Ο Jordan Peele ξεκίνησε ως κωμικός και στη συνέχεια, μεταπήδησε στο είδος του κινηματογράφου του τρόμου. Με το Get Out, την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε, έφτασε στο κατώφλι της Ακαδημίας. Φέτος, επιστρέφει με το Us, στο οποίο πρωταγωνιστούν οι Lupita Nyong’o, Winston Duke, Shahadi Wright Joseph και Evan Alex.
Στην ταινία έχουμε μια τετραμελή οικογένεια που ταξιδεύει για τις διακοπές της στο θερινό της εξοχικό, εκεί όπου η μητέρα Adelaide (Lupita Nyong’o) είχε αποκτήσει μια εξαιρετικά τραυματική εμπειρία ως παιδί. Σύντομα, θα δεχτούν επίθεση από μια οικογένεια από διδύμους, που ναι μεν τους μοιάζουν στο πρόσωπο, αλλά διαφέρουν ως προς την συμπεριφορά, καθώς είναι κτηνώδεις και χωρίς ίχνος ανθρωπιάς.
Σε οποιοδήποτε είδος (είτε αυτό είναι horror, είτε είναι δράση), εκτιμώ αφάνταστα την προσπάθεια εμβάθυνσης, όσον αφορά στα κοινωνικοπολιτικά θέματα. Το Get Out ήταν σαφές με το μήνυμά του. Στο Us, ο Peele προσπαθεί να κινηθεί λίγο πιο υπόγεια, αφήνοντας μπερδεμένους συμβολισμούς από εδώ και από εκεί, το οποίο, για εμένα, δεν δούλεψε καθόλου καλά. Η ταινία μπερδεύει τα μπούτια της με τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει. Δείχνει λίγο τις ταξικές αδικίες (τόσο ισχνά, που μόνο με μεγεθυντικό φακό και υπερανάλυση του θέματος, μπορείς να βγάλεις άκρη), παρομοιάζοντας το γκρουπ των εισβολέων με τα χαμηλά στρώματα της κοινωνίας. Παρόλα αυτά, χώνει και φυλετικά θέματα μέσα και εκεί είναι που το χάνει. Οι λευκοί πλούσιοι πεθαίνουν αμέσως, οι έγχρωμοι λεφτάδες, όμως, παλεύουν και εν μέρει, κερδίζουν στο τέλος. Δεν παίρνει μια καθαρή θέση στο ζήτημα και κινείται, γενικά, σαν να μην έχει σαφή προσανατολισμό. Μας δίνει λίγο από το ένα, λίγο από το άλλο και τελικά, καταλήγει να ναι ένας αχταρμάς που, δυστυχώς, κάθε άλλο παρά νόημα βγάζει με αυτό που προσπαθεί να πει.
Επίσης, ας καταλάβουν κάποτε οι (αμερικάνικες) ταινίες ότι με το να δείχνεις ένα πρόβλημα, δεν σημαίνει κιόλας ότι αξίζεις και βραβείο. Μια ταινία που θεωρείται πολιτισμικά σημαντική δεν πρέπει απλά να δείχνει το ρατσισμό, αλλά και να τον ερμηνεύει, να προτείνει λύσεις, να εμβαθύνει. Λόγου χάρη, το American History X μας έδειξε ότι οι ρίζες του ρατσισμού είναι και ταξικές, καθώς, σαν φαινόμενο, αυτός δεν ήρθε στην οικογένεια από τον skinhead γιο, αλλά προυπήρχε από τον πατέρα που γκρίνιαζε, επειδή είχε την πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν δουλειές για τους λευκούς λόγω των έγχρωμων. Αν μια ταινία μας δείξει μια-δυο ρατσιστικές επιθέσεις, μπορεί να χαρακτηριστεί καλή, δεν είναι, όμως, απαραίτητα και μια ταινία με το απαραίτητο βάθος. Προφανώς, δεν προσπαθώ να υποβιβάσω την σημασία του να καταδεικνύεις και να κατηγορείς την ξενοφοβία. Είναι σημαντικό και απαραίτητο. Αυτό που εξηγώ είναι ότι για να γίνει κάτι αριστούργημα δεν αρκεί απλά η επιδερμική απεικόνιση, αλλά η πραγματικά εύστοχη ερμηνεία ενός φαινόμενου.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονιστεί ότι το Us χάνει σε ποιότητα και από τις πολλές σεναριακές ευκολίες που βγάζουν μάτι. Για παράδειγμα, σε ένα σημείο, διευκρινίζει ότι τους εισβολείς τους ενδιαφέρει απλά να σκοτώσουν τις οικογένειες που στοχοποιούν. Σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από αυτή των πρωταγωνιστών, τα θύματα δολοφονούνται αμέσως. Αντί, όμως, να σκοτώσουν τους πρωταγωνιστές και να ξεμπερδεύουν, επιλέγουν πρώτα να “παίξουν” μαζί τους. Προφανώς, όπως αποκαλύπτει και αργότερα το ίδιο το Us, η οικογένεια με τους διδύμους έχει ιδιαίτερο πρόβλημα με την οικογένεια της Adelaide συγκεκριμένα και για αυτό, επιλέγει πρώτα να τους βασανίσει. Το σχέδιο, όμως, εκτελείται με τόσο άσχημο τρόπο που γίνεται ξεκάθαρα ώστε η ταινία να δώσει αφορμές στους ήρωες να την σκαπουλάρουν στο τέλος. Και ίσως αυτό να φαντάζει μικρο-παράπονο, αλλά στην πραγματικότητα, δεν είναι. Διότι, σε μια σωστή ταινία τρόμου, δεν μπορώ να σκέφτομαι ότι “ο πρωταγωνιστής θα έπρεπε να είχε ήδη πεθάνει/χάσει”, γιατί αυτό στερεί από το σασπένς και τον φόβο που θα έπρεπε κανονικά να νιώθω. Το Us, κατά συνέπεια, δεν είναι επιτυχημένο ούτε ως ταινία με κοινωνικές προεκτάσεις, αλλά ούτε και ως slasher.
Τέλος, κάτι άλλο που πραγματικά με εξόργισε ήταν η επιλογή να εξηγηθεί ένα μεγάλο μέρος της πλοκής στα τελευταία λεπτά της ταινίας. Η προέλευση των “Άλλων”, ο στόχος τους, οι λεπτομέρειες για την ζωή τους και όλο το… ζουμί γενικά παρατίθεται σε πέντε λεπτά, λίγο πριν κάνει της εμφάνισή της μια ανατροπή και μετά οι τίτλοι τέλους. Αυτό το είχα δει και στο Glass του M.N. Shyamalan, που μας πετάει κομμάτια της πλοκής που δεν είχαν ξαναπαρουσιαστεί λίγο πριν ανάψουν τα φώτα προς την έξοδο στο σινεμά. Δεν μπορώ να καταλάβω πως μπορεί το κοινό να ανέχεται κάτι τέτοιο. Είναι τρομερά κακή επιλογή, γιατί, πάνω από όλα, είναι τρομερά αντι-σεναριακή.
Ευτυχώς, εκεί που η ταινία λάμπει είναι το τεχνικό κομμάτι, στο οποίο δεν έχω να προσάψω τίποτα. Το Us είναι μια νόστιμη καραμέλα όσον αφορά στο οπτικοακουστικό του μέρος. Η κάμερα, η φωτογραφία, το μοντάζ, το soundtrack: όλα τους μαρτυρούν ότι οι συντελεστές που εργάστηκαν στο εν λόγω project είναι πραγματικά ταλαντούχοι. Από τα στιλιζαρισμένα πλάνα του Peele, μέχρι τα μουσικά κομμάτια και τα themes, οι καθαρά αρτιστικές επιλογές είναι εύστοχες και κουβαλάνε στις πλάτες τους μια σεναριακά άνιση προσπάθεια.
Βγαίνοντας από το σινεμά, προβληματίστηκα με τη στάση μου, καθώς είχα ακούσει πολύ καλά λόγια, από κριτικούς που εμπιστεύομαι κιόλας. Ίσως η ταινία να αρέσει στην μεγαλύτερη μερίδα του κοινού. Εμένα, πάντως, με άφησε πολύ απογοητευμένο. Μπορεί ο Peele να είναι ένα από τα πνευματικά παιδιά του Spike Lee, αλλά έχει δρόμο μπροστά του ακόμα. Όντως “το έχει” με το είδος, όπως μας απέδειξε το Get Out, αλλά προσωπικά, θα τον συμβούλευα (γιατί ξέρω ότι με διαβάζει), να αφήσει τους πολλούς υπόγειους συμβολισμούς και να επιστρέψει στην αμεσότητα που, κακά τα ψέματα, τον οδήγησε και στα Όσκαρ πριν ένα χρόνο.