ο οποίος κατά τη δεκαετία του ’30 έλαβε θέσεις τροτσκιστικές και κατόπιν φιλειρηνικές και αναρχικές. Η κριτική του αντιπροσωπεύει μάλλον την πιο ισορροπημένη θέση μέσα στο πλαίσιο αυτής της πολεμικής  και ως τέτοια πρέπει να αναφερθεί(…) [Ακολουθώντας την] δεν προσάπτει κανείς στη μαζική κουλτούρα τη διάδοση προϊόντων χαμηλού επιπέδου και μηδαμινής αισθητικής αξίας (όπως θα μπορούσαν να είναι ορισμένα κόμικς ή τα πορνογραφικά περιοδικά ή τα τηλεκουίζ)·προσάπτει στη μεσολατρία (midcult) την “εκμετάλλευση” των ανακαλύψεων της πρωτοπορίας και τον “εκχυδαϊσμό” τους καθώς καταντούν καταναλωτικά υλικά. Κριτική που βρίσκει το στόχο της και μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί πολλά προϊόντα που εμπορικά έχουν πέραση, μολονότι επιδεικνύουν μια εξωτερική στιλιστική ευπρέπεια, τελικά είναι ψεύτικα · πρόκειται όμως για μία κριτική που τελικά αντανακλά μια αμετάκλητη αριστοκρατική αντίληψη για την καλαισθησία. Πρέπει άραγε να παραδεχθούμε ότι μια στυλιστική λύση είναι έγκυρη μόνο όταν αντιροσωπεύει μια ανακάλυψη που έρχεται σε ρήξη με την παράδοση και επομένως τη συμμερίζονται μόνο λίγοι εκλεκτοί;

on-ugliness

Και αν το παραδεχθούμε κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που αυτό το στυλιστικό στοιχείο καταφέρνει να εισαχθεί σε ένα ευρύτερο κύκλωμα και να εισχωρήσει σε ένα πλαίσια, χάνει εκ των πραγμάτων όλη τη δύναμη του ή αποκτά νέα λειτουργία; Στο μέτρο που αποκτά μία λειτουργία, είναι άραγε μοιραία αρνητική, οπότε και το στυλιστικό στοιχείο χρησιμεύει μόνο για να μεταμφιεστεί κάτω από ένα επίχρισμα μορφολογικών καινοτομιών μια κοινότοπη στάση, ένα σύμπλεγμα από ανενεργές και σκληρωτικές ιδέες, γούστα και συναισθήματα;

umbertoeco

Ανοίγεται έτσι εδώ μια σειρά προβλημάτων που όταν τεθούν σε θεωρητικό επίπεδο θα πρέπει να υποβληθούν σε ένα σύνολο συγκεκριμένων επαληθεύσεων. Όμως, μπροστά σε ορισμένες τοποθετήσεις, γεννιέται η υποψία ότι ο κριτικός αναφέρεται διαρκώς σε ένα ανθρώπινο πρότυπο που έστω και αν δεν το ξέρει, είναι ταξικό : και είναι το πρότυπο του καλλιεργημένου και στοχαστικού ευγενούς της Αναγέννησης, που μια δεδομένη οικονομική συνθήκη του επιτρέπει να καλλιεργήσει με ερωτική προσήλωση τις εσωτερικές του εμπειρίες προφυλάσσοντας τες από τις εύκολες ωφελιμιστικές προσμίξεις και εγγυώμενος ζηλότυπα την απόλυτη αυθεντικότητα τους. Όμως ο άνθρωπος του μαζικού πολιτισμού δεν είναι πια αυτός. Καλύτερος ή χειρότερος, πάντως είναι άλλος και άλλοι θα πρέπει να είναι οι δρόμοι της διαμόρφωσης και της σωτηρίας του. Ένα από τα καθήκοντα μας είναι τουλάχιστον να τους εντοπίσουμε.

Και αυτό το 1964…

Μοιραστείτε το Άρθρο