«… αφού οι αδράνειες της βίας είναι σαν κάτι υπόγεια και βαθιά ρεύματα, όπου κανείς δε φτάνει να βάλει το χέρι του».
Η βία, και η εγκαθίδρυσή της σε ένα συγκεκριμένο χωροχρονικό και ιστορικό πλαίσιο είναι η θεματική της νέας συλλογής διηγημάτων του Juan Gabriel Vásquez, η οποία κυκλοφορεί, όπως και τα προηγούμενα βιβλία του στη χώρα μας, από τις εκδόσεις Ίκαρος και έχει για άλλη μια φορά τη μεταφραστική τύχη να βρεθεί στα χέρια του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Οι ήρωες των εννέα διηγημάτων της συλλογής έρχονται αντιμέτωποι, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, με τα φαντάσματα του παρελθόντος τους: η φωτογράφος στο διήγημα «Γυναίκα στην όχθη» και ο βετεράνος πολέμου στα «Βατράχια» ξανασυναντούν ανθρώπους που νόμιζαν πως είχαν προ πολλού ξεχάσει και αναγκάζονται να αναμετρηθούν με τις ίδιες τους τις αναμνήσεις. Ο ανώνυμος αφηγητής – συγγραφέας διηγείται προσωπικές του ιστορίες, όπως αυτή του χαμού ενός σχολικού του φίλου στον πόλεμο, ή αυτή των γυρισμάτων της «9ης Πύλης» του Roman Polanski, όπου βρέθηκε ως κομπάρσος. Τα «Παιδιά», στην ομώνυμη ιστορία, και ίσως καλύτερο διήγημα της συλλογής, στήνουν αυτοσχέδιους αγώνες πάλης, μέσα στα τείχη εισόδου μιας, κατ’ επίφαση μόνο, προστατευμένης και ασφαλούς γειτονιάς.
Ο πολυγραφότατος, βραβευμένος Κολομβιανός πεζογράφος επιστρέφει στη μικρή φόρμα, μετά από την αριστοτεχνική νουβέλα του, «Οι Υπολήψεις», τελευταία εγχώρια έκδοσή του, για να αφηγηθεί την ιστορία της πατρίδας του, της Κολομβίας, μια ιστορία πολέμου, βίας και αποσιώπησής της, για ανθρώπους που κρύβουν το παρελθόν και τα ένοχα μυστικά του κάτω από το βολικό χαλί της λήθης, μόνο για να τα αντικρίσουν ξανά καταπρόσωπο σε επώδυνες συμπλοκές.
Οι ήρωές του εξομολογούνται τις ιστορίες τους για να επουλώσουν τα τραύματα της απώλειας και ο Vásquez για να απαθανατίσει το παρελθόν, προσωπικό και συλλογικό. Επιλέγει ως λογοτεχνική τεχνική την υπόνοια αντί για την έκθεση και εναποθέτει την αλήθεια των ηρώων του στις σιωπές τους και σε όσα αυτές υπαινίσσονται.
Μέσα από τις ιστορίες τους, σκιαγραφείται η ίδια η Κολομβία, των καρτέλ ναρκωτικών και της μαφίας, των συμβολαίων θανάτου, των δολοφονιών δικαστικών και πολιτικών προσώπων και των τρομοκρατικών επιθέσεων, ένα ανάγλυφο πορτραίτο μιας χώρας χωλαίνουσας και διεφθαρμένης μέχρι το μεδούλι της. Η σκιά του μιλιταρισμού, της διαρκούς εμπόλεμης κατάστασης, της ιδεολογικής γαλούχησης του πατριωτισμού πλανάται πάνω από ολόκληρη τη χώρα, με τον κύκλο βίας να διαιωνίζεται και να ανακυκλώνεται αέναα, και τον πρώτο κρίκο της τραγικής αυτής αλυσίδας να βρίσκεται στα παιδιά και στις μιμητικές προς των ενηλίκων συμπεριφορές τους.
Σημείο καμπής στις ιστορίες των ηρώων του συνιστά η εισβολή του Τυχαίου και του αναπόδραστου στις ζωές τους, μια μοιραία συνάντηση ή μια συναπάντηση με σκιές και μυστικά του παρελθόντος, που θα τους φέρει αντιμέτωπους με πολύπλοκα, ηθικά και κοινωνικά, διλήμματα, ενώ θα κληθούν με τις επιλογές τους να αναστρέψουν τη φαινομενικά προδιαγεγραμμένη ρότα που είχε πάρει η ζωή τους μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Φυσικά, δεν είναι το ίδιο επιτυχημένη η εκτέλεση όλων των ιδεών του συγγραφέα, με τις βινιέτες – αυτοβιογραφικά ψήγματα από τη δική του ζωή να αποτελούν τις λιγότερο ενδιαφέρουσες και πιο αδύναμες στιγμές του βιβλίου, χωρίς την ίδια αφηγηματική δεινότητα και νοηματοδότηση που έχουν τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής.
Όμως, αν κάτι φέρνει σε πέρας με απόλυτη αρτιότητα ο Vásquez καθ’ όλη τη διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας, αυτό είναι η πιστή, και μετά από ενδελεχή ιστορική έρευνα, αναπαράσταση εποχής και ανασύσταση της Ιστορίας του τόπου του, και αυτό κατορθώνει και σε τούτο εδώ το βιβλίο του. Με κεντρικό άξονα τη φρίκη και τη ματαιότητα της βίας, ο Vásquez δημιουργεί ένα ιδιότυπο αντιπολεμικό μανιφέστο, που εκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα στενά σύνορα της Κολομβίας, και συνθέτει μια σειρά από τραγούδια για την πυρκαγιά, κραυγές αγωνίας μέσα από σπίτια και ζωές που φλέγονται, ύστατη άμυνα απέναντι στη λήθη.