Όπως σε κάθε πόλεμο, έτσι και στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον επονομαζόμενο και Μεγάλο Πόλεμο, εκείνοι που ως επί το πλείστο βρίσκονται στη δίνη του πολέμου είναι οι μη έχοντες δύναμη. Ειδικά στην περίοδο του Α’ ΠΠ όπου ακόμα οι μεγάλες αυτοκρατορίες βρίσκονταν σε ισχύ, με τις αποικίες να τους ανήκουν ακόμα, ήταν πολλοί οι στρατιώτες που βρέθηκαν μακριά από το σπίτι τους για να πολεμήσουν για μία πατρίδα που δεν ήταν καν δική τους.
Ο Γάλλος σενεγαλέζικης καταγωγής Νταβίντ Ντιοπ (1966), στο τρίτο του βιβλίο με τίτλο Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα (εκδόσεις Πόλις, 2019) δημιουργεί τον κεντρικό χαρακτήρα και αφηγητή Αλφά Νταγιέ, θέτοντας την ιστορία του την περίοδο που ο Α’ ΠΠ βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.
Ο Αλφά Νταγιέ είναι ένας νεαρός Σενεγαλέζος ο οποίος αποτελεί ένας από τους χιλιάδες δυτικοαφρικανούς που στρατολογήθηκαν -εθελοντικά ή μη- από τα γαλλικά στρατεύματα. Ο Αλφά και ο αδελφικός του φίλος, που είχε πιο πάνω και από αδερφό, Μαντέμπα Ντιοπ, είναι από εκείνους που επέλεξαν από μόνοι τους να στρατολογηθούν με την ελπίδα να λάβουν τη γαλλική ιθαγένεια και να έχουν ένα καλύτερο μέλλον εφόσον γλιτώσουν από τον πόλεμο.
Η ιστορία στην ουσία ξεκινάει μετά από έναν θανάσιμο τραυματισμό του Μαντέμπα, ο οποίος παρακαλάει τον Αλφά να βάλει ένα τέλος και να τον σκοτώσει ώστε να γλιτώσει από τον πόνο. Ο Αλφά αρνείται πεισματικά για να μην πάει κόντρα στους θεϊκούς νόμους και τελικά ο Μαντέμπα πεθαίνει μετά από πολύ μεγάλη ταλαιπωρία και πόνο. Οι τύψεις που δεν έκοψε τον πόνο του φίλου του, που είχε πιο πάνω από αδερφό, αρχίζουν να κατακλύζουν τον Αλφά που, όντας μέσα στην καρδιά του πολέμου, αρχίζει σταδιακά να γίνεται βίαιος και να επιτίθεται ακόμα και μόνος του τα βράδια στον εχθρό με τα γαλάζια μάτια.
Στο πρώτο μέρος ο Νταβίντ Ντιοπ περιγράφει με έντονο ρεαλισμό τη βαρβαρότητα του πολέμου, χρησιμοποιώντας όμως μια έντονα λυρική και ποιητική γλώσσα που κάπως μετριάζει την ωμότητα των εικόνων. Με τον συγκεκριμένο τρόπο γραφής ο συγγραφέας εμφανίζει σταδιακά τον τρόπο με τον οποίον οι τύψεις του Αλφά μετατρέπονται σε δαίμονες και τον οδηγούν στην τρέλα, φτάνοντας έτσι στο δεύτερο κομμάτι του βιβλίου.
Ο Αλφά πλέον αρχίζει και περιγράφει τις ρίζες του στη Σενεγάλη, μιλάει για τον πατέρα του, τη μητέρα του, τους φίλους και τα πρώτα του ερωτικά σκιρτήματα. Όλα αυτά παρουσιάζονται ακριβώς με την ίδια γλώσσα όπως και οι μάχες στα χαρακώματα, κάνοντας εμφανές πως ο Αλφά έχει μπει σε μία δίνη που δε γίνεται να ξεφύγει.
Συνολικά ο Νταβίντ Ντιοπ παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα στο οποίο καταφέρνει είτε έμμεσα είτε άμεσα να θέσει πολλούς και διαφορετικούς προβληματισμούς. Στην περίοδο του Α’ ΠΠ, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ήταν πάρα πολλοί οι Αφρικανοί που στρατολογήθηκαν για να πολεμήσουν για την Γαλλία, κοντά στους 600.000 όπως λένε κάποιες πηγές. Αυτοί οι στρατιώτες είτε στρατολογήθηκαν με την βία, όπως έγινε στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, είτε μπήκαν εθελοντικά στον στρατό έχοντας ως στόχο ένα καλύτερο μέλλον που θα τους εξασφάλιζε μια πιθανή γαλλική υπηκοότητα, όπως συνέβη με τον Αλφά και τον Μαντέμπα στην ιστορία αυτή. Παρόλα αυτά, μέσα από τους λευκούς χαρακτήρες του βιβλίου, ο Ντιοπ περιγράφει τον ρατσισμό που υφίσταντο όλοι εκείνοι οι στρατιώτες, με τους πρώτους να τους θεωρούν αγρίμια έως και κανίβαλους, και ας αναγκάστηκαν να πολεμήσουν για μία πατρίδα που δεν είχαν δει ποτέ, δεν ήξεραν τη γλώσσα της και εν τέλει δεν ήταν καν δική τους.
Επιπροσθέτως, μέσω του Αλφά ο Ντιοπ θέτει όλα εκείνα τα συναισθήματα που δημιουργεί η παρουσία σε μία εμπόλεμη κατάσταση. Η σταδιακή οδήγηση του Αλφά στην τρέλα, πέρα από τα λεγόμενά του, παρατηρείται κυρίως μέσα από τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Ντιοπ. Ο Αλφά παρατηρείται να μιλάει σα να βρίσκεται σε παραλήρημα στην πλειοψηφία των περιπτώσεων χρησιμοποιώντας πολλές και συχνές επαναλήψεις. Μιλάει για τις ενοχές του που δεν βοήθησε τον Μαντέμπα ενώ την ίδια στιγμή αναφέρεται στο αίσθημα καθήκοντος που έχει ως στρατιώτης σε έναν πόλεμο που δεν είναι δικός του. Ο πόλεμος ο δικός του είναι ενάντια στους δαίμονες που έχουν φυτρώσει μέσα του και τον οδηγούν σε παρόμοια μονοπάτια με τον Τρελό του Νικολάι Γκόγκολ.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στην εξαιρετική μετάφραση της Αλεξάνδρας Κωσταράκου και ιδίως στο επίμετρο της Έφης Γαζή, όπου ορισμένα θολά σημεία του βιβλίου, εξηγούνται κατατοπιστικότατα.
Εν κατακλείδι, ο Νταβίντ Ντιοπ με το βιβλί0 του Τη νύχτα όλα τα αίματα είναι μαύρα παρουσιάζει ένα μυθιστόρημα το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί σωστά ως ένα αντιπολεμικό έργο, ειδικότερα όμως είναι ένα έργο που καυτηριάζει επίσης θέματα όπως οι συνθήκες στις κοινότητες της Αφρικής και ο ρατσισμός. Αποδεικνύοντας εν τέλει πως ο θάνατος και η τρέλα δεν είναι καθόλου ρατσιστές.