Γράφει ο Χρήστος Σκυλλάκος για toPeriodikoGR
Μικρό κινηματογραφικό γεγονός η κάθε νέα ταινία του Παντελή Βούλγαρη σίγουρα δεν είναι. Κοντοστέκεται ο κόσμος στις αφίσες των ταινιών του και πάντα συλλογίζεται. Έχει κατακτήσει μια τέτοια θέση στον ελληνικό κινηματογράφο πως αυτό που θα «πει» θα είναι κάτι αρκετά σημαντικό για τον ίδιο. Πως τον αφορά. Και όντως το κάνει. Γιατί ο Βούλγαρης επιδιώκει σχεδόν πάντα να συνομιλήσει με την ιστορία, να συνομιλήσει μέσα από ένα πολιτικό – και όχι αφηρημένο – πρόσημο σπάνια αυτοαναφορικό. Ταυτόχρονα είναι ένας σκηνοθέτης που απευθύνεται μαζικά.
«Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος.»
Εκείνος ο Μάης του 1944 εμπεριείχε ένα τεράστιο αντίκτυπο στην συλλογική μνήμη του λαού. Ήταν και αυτό: Πρωτομαγιά. Να σε εκτελούν Πρωτομαγιά. Την μέρα που γιορτάζεις την ύπαρξη σου. Μια συστατική μέρα της ιδιότητας σου. Αυτή ίσως η τραγική ειρωνεία ή σωστότερα το πιο χυδαίο δείγμα της ναζιστικής φρικαλεότητας ανύψωνε την σημασία αυτής της ημέρας σε ύψη ακατάκτητα. Επίσης και αυτός ο αριθμός. Στρογγυλός. Διακόσιοι. Δείγμα πολιτικού σχεδιασμού, βερμπαλισμού αντιποίνων με στόχο την καταρράκωση κάθε σκέψης για οποιαδήποτε λαϊκή προσπάθεια. 1η Μάη του 1944, Καισαριανή, 200 κομμουνιστές εκτελεσμένοι. Δεν είναι κάτι το βολικά εκμεταλλεύσιμο για εικονοστάσι, είναι μια γραμμή αίματος ιστορικής κλίμακας και ένας αλέκιαστος συμβολισμός. Αναπαριστά σε μια ημερομηνία, σε ένα αριθμό το φόβο του τυράννου μπρος στην ανθρώπινη υπεροχή. Κι σε αυτό ακριβώς το σημείο, ο καθένας παίρνει τις αποφάσεις του. Μια τέτοια είναι και η απόφαση του Παντελή Βούλγαρη και της Ιωάννας Καρυστιάνη.
Σύγκρουση αξιών και ιδανικών. Αυτή είναι η απόφαση. Να αναδειχθεί με κάθε τρόπο (ακόμη και με αφηγηματικά υπερβάλλουσα χρήση της κινηματογραφικής συγκίνησης που δεν συμφωνούμε πλήρως) ακριβώς αυτό. Μια σύγκρουση που είναι ταυτοχρόνως πολυεπίπεδα σύγχρονη. Ακεραιότητα, υποδειγματική αξιοπρέπεια, ηθική πέρα από τα πλαστά θεσμοθετημένα ήθη, αγάπη για την ζωή, συλλογικότητα και ανεπιτήδευτη συντροφικότητα. Ναπολέων Σουκατζίδης και οι υπόλοιποι 199 μελλοθάνατοι. Από την άλλη: απανθρωπιά, εξουσία, ιεραρχία, χυδαίος ατομισμός, βασανιστήρια επιβολής, ύπουλος προσεταιρισμός, δολοφονικές επιδιώξεις και δολοφονικά χαμόγελα. Σύγκρουση δηλαδή μιας ανθρώπινης ιδεολογίας, μιας ιδεολογίας που σε «ανθρωπίζει» με τον ναζιστικό έκτρωμα. Αυτό το δίπολο. Ένα δίπολο υπαρκτό τότε, υπαρκτό και τώρα. Ιδεολογική διαπάλη λέγεται και ας τον φοβάται ο δημόσιος λόγος, ωσάν το διάολο. Δείτε πώς οι φασίστες φωτογραφίζονται μπροστά στα ελληνικά μνημεία εξυβρίζοντάς τα και δείτε πώς οι κομμουνιστές «φωτογραφίστηκαν» στα χρόνια που ήρθαν. Διαφορές μεγέθους. Και αν μοιάζουν πασιφανείς, αναμφισβήτητες, τετριμμένες ίσως, δεν είναι καθόλου έτσι. Οι ναζί είναι ένα από τα πολλά ονόματα και προσωπεία της εξουσίας. Οι διακόσιοι, ένα από τα πολλά θύματα της απαράλλακτης και αέναης ροής ανθρώπων που την εναντιώνεται. «Αφού με καταλαβαίνεις! Γιατί κάνεις ότι δεν με καταλαβαίνεις;» με λίγα λόγια. Αυτή η απεύθυνση ακούγεται στην ταινία. Αυτή η απεύθυνση είναι για τον καθένα μας που μπορεί να σκεφτεί να λειάνει την αιχμηρή πραγματικότητα.
Η ταινία ξεχειλίζει από ανθρωπιά. Εξάλλου ο Βούλγαρης συνηθίζει να εξυψώνει το ανθρώπινο στοιχείο, να εσωτερικεύει στους χαρακτήρες μέσω της δραματουργίας – ως ιδιότητα προφανώς ενός συνόλου – ιεραρχώντας το πάντα σε πρώτο πλάνο σε σχέση με την ιδεολογική αναφορά και την ιστορικότητα των θεμάτων του. Το σίγουρο είναι πως κανείς δεν μπορεί να του χρεώσει αναισθησία. Τα κοντινά πλάνα στους διακόσιους είναι ευαισθησία. Πλάνα που εξάγουν την ανθρώπινη ιδιότητα και όχι την «υπερηρωικότητα» – ο Σουκατζίδης ευτυχώς που δεν είναι υπερήρωας και το φυσικό και λογικό φόβο μπρος στον θάνατο, τον φόβο αυτόν τον κατέχει. Φόβο ναι. Προσκύνημα ουδέποτε -. Η ταινία εξαίρει την αγάπη για το χώμα που πατάνε, για την γυναίκα που ονειρεύονται, για τον λαό που τιμούν. Και προπάντων δεν θρηνεί. Η όλη πορεία των μελλοθανάτων μέσα στα κελιά και στο προαύλιο του στρατοπέδου είναι μια μόνιμη γιορτή. Τραγική, βάναυση, σκληρή μα μια ανυπότακτη, λαϊκή – βαμμένη στα χρώματα της παράδοσης – γιορτή. Να γιατί συγκινεί σε υπερμεγέθη βαθμό. Αν και αντίφαση, αν και φαινομενικά παράδοξο η πολιτική πάλη, το παρελθόν και η επερχόμενη «μοίρα» των διακοσίων κάνει την επιλογή του θανάτου να μοιάζει με μια λογική ενέργεια. Και έτσι η στάση τους μας φαίνεται τόσο θαυμάσια και τόσο οικεία. Αυτό συγκινούσε τότε, συγκινεί και τώρα. Δεν εκφράζουμε συμπόνοια. Εκφράζουμε θαυμασμό. Είναι 1η Μάη του 1944. Τα μεγάφωνα του στρατοπέδου αρχίζουν να ανακοινώνουν τα ονόματα, και τα διακόσια το ένα μετά το άλλο, ο λαός χάνει το ένα μετά το άλλο του παιδί, το έναν μετά τον άλλο φορέα ανθρωπιάς… «Από τον γιο μου θα την φάτε, κουφάλες!» θα ακούσουμε. Μια δήλωση αξιοπρέπειας. Λαϊκή. Λεβέντικη. Αυθεντική. 200 εκτελεσμένοι κομμουνιστές. Αυτή είναι η υπογραφή.
Η ιστορία δεν επινοείται στα μέτρα κανενός. Η Καρυστιάνη, ως σεναριογράφος του «τελευταίου σημειώματος» θα δηλώσει: «Ευλογημένη η τέχνη. Δεν είναι πτυχίο ή μεταπτυχιακό ιστορίας. Το σινεμά δεν είναι εκπαιδευτικό ίδρυμα. Η οθόνη δεν είναι μαυροπίνακας. Υπάρχουν βιβλία για να μάθουμε ιστορία. Το σινεμά αγγίζει το συναίσθημα.» Και ναι, αυτό κάνει. Επίκληση στο συναίσθημα. Αλλά «δεν θολώνει το νόημα του έργου» όπως δήλωνε ο Μπρεχτ. Εξάλλου, χοντρόπετσοι δεν είμαστε. Μήτε ουδέτεροι. Μήτε κονδυλοφόροι με πρόσχημα την όποια αντικειμενικότητα. Αγαπάμε την τέχνη γιατί αγαπάμε την ειλικρινή έκφραση και ανάγκη του λαού για ελευθερία. «Μόνον θυμηθείτε το: αν η ελευθερία δεν βαδίσει στα χνάρια του αίματός μας, εδώ θα μας σκοτώνουν κάθε μέρα. Γεια σας.»*
*Γιάννης Ρίτσος