Η πορνογραφία στα κόμικ είναι ένα θέμα ιδιαίτερα δύσκολο αλλά η ελληνική σκηνή έχει φανεί λαλίστατη για αυτό. Υπάρχουν αρκετοί καλλιτέχνες που όχι μόνο δεν έχουν πρόβλημα να ασχοληθούν εκτενώς με το ερωτικό σκίτσο, αλλά μέσα από τη διερεύνηση φετίχ και ιδιαιτεροτήτων, το κάνουν με μια ιδιαίτερη τρυφερότητα.
Σε κάθε περίπτωση όμως, το μοτίβο είναι άνδρες που απεικονίζουν γυναίκες, είτε με σεβασμό είτε, σε αρκετές περιπτώσεις, αντικειμενικοποιώντας τις και θέτοντας το γυναικείο σώμα ουσιαστικά ως καμβά για το ανδρικό βλέμμα και την ανδρική ευχαρίστηση. Πολλές φορές δε αυτό γίνεται μάλιστα και υπό την επίφαση μιας προοδευτικής αντίληψης, η οποία καλεί σε μια αφελή απελευθέρωση των σωμάτων, στα οποία βέβαια τον πρώτο λόγο έχει η ανδρική επιθυμία.
Και οι γυναίκες; Είναι τόσο απίθανό οι γυναίκες να μεταχειρίζονται την ερωτική τέχνη και την πορνογραφία για τη δική τους ευχαρίστηση; Φυσικά και όχι, όσο ταμπού και αν παραμένει. Απορρίπτοντας το δίλημμα «Αγία ή Πουτάνα» και τις καταπιεστικές επιταγές μια ηθικής άλλων, όλο και περισσότερες γυναίκες επιδιώκουν μια καλύτερη σχέση με το σώμα τους και την ευχαρίστηση τους, προσπαθώντας να βγουν από μια ανδροκρατούμενη σεξουαλική διαγωγή για την οποία η γυναικεία σεξουαλικότητα ήταν (και παραμένει) «μαύρη ήπειρος». Υπό αυτό το πρίσμα, ανθολογίες όπως το «Τσοντοκόμικ», μια συλλογή δέκα ερωτικών ιστοριών από ισάριθμες κομίστριες, είναι μια αναζωογονητική ματιά.
Οι ιστορίες από τις Έλενα Γώγου, Γεωργία Ζάχαρη, Roberta Γιατζόγλου Watkinson, Poinoner, Lussaki, Στέλλα Στεργίου, Darina Miroshnichenko, Σ.Π, Σμαρ και Ραφαέλα Κόνι είναι εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους, με ξεχωριστό στυλ, αφηγηματικότητα και ερωτικό προσανατολισμό. Κοινό όμως στοιχείο και συνδετικός κρίκος, ανεξάρτητα από όλα τα παραπάνω, είναι η αναζήτηση ενός γυναικείου τρόπου κατανάλωσης (και παραγωγής) ερωτισμού. Δίνει στις γυναικείες φαντασιώσεις, είτε συμμετέχουν γυναίκες είτε όχι, την πρωτοκαθεδρία στη διαχείριση της σεξουαλικότητας και κυρίως στην έκφραση τους. Μέσα από τις δικές τους επιθυμίες, αφηγήσεις και χιούμορ (ω ναι) γίνεται μια προσπάθεια να έρθουν στο προσκήνιο άτομα των οποίων το βλέμμα συχνά παραμερίζεται, καταπιέζεται ή κρίνεται πως δεν δικαιούται να υπάρχει καν.
Ταυτόχρονα, ο συλλογικός τρόπος παραγωγής μιας ανθολογίας εκδηλώνει ανοικτά και μια ανάγκη άλλης αντιμετώπισης του είδους, πιο ανοικτής, πιο κοινωνικής. Γιατί η σιωπή και ο ανταγωνισμός σε αυτά τα θέματα είναι συχνά επιζήμιος παντού και επιθυμία που εγκλωβίζεται σε συμβάσεις, τελικά γίνεται τοξική… Έτσι μπορεί οι ιστορίες να μη μιλούν η μία για την άλλη, μιλούν όμως η μία ΣΤΗΝ άλλη, και τελικά αυτό είναι πιο σημαντικό.
Παράλληλα οι ιστορίες οι ίδιες φέρνουν στο φως μια αρκετά διαφορετική εικόνα για τις φαντασιώσεις και το σώμα που πρωταγωνιστεί σε αυτές. Με τις queer αναπαραστάσεις να δηλώνουν παρούσες (ίσως όχι αρκετά όσο θα ήθελαν και οι ίδιες οι καλλιτέχνιδες), δίνονται διαφορετικοί τρόποι απόλαυσης του σώματος, στους οποίους αυτό δεν είναι απλό αντικείμενο με κινηματογραφικές και εξειδικευμένες ιδιότητες. Αντίθετα προβάλλεται με τις ατέλειες και τις ιδιαιτερότητες του, ενεργώντας και λαμβάνοντας μέρος στα τεκταινόμενα.
Είναι πρόδηλο πως οι ιστορίες αφορούν το σεξ ως απόλαυση για όλους τους εμπλεκόμενους, ανεξάρτητα από τον αριθμό ή τις ιδιότητες τους και όχι το σεξ πως εξουσία που ασκείται στα σώματα και αυτό στη τελική είναι κάτι που θέλουμε να βλέπουμε περισσότερο και μια αντίληψη που πρέπει σιγά σιγά να κατανοήσουμε για να απενοχοποιήσουμε μία από τις ωραιότερες δραστηριότητες του ανθρώπου.
Οι άνθρωποι υπάρχουν και ανακαλύπτουν μέσα από το σεξ. Οπότε ναι, ζήτω τα κόμικ, ζήτω το σεξ.