Το τέταρτο μέρος της πολεμικής περιπέτειας του Θανάση Καραμπάλιου, που διαδραματίζεται στην προεπαναστατική Ελλάδα, κυκλοφορεί με τον τίτλο “Χάκι” από τις εκδόσεις Jemma Press. Τυχαίνει να έχω καταγωγή από Λευκάδα και έτσι από τον τίτλο και μόνο του τεύχους, γέννημα θρέμμα λευκαδίτικου ιδιώματος που σημαίνει “αυστηρή ποινή” ή απλά “ικανοποίηση”, κατάλαβα ότι μέσα από τις σελίδες του βραβευμένου κομίστα θα βυθιστώ σε ένα ταξίδι εκδίκησης και ηθικής δικαίωσης, αφού το προηγούμενο βρίσκει τον Δήμο Καραμάνο να έχει χάσει τα πάντα εξαιτίας της αρματολής ζωής του, αλλά και της εμπλοκής του στις πρώτες διεργασίες σύστασης της Επτανήσου Πολιτείας. Ως εκ τούτου, αν και δεν ξέρω κατά πόσο αυτή ήταν η σκέψη του δημιουργού, ο τίτλος και μόνο αποτελεί την πιο πετυχημένη γέφυρα, ώστε ο αναγνώστης να συνδέσει τα γεγονότα που προηγήθηκαν με αυτά που πρόκειται να γίνουν. Επιπλέον, για ακόμα μια φορά η γνώση, αλλά και η περίτεχνη χρήση της γλώσσας και των διάφορων ιδιωματισμών από το δημιουργό εντυπωσιάζει, συνθέτοντας την πολύχρωμη εθνολογική κουρελού της εποχής.
Παράλληλα, το “Χάκι”, όπως βέβαια και τα προηγούμενα τρία τεύχη της σειράς 1800 , πέραν της πληθώρας πληροφοριών που δίνει στον αναγνώστη από το ιστορικό πλαίσιο μέχρι τις παραδοσιακές φορεσιές και των συσχετισμό δυνάμεων της εποχής, έχει έντονα στοιχεία ηθογραφήματος. Πράγματι, μέσα από τις σελίδες του μπορεί ο καθένας να έρθει σε επαφή με τα στοιχεία που καθόριζαν τότε -μα και σήμερα σε μεγάλο βαθμό -την γυναικεία και την αντρική τιμή , το ρόλο του πατέρα σε μια πατριαρχικά δομημένη κοινωνία, αλλά και αυτόν των δύο φύλων, παραχωρώντας με αυτό το τρόπο έδαφος και στην εκπροσώπηση του γυναικείου φαντασιακού. Επιπλέον, στο “Χάκι” υπάρχει χώρος και για τον έρωτα, δύναμη που τον 19ο αιώνα παίρνει εξωπραγματικές διαστάσεις και στιβαρότητα, υπερνικώντας εμπόδια, αλλά και την ίδια την παράδοση που μέχρι τότε ήθελε τους ανθρώπους να ενώνονται με τα δεσμά του γάμου για λόγους κυρίως οικονομικούς, κληρονομικούς ή λόγους τιμής. Τέλος, για ακόμα μια φορά ο Θανάσης Καραμπάλιος κλέβει τις εντυπώσεις εξαιτίας της εμβάθυνσης που κάνει στις ιστορικές εξελίξεις της εποχής με τρόπο τόσο χαλαρό και ανεπιτήδευτο, που δίνει την αίσθηση ότι ζει στον ίδιο χρόνο με τους ήρωες του και επιλέγει απλά να αναδείξει μερικές από τις στιγμές της ζωής τους, οι οποίες στο γενικό πολιτικό πλαίσιο μπορεί να μη σημαίνουν τίποτα. Με αυτό το τρόπο καταφέρνει να εισέλθει σε επίπεδο μικροκλίμακας, κάτι που κάνει το έργο του ιδιαίτερα καλοδουλεμένο και δύσκολο.
Την ίδια στιγμή, ο τέταρτος τόμος της σειράς είναι αυτός που αποκρυσταλλώνει το είδος που αυτή εκπροσωπεί σε όλη του την επική μεγαλοπρέπεια, αφού περιλαμβάνει την πιο μεγαλειώδη σκηνή μάχης που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί. Η ώρα της δικαίωσης έχει έρθει για τον Δήμο Καραμάνο και ο τρόπος με τον οποίο εκδικείται το θάνατο της γυναίκας του και την αδικία σε βάρος της οικογένειας του δε θα μπορούσε να μην έχει τεράστια δόση rage και splatter. Ορμή, επική δύναμη, διάλογοι γεμάτοι πυγμή και την αποφασιστικότητα που μόνο μια προσωπική υπόθεση θα μπορούσε να δικαιολογεί κατακλύζουν μεγάλο μέρος του κόμικ δημιουργώντας έντονα συναισθήματα και ατελείωτες στιγμές κορύφωσης και συγκίνησης, μέσα από τις οποίες οι ήρωες φαίνονται να εξελίσσονται. Πράγματι, η μεταστροφή της Δροσιάς, η οποία παίρνει τα όπλα και ακολουθεί τον αγαπημένο της στο πεδίο της μάχης, οριοθετώντας για πρώτη φορά τη θέση του φύλου της ένα βήμα παραπέρα, μπορεί να είναι ένας φανερός αναχρονισμός που δίνει φρεσκάδα και μια νότα 20ου και 21ου αιώνα στο κόμικ, παράλληλα ωστόσο είναι και μία από τις πιο δυνατές στιγμές του κόμικ, αφού η εκδίκηση της γυναικοκτονίας σε βάρος της Ελένης, αλλά και της δικής της κακοποίησης από την ίδια θεμελιώνει επί της ουσίας τα origins μιας -κατά κάποιον τρόπο – σούπερηρωίδας. Παράλληλα, και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, ο Δήμος Καραμάνος φαίνεται να εξελίσσεται, ξεφεύγοντας από τα κίνητρα ενός lawful neutral ήρωα και δημιουργώντας ηθικά διλήμματα με φιλοσοφικές προεκτάσεις στους αναγνώστες, παρόμοια με εκείνα που απαντώνται στο πολεμικό μυθιστόρημα “Πόλεμος και Ειρήνη” του Τολστόι, όπου οι διαφορές μεταξύ των δύο αντιπάλων αμβλύνονται τόσο, που στο τέλος ο μόνος νικητής είναι ο πόλεμος και η φρίκη. Παρ’ όλες τις αντιφάσεις του, ωστόσο, και αυτός ο ήρωας γίνεται πιο περίπλοκος, παύοντας να είναι απλά ένας οικογενειάρχης. Πράγματι, κλείνοντας τους λογαριασμούς του παρελθόντος ένας νέος δρόμος ανοίγεται μπροστά στον Δήμο Καραμάνο, γεμάτος φωτιά και μπαρούτι.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι το “Χάκι” όχι μόνο δεν τελματώνει, αλλά έρχεται να προσθέσει στο μεγαλείο της πολεμικής περιπέτειας του 1800, αφού μέσα από χαρακτήρες που δρουν σαν κοινωνικά προϊόντα της εποχής τους, χωρίς αξιώσεις ηρωισμού ή ωραιοποίησης, άλλοτε δίκαιοι κι άλλοτε άδικοι, ιδιοτελείς ή ήρωες, απαντώνται σε αυτό τα πρώτα σπέρματα και τα κίνητρα της Επανάστασης. Επιπλέον, το πετυχημένο cliffhanger στο τέλος του τεύχους μας προετοιμάζει για την περιπέτεια που έχει μόλις ξεκινήσει…