Όλα ξεκινούν με ένα χτύπημα σε μια πόρτα, μια βροχερή νύχτα: όταν η Άιλις ανοίγει, θα δει αστυνομικούς της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας Γκάρντα, του ειδικού αστυνομικού σώματος που έχει συσταθεί από το κόμμα που ανέλαβε πρόσφατα την κυβέρνηση της Ιρλανδίας. Ψάχνουν τον άντρα της, Λάρι, συνδικαλιστικό στέλεχος στο σωματείο των δασκάλων, και όταν εκείνος πηγαίνει στο τμήμα του ανακοινώνουν πως έχουν διατυπωθεί κατηγορίες εις βάρος του. Σύντομα, ο Λάρι θα εξαφανιστεί, όπως και πολλοί ακόμα γύρω τους, όσο η αστυνομική βία, οι αναίτιες συλλήψεις, ακόμα και οι εκτελέσεις, γίνονται όλο και συχνότερα φαινόμενα. Η Άιλις προσπαθεί να βγάλει νόημα από μια κοινωνία υπό κατάρρευση, να προστατεύσει τα τέσσερα παιδιά της και να λάβει τη σημαντικότερη απόφαση όλων: να μείνει ή να φύγει;
Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ιρλανδού Paul Lynch, το οποίο βραβεύθηκε με το Booker 2023, ανήκει στο είδος του ρεαλιστικού δυστοπικού μυθιστόρηματος: ο Lynch εκθέτει τα δομικά στοιχεία μιας απολυταρχίας εν τη γενέσει της, όλους τους τρόπους που η εξουσία σταδιακά, σχεδόν ανεπαίσθητα στην αρχή, επεμβαίνει στη συλλογική αντίληψη, αφαιρεί σιγά σιγά ελευθερίες και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, εγκαθιδρύει τον αυταρχισμό και την καταστολή. Μυστική αστυνομία με ολοένα αυξανόμενες εξουσίες, αναίτιες συλλήψεις, περιστολή συνταγματικών δικαιωμάτων στο όνομα κάποιου δήθεν νόμου έκτακτης ανάγκης, αστυνομική βία – οι πολίτες παραμένουν εφησυχασμένοι, «υπάρχουν νόμοι», βαυκαλίζονται, αισθάνονται ακόμα προστατευμένοι εντός του πλαισίου της αστικής δημοκρατίας, όσο παρατηρούν αμέτοχοι τα δικαιώματά τους να καταλύονται ένα προς ένα. Το δίκαιο διαμορφώνεται και αποκρυσταλλώνεται από τους ισχυρούς, την κρατική εξουσία, και τα ανθρώπινα δικαιώματα που θεωρούνται κεκτημένα, ένα σταθερό υπέδαφος ισονομίας και ασφάλειας, υποχωρούν σαν κινούμενη άμμος, στην οποία οι πολίτες βουλιάζουν άπραγοι.
Τόπος δράσης η σύγχρονη Ιρλανδία, ένα κοινωνικοπολιτικό τοπίο όχι μακριά από το πραγματικό, αυτό μιας χώρας διαχρονικά διχασμένης και εμπόλεμης. Ο Lynch ξαναδιαβάζει το αιματηρό πολιτικό παρελθόν της χώρας του, στοχάζεται πάνω στην ιστορική παρακαταθήκη των εμφυλίων της και ξαναγράφει την ιστορία της, ως μια επείγουσα υπόμνηση, ότι η δυστοπία μπορεί να βρίσκεται ένα χτύπημα στην πόρτα μακριά. Σχολιάζει την πολιτική ουδετερότητα των γειτόνων ευρωπαϊκών χωρών, που παραμένουν αμέτοχες παρά την ειδησεογραφική κάλυψη σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σε όλους μας: πόσους πολέμους, πόσες γενοκτονίες, πόσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας επιτρέπουμε καθημερινά να τελεστούν δίχως καν να βλεφαρίσουμε, πόσο απέχει τελικά η πραγματικότητα από τη μυθοπλασία; Στοχευμένα μεταφέρει τη δράση όχι σε μια, πολιτισμικά απώτερη, χώρα της Μέσης Ανατολής, αλλά σε μια ευρωπαϊκή, για να μας υπενθυμίσει πως η εξάλειψη των ατομικών ελευθεριών, η καταπίεση και ο αυταρχισμός, ο θάνατος και το σκοτάδι, είναι πολύ εγγύτερά μας από όσο νομίζουμε, όσο τα δημοκρατικά εχέγγυα της Δύσης καταρρέοουν.
Η πρόζα του είναι άμεση και προφορική, ο ρυθμός τεταμένος, οι διάλογοι συνεχείς και εντασσόμενοι στον βασικό κορμό της τριτοπρόσωπης αφήγησης ως οργανικό κομμάτι της, δίχως εισαγωγικά και διαχωρισμό σε παραγράφους: ο αναγνώστης μεταφέρεται πλήρως στο κλίμα αγωνίας και τρομοκρατίας, η πρόζα του Lynch τον ρουφά σαν δίνη. Ο Lynch γράφει ένα πολιτικό θρίλερ γεμάτο ένταση και σασπένς, ένα ρεαλιστικό δυστοπικό μυθιστόρημα, με ηρωίδα όμως αυτήν που μένει πίσω, τη σύζυγο και μητέρα, κάθε γυναίκα που θέλει να αντισταθεί σε μια κοινωνική δομή όπου κάθε αντίδραση φαντάζει μάταιη.
Η Άιλις διχάζεται ανάμεσα στο κάλεσμα για δράση, για αντίσταση στο σκοτάδι, μια πολιτική στάση παραδοσιακά ανδρική, αυτήν που επιλέγει να κρατήσει και ο πρωτότοκος γιός της, και στην ανοχή, την υποταγή και αδράνεια ως μοναδική μέθοδο επιβίωσης. Η εξέλιξη του χαρακτήρα της ποτέ δε θα ακολουθήσει τη συνήθη πορεία των ηρώων του είδους, η ίδια ποτέ δε θα ριζοσπαστικοποιηθεί ούτε θα πράξει θαρραλέα, πρωταρχικό της μέλημα θα είναι η ασφάλεια της οικογένειάς της, ακόμα και όταν λάβει εσφαλμένες αποφάσεις για να τη διασφαλίσει – όμως, ο Lynch δεν την παρατηρεί κριτικά, ο τόνος του δε γίνεται ποτε διδακτικός, αλλά αντ’ αυτού την κατανοεί και την εξανθρωπίζει. Εν τέλει, σε αυτό το μυθιστόρημα, δεν τον ενδιαφέρουν οι ήρωες, αυτοί που αντιστέκονται και μάχονται, αλλά αυτοί που μένουν πίσω, αυτοί που άργησαν να ακούσουν το τραγούδι του προφήτη, όσο η Αποκάλυψη ερχόταν, όσο ολάκερος ο κόσμος γύρω τους διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη.
Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος δεν μπορείς παρά να αναρωτηθείς: τι καινούριο και φρέσκο εισφέρει ο Lynch στο πολυδιαβασμένο είδος του δυστοπικού μυθιστορήματος, ποια καινοτομία, είτε από άποψη φόρμας είτε περιεχομένου, ήταν αυτή που κατέκτησε για τον συγγραφέα το βραβείο Booker και τη διεθνή αναγνώριση; Η απάντηση είναι μάλλον καμία, καθώς η δομή της δυστοπίας του είναι κλασική και δεν παρεκκλίνει από την πεπατημένη, η προφορικότητα της φόρμας είναι ενδιαφέρουσα ως ιδέα αλλά επίσης συνηθισμένη, το πολιτικό σχόλιό του για την προσφυγιά όχι αρκετό για να κάνει το βιβλίο να ξεχωρίσει απ’ τα υπόλοιπα του είδους.
Το τραγούδι του προφήτη είναι ένα πολιτικό, δυστοπικό θρίλερ που διαβάζεται με κομμένη την ανάσα και καταφέρνει να διατηρήσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι τέλους, όμως δύσκολα θα κατορθώσει να αποκτήσει μια θέση στο πάνθεον της λογοτεχνίας του είδους.