Candyman (2021) – Το τέρας του ρατσισμού δεν πέθανε ποτέ

Λεωνίδας Βέργος Από Λεωνίδας Βέργος 10 Λεπτά Ανάγνωσης

“We dare you to say his name five times…”

.

Ένα από τα σημαντικότερα κινηματογραφικά γεγονότα του φετινού έτους για τους λάτρεις του horror cinema αλλά και της horror λογοτεχνίας ήταν η προβολή του Candyman (2021) στις κινηματογραφικές αίθουσες. Η original μεταφορά του διηγήματος “The Forbidden”, από τη γνωστή συλλογή horror διηγημάτων του διαβόητου στους κύκλους του τρόμου Clive Barker με τίτλο Τα Βιβλία Του Αίματος, η οποία κυκλοφόρησε το 1992, είχε κατορθώσει, με την επιτυχημένη μεταφορά της ιστορίας στη μεγάλη οθόνη, τις πολύ καλές ερμηνείες (η περίπτωση του Tony Todd ως Candyman είναι από εκείνες που ξέρεις ότι δε θα μπορούσε να επιλεγεί καλύτερος ηθοποιός για να ενσαρκώσει έναν χαρακτήρα) και το -κυριολεκτικά- αξεπέραστο soundtrack με τίτλο “It was always you, Helen” να στοιχειώσει το κοινό της, να αγαπηθεί από το ίδιο και τους κριτικούς και να καθιερώσει ένα ανθεκτικό cult status, μεταφέροντας παράλληλα ένα άρτια δομημένο αντιρατσιστικό μήνυμα προσαρμοσμένο στα δεδομένα του horror. Ο Tony Todd κλέβει τις εντυπώσεις ως το «τέρας» που δολοφονεί βάναυσα με τον γάντζο του όποιον/α τολμήσει να πει το όνομά του πέντε φορές στον καθρέφτη, σε μια ατελείωτη αναζήτηση εκδίκησης αλλά κι έκφραση πόνου. Τέρας που μας τρομάζει, που απεχθανόμαστε και ταυτόχρονα συμπονούμε και που πρωταγωνιστεί σε μια ταινία που αναδεικνύει πολλά κοινωνικά μηνύματα μπλέκοντάς τα με το horror στοιχείο: τους αστικούς μύθους και τις ιστορίες που λέμε στους εαυτούς μας και μένουν ως παραδόσεις, τις προκαταλήψεις των λευκών απέναντι στους μαύρους και το gentrification, που έχει σχεδόν πάντα θύμα την εργαζόμενη πλειοψηφία και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ, την έγχρωμη κοινότητά της.

Ο Tony Todd ως Candyman

Τρεις δεκαετίες και δύο αποτυχημένα sequels μετά και μετά από τρεις αναβολές της προβολής του λόγω έκτακτων μέτρων COVID (η ταινία αρχικά θα προβαλόταν Ιούνη του 2020), το νέο sequel του original Candyman (το οποίο παρακάμπτει εντελώς τα Candyman 2 και 3 – καλώς για πολλούς-ές) είναι γεγονός, σε σκηνοθεσία Nia DaCosta και σενάριο της ίδιας και των Jordan Peele και Win Rosenfeld. Άξιζε όμως την αναμονή;

Η απάντηση ίσως να μην είναι τόσο εύκολο να δοθεί – τουλάχιστον υπό ένα μόνο πρίσμα. Στο sequel της ταινίας του 1992, βρισκόμαστε στο Σικάγο του 2019, όπου ο Yahya Abdul-Mateen II (Watchmen, Black Mirror, Us) υποδύεται τον νεαρό καλλιτέχνη Anthony McCoy, που μένει με την κοπέλα του, Brianna (Teyonah Parris), και ζει φτιάχνοντας πίνακες που πουλάει σε γκαλερί τέχνης. Όλα είναι ήσυχα, μέχρι που ο Anthony μαθαίνει για τον αστικό «μύθο» της Helen Lyle, τα πονήματα της οποίας από την πρώτη ταινία έχουν αποκτήσει πλέον μυθική διάσταση στην πόλη, όπως και ο θρύλος του Candyman. Ο Anthony ενδιαφέρεται για την ιστορία και ψάχνει πληροφορίες που τον οδηγούν (πού αλλού;) στην υπαρκτή φτωχογειτονιά-γκέτο του Σικάγο Cabrini-Green, η οποία στην ταινία όπως και στην πραγματικότητα κατοικείται σε τεράστιο βαθμό από τη μαύρη κοινότητα της εργατικής τάξης της περιοχής. Ψάχνοντας στοιχεία για τον θρύλο, εμπλέκει κομμάτια του στα έργα τέχνης του, διαδίδοντας σε εκθέσεις τέχνης, ως κομμάτι τους, τη φράση “Say his name five times in the mirror”. Ε κι από κει και πέρα τα πράγματα δεν πάνε τόσο καλά ούτε για όσους κι όσες το κάνουν στην πλάκα, ούτε και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη και τους οικείους του…

Anthony McCoy

Η ταινία γενικά δεν τα πήγε κι άσχημα, κατακτώντας την πρώτη θέση στο box office και κάνοντας έτσι τη DaCosta την πρώτη μαύρη γυναίκα σκηνοθέτιδα που καταφέρνει κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα οι κριτικοί -στην πλειοψηφία τους, τουλάχιστον- σχολίασαν θετικά την ταινία, καλλιτεχνικά, ως προς το κοινωνικό της μήνυμα και ως ακόλουθη της ταινίας του 1992.

Η ταινία δίχασε τους fans του original – κι εδώ ξεκινάνε τα δύσκολα στην αποτίμησή της. Δε μπορούμε να πούμε πως η ταινία χαρακτηρίζεται από συνέπεια και κάθε της στοιχείο πρέπει να εξεταστεί από διαφορετική οπτική. Στα θετικά (κατά τη γνώμη μας, τα πολύ θετικά ή μάλλον αυτό που σώζει την ταινία) είναι ο πρωτότυπος και καθόλου προβλέψιμος τρόπος που η πλοκή χειρίζεται κι εξελίσσει τον μύθο του Candyman. Σε αντίθεση με ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ως sequel σε γνωστά horror franchises, δεν έχουμε μια απλή μεταφορά όσων είδαμε στην πρώτη ταινία σε άλλη μία, απλά με διαφορετικούς χαρακτήρες και τοποθεσία. Εδώ έχουμε τη μεταφορά του μύθου του Candyman 30 χρόνια μετά. Κι επειδή μιλάμε για τον Candyman, λαμβάνουμε υπόψη ότι 30 χρόνια μετά, έχουμε κινήματα black lives matter, τη δολοφονία του George Floyd και μερικές εξεγέρσεις των μαύρων στις ΗΠΑ… γεγονότα που έχουν επηρεάσει πολλές αξιόλογες ταινίες του σύγχρονου αμερικανικού κινηματογράφου, από το φετινό Candyman ώς το Get Out (2017), το Us (2019) και το BlacKKKlansman (2018), σε πολλές εκ των οποίων έχει βάλει το χεράκι του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Jordan Peele.

Και η μεταφορά του μύθου του Candyman στο 2021 εμπνέεται από όλα αυτά για να εξελίξει τον μύθο, έτσι όπως δεν το περιμέναμε. Δεν έχουμε να κάνουμε με τον τιτλικό «κακό» της ταινίας του ’92, ούτε με την Helen. Αντιθέτως, καθώς κι εμείς προσπαθούμε στη διάρκεια της θέασης της ταινίας να καταλάβουμε με ποιον τελικά έχουμε να κάνουμε, βλέπουμε ότι ο «κακός» του τίτλου δεν είναι κάποιος συγκεκριμένος. Είναι πολλοί. Πολύ απλά, γιατί ο original Candyman του ’92 είναι θύμα του συστημικού ρατσισμού (συγκεκριμένα δολοφονείται από έναν λευκό της άρχουσας τάξης, για τον οποίον δουλεύει), όπως είναι και εκατοντάδες άλλοι-ες μαύροι-ες όλες αυτές τις δεκαετίες. Σιγά-σιγά βλέπουμε ότι όλοι όσοι ακούνε στο όνομα Candyman έχουν δολοφονηθεί από το χέρι του συστημικού ρατσισμού – είτε αυτό τυχαίνει να οπλίζεται από αστυνομικό είτε από οποιονδήποτε άλλον. Κι έτσι γεννιέται ο αστικός «μύθος» του Candyman Ο Jordan Peele καταφέρνει για άλλη μια φορά, κατά την προσφιλή του μέθοδο, να μας πει μια τρομακτική ιστορία στην οθόνη, που όμως αλληγορικά μας μιλάει για τις ακόμη πιο τρομακτικές -αληθινές- ιστορίες της ζωής αυτών που χτυπιούνται από τις αλυσίδες της εκμετάλλευσης, του συστημικού ρατσισμού και των διακρίσεων, των κολασμένων των ΗΠΑ, που εκεί τυγχάνει να είναι οι μαύροι, αλλού οι πρόσφυγες από τις χώρες της Μ. Ανατολής, αλλά πάντα οι αδικημένοι αυτού του κόσμου…

Η αλληγορία είναι έτσι δυνατή κι απρόβλεπτη ακόμα και σε σχέση με την πρώτη ταινία και φέρει περήφανη το αποφασιστικό στίγμα του black lives matter. Το μήνυμά της είναι ένα σημείο. Το άλλο αφορά τις ερμηνείες, οι οποίες είναι καλές, χωρίς φυσικά να προσεγγίζουν στο ελάχιστο (μιλώντας για αυτές που το προσπάθησαν) αυτήν του Tony Todd στην original ταινία. Εδώ να πούμε ότι και το cameo του ίδιου στην τελευταία σκηνή μπορεί να φέρει ωραία συναισθήματα στους λάτρεις της πρώτης ταινίας, όμως μοιάζει την ίδια στιγμή χαμένη αξιοποίηση του ηθοποιού αυτού στον αντιπροσωπευτικό του ρόλο, καθώς θα μπορούσε να είχε εμφανιστεί πολύ πιο τρομακτικός, όπως στην πρώτη ταινία. Επίσης, σκηνοθετικά η ταινία έχει πολλές όμορφες εικόνες, όμως αρκετές φορές δημιουργείται η αίσθηση ότι κάπως «χάνεται η μπάλα» με τα άπειρα cuts και την κινούμενη κάμερα, που η σκηνοθέτιδα χρησιμοποιεί, για να χτίσει την ένταση στις πιο «τρομακτικές» σκηνές.

Μπορεί η ταινία να μην είναι καλλιτεχνικά στο επίπεδο του original, όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση «κακή», ούτε καλλιτεχνικά, ούτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο. Οι ερμηνείες, οι καλές στιγμές της σκηνοθεσίας και η εξέλιξη της πλοκής και του μύθου του Candyman, καθώς το μυστήριο εκτυλίσσεται, αρκούν για να τρομάξουν, να ψυχαγωγήσουν και σίγουρα να εγείρουν έντονους κοινωνικούς προβληματισμούς σε πολύ κόσμο – δεν το λες και λίγο, αν και σίγουρα η ταινία κουβαλά μια πολύ πιο απαιτητική κληρονομιά.

Εμείς πάντως πειστήκαμε για άλλη μια φορά να μην τολμήσουμε να πούμε στον καθρέφτη το όνομά του, όχι πέντε, αλλά ούτε και μία φορά…

https://youtu.be/MvOLwDbvk6I
Ακούστε το podcast μας με καλεμένο τον Δημοσθένη Χριστόπουλο (Nerd Things) για την κληρονομιά του παλιού Candyman, του ορθόδοξου, για την πορεία και την εξέλιξη του ευφυούς Jordan Peele, αλλά και για την κινηματογραφική, καθώς και την πολιτική αξία του sequel.

Μοιραστείτε το Άρθρο
Μέλος εκείνης της γενιάς που κάποιοι φρόντισαν να μείνει πάντα στην ανεργία. Έτσι καταφεύγει πολύ στα κόμιξ, το Star Wars, την '80s κινηματογραφική καλτίλα και τη λογοτεχνία και την προοπτική αυτή η γενιά να μην αποδειχθεί τόσο χαμένη, όσο λένε.