Ποια κόκκινη κλωστή συνδέει τον Οδυσσέα με τους Βυζαντινούς Αυτοκράτορες; Το Χριστό με τον Τυφώνα και την Έχιδνα; Το Μέγα Αλέξανδρο με τον Τάλω; Η απάντηση είναι η φαντασία του Γιώργου Βορέα Μελά, όπως αυτή ξετυλίγεται στις σελίδες της συλλογής διηγημάτων Το Μαργαριτάρι της Αβύσσου (η τρίτη του έκδοση από τις εκδόσεις Μamaya), ενός χρονικού που μπλέκει τους μύθους και την ακριτική παράδοση της Ελλάδας, φέρνοντας πίσω μια εποχή που η μαγεία δεν είχε χαθεί από τον τόπο μας και Ξωτικιές Κυρές κρύβονταν ακόμα στις θαλασσινές σπηλιές, σαγηνεύοντας με το τραγούδι τους άξιους Πολεμιστές.
Δίκαια μπορεί να αναρωτηθεί κανείς, «Είναι στ’ αλήθεια δυνατόν να σκαρώσει κανείς στις μέρες μας μια ιστορία που να αφήνει την ίδια γεύση με τις διηγήσεις που έθρεψαν το λαό μας από γενιά σε γενιά;» Εύκολο δεν είναι σίγουρα. Η ελληνική και βυζαντινή παράδοση, από τους άθλους του Ηρακλή μέχρι το Μαρμαρωμένο Βασιλιά, κράτησε ζωντανή τη μνήμη και τη γλώσσα και την ομοψυχία του έθνους διαμέσου των αιώνων, επιζώντας από Ρωμαίους, Σταυροφόρους, Ευρωπαίους δεσπότες και Τούρκους κατακτητές. Κι όμως, όταν γίνεται με σεβασμό από κάποιον που έχει μελετήσει και νιώσει βαθιά μέσα του την παράδοση, ο καρπός αυτής της προσπάθειας μπορεί να φτάσει να μην ξεχωρίζει από τις ιστορίες που ακούγαμε από τις γιαγιάδες, που είχαν ακούσει κι εκείνες από τις δικές τους γιαγιάδες μέχρι την απαρχή της μνήμης. Και αυτό ακριβώς είναι το κύριο θέμα που διέπει Το Μαργαριτάρι της αβύσσου: Η Μνήμη.
Οι ήρωες του Βορέα Μελά είναι σύγχρονες εκδοχές αρχετύπων, που όμως ξεφεύγουν αρκετά από το καλούπι για να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον: Η ξωτικιά δέσποινα που αναθέτει στον εραστή της έναν ακατόρθωτο άθλο το κάνει γιατί φοβάται την αγάπη, οι αδερφοποιτοί φίλοι καμιά φορά ξεστρατίζουν και χωρίζουν για πάντα, και ως και οι ήρωες δειλιάζουν κάποτε μπροστά στο θάνατο. Μερικά όμως πράγματα μένουν πάντοτε ίδια: Η αγάπη πάντοτε σπρώχνει τον άνθρωπο να φτάσει πολύ πιο μακριά από όσο του επιτρέπει το θνητό του σώμα, το χρέος πρέπει πάντοτε να ξεπληρωθεί και ο δρόμος της Αρετής, ή, εδώ, ο δρόμος της Ευθύνης και του Θάρρους, είναι πολύ πιο δύσβατος από το δρόμο της Κακίας, όμως η ανταμοιβή ξεπερνά την εφήμερη απόλαυση που προσφέρουν η λιποψυχία και η παράδοση στα πάθη.
Ίσως είναι αυτή η διαχρονικότητα των αξιών που εξηγεί γιατί σε αυτό το βιβλίο δε θα βρείτε ονόματα. Ο Πολεμιστής, ο Ταξιδευτής, η Μάνα είναι γνωστοί σε όλους μας. Άλλες πάλι φορές, οι τίτλοι αυτοί πολύ ξεκάθαρα χρησιμοποιούνται αντί για τα γνωστά σε όλους μας ονόματα. Κι άλλωστε, για όποιον γνωρίζει έστω και λίγη μυθολογία, προσφέρει μια κάποια περηφάνεια να αναγνωρίζει την Εκάτη και τις Μοίρες δίχως να μάθει το όνομά τους. Ενίοτε, επιρροές πέρα από τον ελληνικό χώρο κάνουν την εμφάνισή τους, οπότε μην εκπλαγείτε αν ξαφνικά κάτι σας θυμίσει τελετουργία των Αζτέκων ή την Μπαλάντα του Γέρου Ναυτικού του Κόλεριτζ, ή ακόμα και τις ιστορίες κοσμικού τρόμου του Λάβκραφτ. Όλα αυτά τα φαινομενικά ετερόκλητα στοιχεία συνδέονται με τρόπους απρόσμενους, δημιουργώντας ένα τοπίο που θα μπορούσε να είναι η Ελλάδα, αλλά θα μπορούσε επίσης να είναι και οποιοδήποτε άλλο μέρος με παράδοση στους μύθους και στα θαλάσσια ταξίδια, ή και ένας άλλος κόσμος ολότελα. Με τον ίδιο τρόπο, οι ίδιες οι ιστορίες, αν και αυτοτελείς (με εξαίρεση δύο που αλληλοσυμπληρώνονται), σχηματίζουν ένα χρονικό που πάει μπρος και πίσω στο χρόνο, τυπικά με έναν ήρωα ενός διηγήματος να χρησιμοποιεί ένα από τα υπόλοιπα ως παράδειγμα, είτε προς μίμηση είτε προς αποφυγή, ενισχύοντας ακόμα περισσότερο το μήνυμα για την αξία της μνήμης και της μεταλαμπάδευσης των ιστοριών από γενιά σε γενιά.
Η γλώσσα θυμίζει εξίσου την αντίστοιχη των ακριτικών τραγουδιών, πάντα ποιητική, αν και σε ορισμένα σημεία αυτό μπορεί να φτάσει να κουράζει λίγο και να φαίνεται επίπλαστο. Θα ήταν δύσκολο βέβαια να δοθούν αυτές οι ιστορίες με τον επικό χαρακτήρα μέσω μιας σύγχρονης, πιο πεζής έκφρασης. Και φυσικά, επειδή αυτοί οι ήρωες, όπως είπαμε και πριν, προέρχονται από συγκεκριμένα αρχέτυπα, σε αυτό το βιβλίο θα βρείτε πολλά αντρειωμένα παλικάρια με μαύρες τσακισμένες πανοπλίες, και πολλές ξωτικές κυράδες να τους δίνονται και πολλούς τρανούς βασιλιάδες που παραδόθηκαν στην απληστία τους και πολλά γιγάντια ερπετά που φτύνουν φλόγες. Οι καλύτερες ιστορίες είναι αυτές που ξεφεύγουν με κάποιον τρόπο από το παραδοσιακό ταξίδι του ήρωα, όπως ο Ανήλιαγος, οι Τρεις Μάνες και ιδιαίτερα τα Τρία Χρυσά Μήλα, όπου παρόλο που η αφήγηση παίρνει την κλασική μορφή του ταξιδιού αναζήτησης, στο προσκήνιο βρίσκεται η ανθρωπιά και η εσωτερική δύναμη, δημιουργώντας μια ιστορία που συγκινεί και εμπνέει.
Πέρα από φόρος τιμής στις αφηγήσεις των προγενέστερων, το βιβλίο αυτό αποτελεί έναν ύμνο στις ομορφιές της Ελλάδας, ιδιαίτερα της Χίου, της Μάνης και της Κρήτης, δίχως να τις ονοματίζει. Πρωταγωνίστρια είναι όμως αναμφίβολα η θάλασσα, που πότε χωρίζει εραστές και πότε τους φέρνει κοντά, πότε χαρίζει θησαυρούς και πότε παίρνει ζωές. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την προσωπική πείρα που έχει αποκομίσει από τα ταξίδια του στις θάλασσες του κόσμου και μέσα από τα μάτια του μπορούμε κι εμείς να νιώσουμε το δέος και τη σαγήνη που εδώ και αιώνες οδηγεί το λαό μας στα ανοιχτά και τόσο έχει χρωματίσει τους μύθους και θρύλους μας. Αν υπάρχει ένα σύγχρονο πόνημα που να αξίζει να συμπεριληφθεί στο βιβλίο όπου, κατά την ιστορία, οι πρώτοι άνθρωποι κατέγραψαν με το αίμα τους τις αφηγήσεις τους για να θυμίζουν πάντα το παρελθόν, το Μαργαριτάρι της Αβύσσου είναι αυτό το πόνημα.
Mαριανίνα Ζώτου